Τέλη του περασμένου Νοέμβρη. Στην άκρη της πλατείας Κοτζιά είναι παρκαρισμένα μερικά τρέιλερ. Ανθρωποι με εξοπλισμό γυρίσματος πηγαινοέρχονται μεθοδικά, κάποιοι κοιτάζουν μόνιτορ και άλλοι συσκέπτονται στα γρήγορα γύρω από ένα τραπέζι. Κατά τα άλλα η πρωινή ζωή της πόλης συνεχίζεται κανονικά, με τους περαστικούς να κοντοστέκονται σε κάποιες περιπτώσεις για να ρίξουν μια ματιά. Στην άλλη γωνία της πλατείας, τη νοτιοδυτική, ένας μελαμψός άνδρας βγαίνει περπατώντας αργά από το υπόγειο πάρκινγκ. Τα ρούχα του στάζουν, σαν να βούτηξε μόλις σε λίμνη ή πισίνα. Η κάμερα απέναντι ακολουθεί την κίνησή του, τον καδράρει. Παραδίπλα, ένας μικρόσωμος γενειοφόρος άνδρας κοιτά το μόνιτορ και νεύει θετικά. «Το έχουμε».
Χθες, μαζί με το υπόλοιπο φετινό πρόγραμμά του, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας ανακοίνωσε ότι συμπεριλαμβάνει σε περίοπτη θέση το «How to Shoot a Ghost», την καινούργια μικρού μήκους ταινία του σπουδαίου Τσάρλι Κάουφμαν («Anomalisa», «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού»), η οποία γυρίστηκε πριν από αρκετούς μήνες στην Αθήνα.
Σύμφωνα με το σενάριο, το οποίο υπογράφει η Ελληνοκαναδή συγγραφέας και ποιήτρια Εύα H.D., δύο πρόσφατα πεθαμένοι νέοι άνθρωποι, η Ανθή (Τζέσι Μπάκλεϊ) και ο Ρατέμπ (Τζόσεφ Ακίκι), συναντιούνται στους δρόμους της σύγχρονης Αθήνας ως φαντάσματα. Γύρω τους βλέπουν ζωντανούς περαστικούς, αλλά και ανθρώπους διαφορετικών εποχών, από τον 20ό αιώνα μέχρι την… αρχαία Ελλάδα, καθώς οι ίδιοι αναλογίζονται τις επιθυμίες και τα λάθη της ζωής τους που τελείωσε.
Η Αθήνα είναι ένα σταυροδρόμι τόσων και τόσων συμπτώσεων, ασυνήθιστων ανθρώπων, απρόσκλητων ομιλιών, θερμόαιμων ξεσπασμάτων, εγκάρδιων καλωσορισμάτων και αντιφάσεων σε κάθε γωνιά που θα βρεθείς. Εύα H.D. Συγγραφέας και ποιήτρια
«Αρχισα να γράφω το σενάριο αυτό στη διάρκεια μιας διαμονής στην queer κολεκτίβα ΛΑΛΑ (χώρος του απίστευτα δημιουργικού διδύμου ΦΥΤΑ), περιδιαβάζοντας τις φθινοπωρινές ημέρες στην πόλη, κρυφακούγοντας. Η Αθήνα είναι ένα σταυροδρόμι τόσων και τόσων συμπτώσεων, ασυνήθιστων ανθρώπων, απρόσκλητων ομιλιών, θερμόαιμων ξεσπασμάτων, εγκάρδιων καλωσορισμάτων και αντιφάσεων σε κάθε γωνιά που θα βρεθείς. Τα γυρίσματα αυτής της ταινίας συνέπεσαν με την ολοκλήρωση της μετάφρασης του βιβλίου της ποιήτριας Εύας Στεφανή· κι ακόμα έχω προσφάτως μεταφράσει πολύ Καβάφη, Ρίτσο και Σεφέρη, και θαρρώ ότι αυτοί, όπως επίσης ο Ανέστης Δελιάς, η Ρένα Βλαχοπούλου και η Κατερίνα Γώγου, έχουν στο φιλμ τη φαντασματική τους παρουσία», σημειώνει η σεναριογράφος.
