ΒΕΝΕΤΙΑ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ.Τα ουρλιαχτά που έρχονταν από το κόκκινο χαλί το βράδυ της Δευτέρας ήταν τόσο εκκωφαντικά ώστε να διαπεράσουν τους τοίχους και τα κλειστά παράθυρα του γειτονικού Palazzo del Casino, όπου στεγάζεται το κέντρο Τύπου του Φεστιβάλ Βενετίας. Τι συνέβη, ποιος το προκάλεσε όλο αυτό; Η απάντηση αποτυπώθηκε στην παρουσία ενός τρομερά γυμνασμένου τύπου με ξυρισμένο κρανίο και μεγάλο χαμόγελο: του Ντουέιν «The Rock» Τζόνσον. Περίπου δύο ώρες αργότερα ο… βράχος λύγισε και μάλιστα βρέθηκε να κλαίει με λυγμούς κατά τη διάρκεια του 15λεπτου (!) χειροκροτήματος που απέσπασε το «The Smashing Machine» του Μπένι Σάφντι στην επίσημη πρεμιέρα του, εδώ στη Μόστρα.
Η ιστορία ενός από τους πιονέρους των μεικτών πολεμικών τεχνών (Τζόνσον) έρχεται στην οθόνη για να μας βάλει τόσο μέσα στο ρινγκ όσο και (κυρίως) στα παρασκήνια της ζωής του αθλητή. Ο Σάφντι εξανθρωπίζει όσο περισσότερο μπορεί τον ήρωά του, πράγμα όχι ακριβώς απλό έχοντας για πρωταγωνιστή κάποιον με τη σωματική διάπλαση του «The Rock», χωρίς πάντως να φτάσει στο ψυχογράφημα π.χ. ενός «Wrestler».
Ο Ντουέιν «The Rock» Τζόνσον, πρωταγωνιστής τού «The Smashing Machine», έκλαιγε με λυγμούς από την ενθουσιώδη υποδοχή της ταινίας του.
Στην αντίπερα όχθη, νικητής στην αναμέτρηση με ένα πολύ «βαρύ» πρότυπο βγαίνει ο Φρανσουά Οζόν, ο οποίος παρουσίασε τη δική του κινηματογραφική ερμηνεία πάνω στον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ. Χρησιμοποιώντας τολμηρά την ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο Οζόν κατάφερε να μπει στην ατμόσφαιρα του σπουδαίου λογοτεχνικού έργου και να συλλάβει τουλάχιστον το πνεύμα του, αφού το να αποδοθεί το πλήρες φιλοσοφικό του βάθος στην οθόνη είναι πρακτικά αδύνατο. Παρ’ όλα αυτά οι προσεκτικά δομημένες σεκάνς, σε συνδυασμό με τον πολύ καλό Μπενζαμέν Βουαζέν στον ρόλο του αποστασιοποιημένου ήρωα, κάνουν τη δουλειά τους, δημιουργώντας ένα σύνολο που ανεβάζει ακόμα περισσότερο τον δείκτη ποιότητας του φετινού επίσημου διαγωνιστικού προγράμματος της Βενετίας.
Εκεί πιθανότατα θα έπρεπε να βρίσκεται και το «Dead Man’s Wire» του Γκας Βαν Σαντ, το οποίο, άγνωστο γιατί, κατέληξε να προβάλλεται εκτός συναγωνισμού. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε το κοινό να του χαρίσει απλόχερο χειροκρότημα, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και στο τέλος της προβολής, έχοντας προφανώς απολαύσει την επιστροφή ενός από τους σπουδαίους του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά. Κι εδώ έχουμε αληθινή –αν και απίστευτη– ιστορία· αυτή του ελληνικής καταγωγής Τόνι Κιρίτσις, ο οποίος το 1977 έπιασε όμηρο, υπό την απειλή όπλου, τον διαχειριστή της υποθήκης για μια έκτασή του, απαιτώντας να διορθωθεί μια αδικία εις βάρος του.
Ο μικρότερος της κινηματογραφικής οικογένειας Σκάρσγκαρντ, Μπιλ, αναλαμβάνει με επιτυχία τον κεντρικό ρόλο, ενώ ο Βαν Σαντ στήνει πραγματικό γλέντι με απολαυστική σάτιρα και ευφυείς παρατηρήσεις πάνω στον κυνισμό του σύγχρονου καπιταλισμού. Η ταινία του παντρεύει το καυστικό χιούμορ με την ένταση και το σασπένς, αδιαφορώντας για τα κλισέ αφηγήματα του συρμού και φροντίζοντας τους δεύτερους χαρακτήρες σαν τον απίθανα κουλ μουσικό παραγωγό του, Κόλμαν Ντομίνγκο. Βασικά εδώ έχουμε καθαρό σινεμά του δημιουργού, από αυτό που χρειάζονται 15 μικροί συμπαραγωγοί για να υλοποιηθεί (φάνηκε από τους τίτλους της αρχής), όμως το αποτέλεσμα δικαιώνει την προσπάθεια και ταυτόχρονα υπενθυμίζει ότι ο καλός κινηματογράφος μπορεί να γίνει με τα απλούστερα μέσα και την απαραίτητη καλλιτεχνική ελευθερία.

