«Ανεξαρτησία». Αυτή είναι η λέξη που περιγράφει πιο μεστά και ουσιαστικά, σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Μπρόντι του New Yorker, τον Κλιντ Ιστγουντ. Από την ταραχώδη παιδική ηλικία, την πολυδιάστατη ενήλικη προσωπική ζωή και το πολύτιμο αποτύπωμά του στο σινεμά, ο Ιστγουντ μοιάζει στη διάρκεια των 95 χρόνων ζωής του, να αποζητά αυτή την ανεξαρτησία. Ενίοτε όντας σκληρός και αυταρχικός, άλλες φορές απόμακρος, αλλά και με μια διακριτή ευαισθησία και αφοσίωση στον άνθρωπο.
Αυτές τις αποχρώσεις στη ζωή αλλά και στο πλούσιο κινηματογραφικό έργο του Κλιντ Ιστγουντ στο σινεμά διερευνά στο νέο βιογραφικό έργο «Clint: The Man and the Movies» ο Σον Λέβι. Οπως επισημαίνει η ανάλυση του New Yorker για το βιβλίο, ο Λεβί σκιαγραφεί τον Ιστγουντ ως έναν «άνθρωπο των καιρών και της εποχής του», αλλά ταυτόχρονα και ως μια προσωπικότητα που πάντοτε κατόρθωνε να αυτονομείται από τάσεις, ρεύματα και συμβάσεις· απότοκο μιας κοινωνίας και ενός συστήματος από το οποίο, όμως, έπαιρνε αποστάσεις, ενίοτε ως ένας απαθής μοναχικός αντιήρωας.
Γεννημένος το 1930, στο Σαν Φρανσίσκο, ο νεαρός Κλιντ βρέθηκε να ταξιδεύει και να αλλάζει τόπους κατοικίας από πολύ μικρός. Υπήρξε, άλλωστε, παιδί του «κραχ» του 1929 το οποίο οδήγησε τον πατέρα του σε αναζήτηση εργασίας σε διάφορα μέρη των ΗΠΑ. «Πρέπει να πήγα σε δέκα διαφορετικά σχολεία, μέσα σε δέκα χρόνια», ανακαλεί ο ίδιος ο Ιστγουντ. Υπό αυτές τις συνθήκες -και με αρωγό το ταλέντο του στο πιάνο, με αγάπη στην τζαζ- ανέπτυξε από νωρίς μια «γοητευτική μοναχικότητα».
Ο νεαρός Ιστγουντ, ψηλός και γυμνασμένος, μεγαλώνει βλέποντας ταινίες και κάνοντας χειρωνακτικές εργασίες. Οταν θα καταταγεί στον στρατό για τον πόλεμο της Κορέας -παρέμεινε εν τέλει στις ΗΠΑ- δέχτηκε την πρώτη παραίνεση να δοκιμαστεί στην υποκριτική. «Ακόμα και όταν μπαίνεις σε ένα εστιατόριο, ξεχωρίζεις, όλοι γυρίζουν να σε κοιτάξουν», του είχε πει ένας φίλος του τότε και πράγματι, το μοναδικό και τόσο χαρακτηριστικό παρουσιαστικό του ήταν αυτό που του εξασφάλισε το πρώτο συμβόλαιο με την Universal το 1954. Συμβόλαιο για μικρούς ρόλους και για μαθήματα υποκριτικής τα οποία δυσκόλευαν τον νεαρό Κλιντ. Μια συμβουλή του δασκάλου του Τζακ Κόσλιν έμελλε να τον «ξεκλειδώσει»: «Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι, αρκεί να στέκεσαι».
Στην αρχή της πορείας του, πάντως, δεν ήταν αρκετό για τον Ιστγουντ «απλώς να στέκεται». Το συμβόλαιο του με την Universal δεν ανανεώθηκε, ακολούθησαν αποτυχημένες οντισιόν, αλλά και ρόλοι σε B-Movies που δεν ενθουσίαζαν τον Ιστγουντ ο οποίος στο μεταξύ είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Μάγκι η οποία μέχρι εκείνο το σημείο, συντηρούσε την οικογένεια.