Εχοντας την ευκαιρία να δούμε από κοντά τη δουλειά του Κάουφμαν, θαυμάζουμε την απλότητα και τον διακριτικό τρόπο με τον οποίο αυτή ενσωματώνεται μέσα στην κίνηση της πόλης. Οπως μας πληροφορεί στο διάλειμμα του γυρίσματος ο Ελληνας συμπαραγωγός Σίμος Μαγγανής (Green Olive Films), η ίδια τακτική ακολουθήθηκε σχεδόν σε όλα τα γυρίσματα, τα οποία απλώθηκαν από τα Εξάρχεια μέχρι την Πλάκα και από το Α΄ Νεκροταφείο έως την πλατεία Αμερικής, ενώ κάποια έγιναν και παραθαλάσσια, στη Δραπετσώνα, μπροστά από το παλιό εργοστάσιο λιπασμάτων. Το βασικότερο όμως είναι το καλλιτεχνικό όραμα του φιλμ, το οποίο ο Τσάρλι Κάουφμαν εξηγεί αναλυτικότερα: «Χρησιμοποιώντας την ιδέα δύο πρόσφατα νεκρών ανθρώπων που περιπλανιούνται στην Αθήνα σαν φαντάσματα, η ταινία εξερευνά τη θνητότητα τόσο ως γεγονός όσο και ως μεταφορά. Η θνητότητα ως αλληλεπίδραση με την ανάγκη για να ανήκουμε κάπου και ως προς την ανθρώπινη επιθυμία να αφήσουμε πίσω μας κάτι, κάποιο αποτύπωμα· και την ταυτόχρονη επιθυμία για αυτοεξαΰλωση, για εξάλειψη. […] Η Αθήνα, μια πόλη όπου τα οστά της Ιστορίας είναι πάντα ορατά –είτε με τις ζωντανές ουλές από τη δικτατορία της δεκαετίας του 1970 είτε με τα μνημεία που στέκονταν εκεί την εποχή του λοιμού, ο οποίος σκότωσε τόσο πολλούς πριν από δύο χιλιάδες χρόνια– είναι το ιδανικό μέρος για να εξερευνηθεί το μπλέξιμο του παρελθόντος και του παρόντος, το πώς οι πολιτικές και οι πόθοι των νεκρών συνεχίζουν να ζουν μέσα μας».
Εχοντας ολοκληρώσει πια τα γυρίσματα λίγες εβδομάδες αργότερα, οι δύο Αμερικανίδες παραγωγοί Ιζαμπέλ Ντελούς και Εμιλι Μακάν Λέσερ μάς μίλησαν διαδικτυακά για την εμπειρία τους στην Αθήνα. Αυτό που τονίζουν με θέρμη είναι η άψογη συνεργασία με το αθηναϊκό film office για όλα τα οργανωτικά ζητήματα, καθώς και η σπουδαία δουλειά του ελληνικού συνεργείου που έφερε εις πέρας ένα γύρισμα «σε φυσικές συνθήκες», μέσα στη χαώδη κίνηση της πόλης. Εκείνο που φαίνεται πάντως να εκτίμησε δεόντως ο Τσάρλι Κάουφμαν ήταν η ελληνική φιλοξενία, στις πιο απλές της μάλιστα εκφράσεις: «Την πρώτη μέρα που κάναμε ρεπεράζ στην πόλη, η Εύα H.D. με πήγε σ’ ένα παραδοσιακό μαγέρικο στο Μεταξουργείο, όλο κι όλο μια τρύπα σ’ έναν τοίχο, και για να πω την αλήθεια δεν θα πήγαινα σ’ ένα τέτοιο μέρος στη Νέα Υόρκη – αλλά το φαγητό ήταν υπέροχο! Η σαλάτα ήταν πεντανόστιμη, οι ντομάτες μια γλύκα. Ενώ εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, δυστυχώς σου σερβίρουν ντομάτες για πέταμα κι ούτε νοιάζονται ούτε ντρέπονται μια στάλα. Η αγάπη και η τιμή που αισθάνθηκα εκεί στην Αθήνα –το ότι αισθάνθηκα ότι με νοιάζονται, με φροντίζουν, με καλοδέχονται– ήταν κάτι υπέροχο».

