Εφυγε το περασμένο Σαββατοκύριακο από τη ζωή, σε ηλικία 87 ετών, ο Τέρενς Σταμπ, ο οποίος ανήκε σε εκείνους τους ηθοποιούς που «αδικούνται» κάπως από την εντυπωσιακή εμφάνισή τους. Από τη μία αυτή αποτελεί ευλογία και διαβατήριο, συνήθως στην αρχή της καριέρας τους, από την άλλη μπορεί να υποβαθμίσει την αξία πραγματικά σπουδαίων ερμηνειών, όπως αυτές που χάρισε κατά καιρούς ο Σταμπ. Το 1968 ο Μάνος Χατζιδάκις συνθέτει τη μουσική για το «The Blue» της Paramount, «ένα φιλόδοξο ποιητικό γουέστερν με σκηνοθέτη έναν Καναδό, τον (σ.σ. Σίλβιο) Ναριζιάνο, με πρωταγωνιστές έναν Αγγλο, τον Τέρενς Σταμπ, κι έναν Μεξικανό, τον Ρικάρντο Μονταλμπάν, και συνθέτη έναν Ελληνα, εμένα», σημειώνει ο ίδιος ο Χατζιδάκης σχετικά. Παρακάτω συνεχίζει, λέγοντας «…μέσα σ’ αυτό το μεθυστικό πανηγύρι προσπάθησα να ξεπεράσω σε ομορφιά τον Τέρενς Σταμπ κι έγραψα αυτή τη μουσική του “Blue”».
Πράγματι, η δεκαετία του 1960 είναι για τον Σταμπ μια «πασαρέλα». Το 1962, οι New York Times γράφουν για την απόδοση του Βρετανού ηθοποιού στο «Billy Budd» του Πίτερ Ουστίνοφ: «Ο Τέρενς Σταμπ, ένας νέος Αγγλος ηθοποιός, με νευρώδες αγορίστικο παρουσιαστικό και πρόσωπο αγγέλου του Μποτιτσέλι, είναι υπέροχος ως Μπίλι Μπαντ, ένας αθώος, εύπιστος ναύτης που δεν μπορεί να αντιληφθεί την κακία». Η συγκεκριμένη ερμηνεία μάλιστα θα του χαρίσει και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Β΄ ανδρικού ρόλου, ενώ τρία χρόνια αργότερα θα βραβευθεί στις Κάννες για τον «Συλλέκτη» του Γουίλιαμ Γουάιλερ. Παρόλο που την ίδια εποχή βγαίνει με σταρ όπως η Τζούλι Κρίστι, η Μπριζίτ Μπαρντό και το σούπερ μόντελ Τζιν Σρίμπτον, ο γαλανομάτης Σταμπ υποδύεται ήδη σταθερά τον «κακό» στη μεγάλη οθόνη.
Στο «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» του Τζον Σλέζινγκερ είναι ένας μισητός αξιωματικός του ιππικού, κερδίζοντας πάντως τις εντυπώσεις με την ερμηνεία του. Το ίδιο κάνει και στο θρυλικό «Θεώρημα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, το οποίο έρχεται να ταράξει τα νερά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με την ιστορία ενός μυστηριώδους επισκέπτη που σαγηνεύει διαδοχικά τα μέλη μιας πλούσιας ιταλικής οικογένειας. Στον ευρωπαϊκό χώρο η φήμη του είναι πλέον αρκετή για να του χαρίσει ρόλους σε ταινίες σπουδαίων δημιουργών σαν τον Φεντερίκο Φελίνι («Spirits of the Dead») και τον Κεν Λόουτς («Poor Cow»).
Παρ’ όλα αυτά, ο Σταμπ δεν θα κεφαλαιοποιήσει αυτή την επιτυχία για να κυνηγήσει βραβεία ή να εδραιωθεί στο Χόλιγουντ· αντιθέτως, θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης δεκαετίας στην… Ινδία, γοητευμένος, όπως και αρκετοί άλλοι δυτικοί αστέρες της εποχής του, από τις διδαχές του ινδουιστή δασκάλου Τζίντου Κρισναμούρτι. Τελικά θα επιστρέψει για τα καλά προς τα τέλη των ’70s για να υποδυθεί τον στρατηγό Ζοργκ, αρχικά ως απλό πέρασμα στο «Σούπερμαν» του 1977 και κατόπιν ως βασικός «κακός» στο σίκουελ του 1980. Η στιβαρή και ταυτόχρονα καλτ παρουσία του (στα κατάμαυρα) αποδεικνύει ότι μπορεί να σταθεί σε κάθε είδους ρόλους –για του λόγου το αληθές συνεχίζει ερμηνεύοντας χαρακτήρες σαν τον καγκελάριο Βαλόρουμ στο «Star Wars: αόρατη απειλή» αλλά και μια τρανς γυναίκα στο αυστραλιανό φιλμ «The Adventures of Priscilla, Queen of the Desert».
Ο κορυφαίος ίσως ρόλος του θα έρθει στο «Limey» του 1999, όπου υποδύεται έναν πρώην κατάδικο που θα ταξιδέψει στην Αμερική, αναζητώντας την αλήθεια πίσω από τον θάνατο της κόρης του. Σε μια χρονιά που η εν γένει εξωφρενικά πλούσια κινηματογραφική παραγωγή «αδικεί» ταινίες όπως αυτή του Στίβεν Σόντερμπεργκ, ο Σταμπ παραδίδει μια μετρημένη, ανατριχιαστική ερμηνεία, έχοντας αντίπαλον δέος έναν άλλο διάσημο γόη των ’60s, τον Πίτερ Φόντα.