Η συμμετοχή στην τηλεοπτική σειρά «Rawhide» από το 1959 έως το 1965 θα αλλάξει τα δεδομένα. Η φιγούρα του Ιστγουντ εκείνη την περίοδο θα κεντρίσει την προσοχή ενός άσημου τότε Ιταλού σκηνοθέτη. Το όνομα του, Σέρτζιο Λεόνε. Ο μύθος της εμβληματικής τριλογίας των σπαγκέτι γουέστερν («A Fistful of Dollars», «For a Few Dollars More», και «The Good, the Bad and the Ugly»), γυρισμένων στην Ισπανία, καθιστά τον Ιστγουντ διασημότητα στην Ιταλία. Οταν το 1967, οι ταινίες κυκλοφορούν στις ΗΠΑ, ξεκινά και η «αμερικάνικη άνοδος».
O Ιστγουντ, όμως, υπόσχεται να μην παίξει ξανά σε σπαγκέτι γουέστερν. Θέλει να κεφαλαιοποιήσει τη δόξα που εξασφάλισε μέσα από τις ταινίες του Λεόνε και να στραφεί στη σκηνοθεσία. «Είναι το λογικό επόμενο βήμα για έναν ηθοποιό. Εκτός αν κάποιος είναι ικανοποιημένος με το να κάθεται στο τροχόσπιτό του μετά τα γυρίσματα και να μην κάνει τίποτα», φαίνεται να είπε ο Ιστγουντ στον Λεβί.
Τότε θα ξεκινήσει η περιπέτεια της Malpsaso. Ο Ιστγουντ θα διευθύνει την εταιρεία, λαμβάνοντας χρηματοδότηση από την Universal, με σκοπό να γυρίζει ταινίες με τον ίδιο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή. Το 1970 σκηνοθετεί το «Play Misty For Me», με σχετικά μικρό μπάτζετ, μακριά από τα φώτα του Χόλιγουντ. Οπως αναφέρει το άρθρο του New Yorker, σε αυτό το χρονικό σημείο της ζωής του Ιστγουντ αρχίζει η πραγματική αφήγηση του Λέβι. Είναι η περίοδος όπου πολλοί άλλοι σταρ του Χόλιγουντ επιχειρούν να περάσουν από την άλλη πλευρά της κάμερας. Κι αν μερικοί νόμιζαν ότι εγγύηση της επιτυχίας είναι η αναγνωρισιμότητα, ο Ιστγουντ γνώριζε ότι το πιο καθοριστικό είναι η μέθοδος.
Συχνά, βέβαια, το συμβολικό -για κάποιους και πολιτικό-ιδεολογικό- βάρος που έφεραν ενίοτε οι ήρωες του Ιστγουντ, ενδεχομένως υποβάθμιζε την επιμονή του στη μέθοδο, το κινηματογραφικό του πνεύμα, τον τόνο της σκηνοθεσίας. Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του «Βρώμικου Χάρι», ενός ήρωα της «σιωπηλής πλειοψηφίας», όπως τον χαρακτηρίζει το δημοσίευμα του New Yorker· ένας βίαιος, αυτόκλητος τιμωρός, πρότυπο για το πιο συντηρητικό κοινό.
Ο Λεβί, στις σελίδες του βιβλίου του, προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα ακριβή χαρακτηριστικά της πολιτικής ταυτότητας του Ιστγουντ. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν «κεντροδεξιό βετεράνο, υπέρμαχο των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων (όχι όμως της αμερικανικής παρουσίας στο Βιετνάμ) και θιασώτη της περιορισμένης κρατικής παρέμβασης» πολίτη. Εντοπίζει, όμως, και μια ακόμη παράμετρο. «Στη διάρκεια όλης του της καριέρας, μετέτρεψε την πίστη του στην προσωπική ευθύνη και ελευθερία -στο ιδανικό της ανεξαρτησίας- σε τέχνη», συμπληρώνει ο Λεβί.
