Αν και προφανώς συντριπτικά λιγότερες από τις ιστορίες αγάπης, οι αφηγήσεις χωρισμού αποτελούν επίσης ενδιαφέρον κινηματογραφικό θέμα. Ειδικά όταν αυτές απογυμνώνονται από τα επιμέρους στοιχεία, κρατώντας ουσιαστικά μόνο τους δύο ανθρώπους που αποφασίζουν να πορευθούν χώρια, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο ατμοσφαιρικό «Blue Valentine» του Ντέρεκ Σιανφράνς. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα και στο «Τόσο κοντά, τόσο μακριά», την καινούργια ταινία της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν, η οποία κυκλοφορεί την προσεχή Πέμπτη στις αίθουσες. Εκεί, ένα ζευγάρι (Αγγελική Παπούλια – Ανδρέας Κωνσταντίνου) συναντιέται έπειτα από έναν χρόνο χωρισμού, προκειμένου να οριστικοποιήσουν το διαζύγιο και να συζητήσουν το μέλλον των παιδιών τους.
«Εξαρχής θέλαμε να δουλέψουμε μαζί με την Αλίκη και τον Ανδρέα στη δημιουργία της ταινίας και σε επίπεδο σεναρίου-πλοκής. Υπήρχε φυσικά η αρχική ιδέα και η δομή από την Αλίκη, αλλά πάνω σε αυτή κάναμε πάρα πολλές αλλαγές, στις πρόβες, προσπαθώντας να εξερευνήσουμε τη σχέση των δύο χαρακτήρων. Μου άρεσε όλο αυτό το δημιουργικό κομμάτι», μας λέει η Αγγελική Παπούλια σχετικά με την ταινία, η οποία όντως αποπνέει μιαν αίσθηση αυτοσχεδιασμού και αυθόρμητης κουβέντας ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές.
«Στο χαρτί του σεναρίου υπήρχαν οι σκηνές, ως βασική περιγραφή. Υπήρχε επίσης η κεντρική ιδέα ότι μέχρι ένα σημείο ο χαρακτήρας του Ανδρέα είναι πιο θετικός στο να τα βρούνε, ενώ μετά ο δικός μου. Από εκεί και έπειτα μπήκε πολύς αυτοσχεδιασμός, δουλεύοντας ξανά και ξανά τις σκηνές. Για μία ειδικά, αυτή του καβγά στην προβλήτα, βρήκαμε την τοποθεσία και την ώρα του γυρίσματος επιτόπου», συμπληρώνει η Παπούλια.
Η ίδια σημειώνει μάλιστα ότι ακόμη και η τελική έκβαση της πλοκής δεν ήταν εξαρχής προαποφασισμένη: «Μέσα από αυτή τη διαδικασία της συνάντησης, προσπαθούν να δουν πώς θα χωρίσουν ή πώς θα είναι μαζί. Νομίζω ότι σε επίπεδο σχέσεων, σήμερα είναι πολύ εύκολο δύο άνθρωποι να βρεθούν μαζί και ακόμη πιο εύκολο να χωρίσουν. Από την άλλη, υπάρχει και κόσμος που προσπαθεί σκληρά να διατηρήσει μια σχέση. Κι εμείς στις πρόβες προσπαθούσαμε πραγματικά να βρούμε έναν τρόπο αυτοί οι άνθρωποι να είναι μαζί, να γεφυρωθούν οι διαφορές, να μην πάμε σε έναν εύκολο χωρισμό».
Ο ξεκάθαρος τρίτος «πρωταγωνιστής» στην ιστορία της Δανέζη είναι το μέρος όπου τοποθετείται. Το ζευγάρι συναντιέται σε ένα νησί, το οποίο μοιάζει όμως εγκαταλελειμμένο, ένα τουριστικό θέρετρο εκτός σεζόν με κλειστά μαγαζιά και έρημα σπίτια. «Το γυρίσαμε στο Αγκίστρι. Πρόκειται για ένα μέρος όπου το ζευγάρι πήγαινε ξανά και ξανά, όμως τώρα βρισκόμαστε εκτός εποχής και τα πάντα είναι κλειστά. Ολο αυτό λειτουργεί ακριβώς γιατί και η σχέση τους είναι “εκτός λειτουργίας”. Σαν να βλέπουν ένα κομμάτι της δικής τους κοινής ζωής που έχει φθαρεί πια και δεν υπάρχει».
Καθώς η άρνηση δίνει τη θέση της στον θυμό και έπειτα στη διαπραγμάτευση, μοιάζει σαν οι δυο τους να διασχίζουν τα στάδια του πένθους, θρηνώντας ουσιαστικά αυτό που έχασαν. «Δεν ήταν ακριβώς πρόθεση να φανεί κάτι τέτοιο, αλλά μάλλον προέκυψε αυθόρμητα, διότι απλώς έτσι συμβαίνει. Ολοι έχουμε χωρίσει και έχουμε περάσει από αυτά τα στάδια κάποια στιγμή στη ζωή μας», σημειώνει σχετικά η Παπούλια.
Οταν της επισημαίνω ότι στο σύγχρονο σινεμά βλέπουμε πλέον όλο και περισσότερες τέτοιες –αλλά και κάθε είδους– αφηγήσεις με τη ματιά γυναικών δημιουργών, εκείνη επιδοκιμάζει: «Γενικότερα βρίσκω πάρα πολύ σημαντικό και χρήσιμο ότι προβάλλεται πλέον η γυναικεία ματιά στο σινεμά. Χαίρομαι να βλέπω ταινίες από καλλιτέχνιδες που θαυμάζω, όπως η Αλίτσε Ρορβάχερ, η Κάρλα Σιμόν, η Σελίν Σιαμά κ.ά. Για χρόνια ένιωθα κάπως εξωστρακισμένη από μια αφήγηση που να μας αφορά. Που να έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και ποια είναι η θέση μου μέσα σε αυτόν. Αυτό που συμβαίνει τώρα με κάνει να εμπλέκομαι περισσότερο, όχι ως ηθοποιός, αλλά ως θεατής πια. Είναι επίσης ελπιδοφόρο ότι υπάρχει πολύ μεγαλύτερη αποδοχή και επιβράβευση. Παλιότερα είχαμε γυναίκες στη σκηνοθεσία, αλλά έπρεπε να μετακινήσουν βουνά για να προβληθεί το έργο τους στα φεστιβάλ κ.τ.λ.».

