Αν περιδιαβάσει κανείς το νεκροταφείο Ζωγράφου, θα δυσκολευτεί να εντοπίσει τον τάφο της Μαρίας Πλυτά. Μια απλή πλάκα από γκρίζο γρανίτη έχει για «προσκέφαλο» μια σχεδόν ακατέργαστη πέτρα, όπου επάνω αριστερά σημειώνεται «Εδώ κοιμάται η γιαγιά Αφροδίτη», ενώ διαγώνια χαμηλότερα διαβάζει κανείς: «Και η Μαρία Πλυτά». Τίποτα δεν μαρτυρεί ότι εκεί είναι θαμμένη η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτις, εκείνη που ακόμη και σήμερα έχει περισσότερες ταινίες (17) στο ενεργητικό της από οποιαδήποτε άλλη ομότεχνή της. Οχι και τόσο παράξενο αν σκεφτεί κάποιος ότι δεν υπάρχει καμία επίσημη βιογραφία της Πλυτά, ούτε αναλυτική καταγραφή του έργου της, παρά μόνον αποσπασματικές αναφορές στην ιστοριογραφία ή στον Τύπο.
«Είναι παγκόσμια τάση τις τελευταίες δεκαετίες να αναδεικνύουμε τις φωνές που σιώπησε η ιστοριογραφία λόγω προκατάληψης απέναντι στο φύλο τους είτε επειδή ανήκουν σε κάποια μειονότητα», μας λέει η Μπέτυ Κακλαμανίδου, καθηγήτρια Ιστορίας και Θεωρίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του ΑΠΘ, η οποία έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της πρόσφατης έρευνάς της στη Μαρία Πλυτά. Η ίδια μαζί με τις συνεργάτιδές της Μαρίνα Ζιγνέλη και Ευδοκία Στεφανοπούλου ανέλαβαν το περίπλοκο έργο να εντοπίσουν αρχικά τα βιογραφικά στοιχεία της Ελληνίδας σκηνοθέτιδος, προκειμένου να προσεγγίσουν καλύτερα και το έργο της.

Ηδη γνωστό ήταν ότι η Πλυτά γεννήθηκε το 1915 στη Θεσσαλονίκη και έκανε την πρώτη της ταινία το 1950, ενώ νωρίτερα είχε εκδώσει και δύο μυθιστορήματα: τα «Δεμένα φτερά» (1944) και τις «Αλυσίδες» (1946). Ενα χρόνο νωρίτερα ξεκινά να δουλεύει στον κινηματογράφο, ως καλλιτεχνική διευθύντρια στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Μαρίνος Κονταράς». Πώς όμως έφτασε έως εκεί; Παντρεμένη από το 1938 με τον παραγωγό Νίκο Χατζηνάκο, είχε προφανώς πρόσβαση στη βιομηχανία, ωστόσο η καλλιτεχνική παιδεία και η δημιουργική ανεξαρτησία της μαρτυρούν πιθανότατα ένα αστικό, εύπορο οικογενειακό περιβάλλον (όπως π.χ. αυτό της Πηνελόπης Δέλτα ή της Μέλπως Αξιώτη) που την ώθησε προς αυτή την κατεύθυνση, σύμφωνα με την κ. Κακλαμανίδου. «Αλλιώς, στα 30 σου, δεν γράφεις μυθιστόρημα για τις σεξουαλικές ανησυχίες μιας γυναίκας», συμπληρώνει η ίδια. Αυτές και πολλές άλλες λεπτομέρειες, μαζί με τα σχετικά τεκμήρια, πρόκειται να δημοσιευθούν στην πρώτη βιογραφία της Μαρίας Πλυτά, η οποία ετοιμάζεται στο πλαίσιο του πρότζεκτ του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας «Ο άγνωστος κινηματογράφος της Μαρίας Πλυτά» (2025-2028).
Το τμήμα Cannes Classics του Φεστιβάλ Καννών βρίσκεται σε συνεννόηση με την καθηγήτρια του ΑΠΘ Μπέτυ Κακλαμανίδου για την ψηφιακή αποκατάσταση και την προβολή της ταινίας «Εύα» (1953).