Ο «Βρώμικος Χάρι» εξασφαλίζει χρήματα και εμπορική επιτυχία στον Ιστγουντ, όμως εκείνος δεν επαναπαύεται. Αναγνωρίζει την ελευθερία που του υπόσχεται η Warner Bros. και μετακομίζει εκεί, όπου θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες γρήγορα, ασταμάτητα. Η Μέριλ Στριπ -η οποία συνεργάστηκε με τον Ιστγουντ στο «The Bridges of Madison County» το 1995, θα επαινούσε την απλότητα και τον σεβασμό με τον οποίο εκείνος δούλευε. «Εδινε έμφαση στις λιτές και απαραίτητες κινήσεις που θα έκαναν τη διαφορά», ήταν τα λόγια της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιστγουντ απέφευγε τις εντάσεις και τις φωνές. Δεν ήταν υπέρ του αυτοσχεδιασμού, αλλά αγκάλιαζε την αυθορμησία και την αμεσότητα στις ερμηνείες των ηθοποιών του, χωρίς πάντα οι μαρτυρίες για τις πρακτικές του, ειδικά απέναντι σε σκηνοθέτες, να είναι κολακευτικές.

Η αμεσότητα, όπως αφηγείται ο Λεβί στο βιβλίο του, ήταν βασικό συστατικό στην προσέγγιση του Ιστγουντ. Δεν του άρεσε να επεξεργάζεται και να τροποποιεί σενάρια που έρχονταν στα χέρια του. «Αν κάτι σε συγκινεί το κάνεις», ήταν το μότο του, «δεν χρειάζεται να το “σκοτώσεις” με βελτιώσεις“». Ακολουθώντας αυτή τη μεθοδολογία γύρισε από το 1971 μέχρι το 2024, 40 ταινίες. Τελευταία του το δικαστικό δράμα «Juror #2» που αδικαιολόγητα δεν πήρε τη διανομή που του άξιζε στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Στις σελίδες του «Clint: The Man and the Movies» μαθαίνει κανείς άγνωστες λεπτομέρειες και παρασκήνιο σχετικά με άλλα πεδία της ζωής του: το γκολφ, τη μουσική, την αμφιλεγόμενη εμπλοκή του με την πολιτική. Συναντά, όμως, και πιο σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητάς του Κλιντ Ιστγουντ. Την ταραχώδη σχέση με τη σύζυγό του, Μάγκι ή τη σκληρότητα που επεδείκνυε όταν έληγαν άλλες ερωτικές του περιπέτειες, με πιο χαρακτηριστική εκείνη της Σόντρα Λοκ.
Πάνω από όλα, όμως, το βιβλίο του Λεβί είναι ένα βιβλίο για το σινεμά. Μια βιογραφία στην οποία απολογίζονται πιο αδύναμες κινηματογραφικές στιγμές, αλλά και οι πιο σημαντικές: το «Bird», το «White Hunter, Black Heart» και το «A Perfect World». Στις πιο εμβληματικές, αλλά και σε εκείνες που δεν αγκαλιάστηκαν από κοινό και κριτικούς, η βία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Σαν κάτι αναπόφευκτο μέσα στη ζωή, αλλά ταυτόχρονα και σαν ένα μεγάλο βάρος, μια ευθύνη δυσβάσταχτη και ακανθώδη ηθικά για τον εκάστοτε ήρωα.
Συμπερασματικά, η επισκόπηση του New Yorker πάνω στο βιβλίο του Λεβί καταλήγει στη διαπίστωση ότι το σινεμά του Κλιντ Ιστγουντ συνομιλεί μονίμως με την Ιστορία· με ένα «ένδοξο παρελθόν» το οποίο ο δημιουργός διαρκώς επαναπροσεγγίζει νοσταλγικά, αλλά και κριτικά, προσωπικά, υπαρξιακά. Ισως έτσι -συγκρατημένα, απόμακρα, αποστασιοποιημένα- να διαμορφώθηκε μια από τις πιο πλούσιες και ενδιαφέρουσες φιλμογραφίες του σύγχρονου σινεμά.