Νωρίτερα πάντως, συγκεκριμένα μέσα στο φθινόπωρο, πρόκειται να κυκλοφορήσει ο συλλογικός τόμος «Μαρία Πλυτά, η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτρια: 17 ταινίες, 17 αναγνώσεις» από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. «Σε αυτό το βιβλίο θέλουμε να αναδείξουμε πώς το σινεμά της ασχολείται με θέματα φύλου και κοινωνικής τάξης. Για παράδειγμα, η αναπαράσταση της σεξεργάτριας της Πλυτά διαφέρει από εκείνη του Βασίλη Γεωργιάδη στα “Κόκκινα φανάρια”. Ακόμη και ως σκηνοθέτις-υπάλληλος σε στούντιο καταφέρνει, μέσα από τις ταινίες, να περνάει το προσωπικό της μήνυμα, όπως έκαναν και οι ταλαντούχοι άνδρες σκηνοθέτες (π.χ. Τζον Φορντ, Χάουαρντ Χοκς) την εποχή του κλασικού Χόλιγουντ», σημειώνει η κ. Κακλαμανίδου.


Για την ίδια, σημασία έχει τόσο το γυναικείο βλέμμα πίσω από την κάμερα όσο και οι θεματικές: «Στο ντεμπούτο της, στα “Αρραβωνιάσματα” (1950), για εμένα ξεκινά τον νεορεαλισμό στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την υπάρχουσα βιβλιογραφία που εντοπίζει την αρχή στο “Πικρό ψωμί” του Γρηγορίου, ένα χρόνο αργότερα. Δεν είναι μόνο τα εξωτερικά γυρίσματα, η λαϊκή θεματική κτλ. Ενας από τους χαρακτήρες είναι μια ψυχοκόρη που βιαζόταν συστηματικά. Αναδεικνύεται δηλαδή το θέμα της ψυχοκόρης και της έμφυλης βίας πολύ πριν, π.χ., το “Προξενιό της Αννας” του Βούλγαρη».
Από την άλλη, μαθαίνοντας ότι η Πλυτά κατέθεσε αίτηση διαζυγίου το 1950, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν σπανιότατο φαινόμενο στη χώρα μας, καταλαβαίνει κανείς ότι επρόκειτο για γυναίκα δυναμική και ανεξάρτητη, στοιχεία που αντανακλούν στην ομώνυμη ηρωίδα της «Εύας» (1953). Σύμφωνα με την κ. Κακλαμανίδου, «η “Εύα” είναι το χαμένο αριστούργημα του ευρωπαϊκού σινεμά. Αισθητικά, κινηματογραφικά, θεματικά, με χαλαρή αφήγηση και πολλές σιωπές, προβλέπει τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Τα σκηνικά είναι του Γιάννη Τσαρούχη, ενώ κάνει το πρώτο του μουσικό σκορ ο Μίκης Θεοδωράκης. Εδώ ο γάμος παρουσιάζεται ως “καταραμένος” θεσμός, που ουσιαστικά φυλακίζει δυο ανθρώπους, ενώ η πρωταγωνίστρια είναι μια κυκλοθυμική γυναίκα, η οποία κάνει ό,τι θέλει όποτε το θέλει. Στη γαλλική βιβλιογραφία θεωρείται ότι η Ανιές Βαρντά με το “La Pointe Courte” είναι η “γιαγιά” της νουβέλ βαγκ. Λοιπόν η “Εύα” τα προοικονομεί όλα αυτά δύο χρόνια νωρίτερα». Οχι τυχαία, το σημαντικό τμήμα Cannes Classics του Φεστιβάλ Καννών βρίσκεται σε συνεννόηση με την κ. Κακλαμανίδου για την ψηφιακή αποκατάσταση της ταινίας της Πλυτά και την προβολή της εκεί.
Αργότερα στην καριέρα της η Πλυτά ειδικεύτηκε στο μελό, κάνοντας εμπορικές ταινίες όπως ο «Ο λουστράκος» με τον Βασίλη Καΐλα, «Ο ανήφορος» με την Ξένια Καλογεροπούλου και «Ο νικητής» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Κι εκεί ωστόσο το ξεχωριστό βλέμμα της είναι αξιοπρόσεκτο, μια γυναικεία ματιά σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.

