H μυθολογία του Χόλιγουντ, όπως προσεκτικά έχει χτιστεί για περισσότερα από εκατό χρόνια, βασίζεται, ασφαλώς, στους σταρ. Επειδή, όμως, οι σταρ είναι άνθρωποι και ανά πάσα στιγμή μπορεί να κάνουν όλες τις λάθος επιλογές και να χάσουν τη λάμψη τους, το σύστημα καθιέρωσε και άλλες κατηγορίες «πρωταγωνιστών»: τους αντισυμβατικούς, τους εκλεκτικούς, τους καρατερίστες, τους αντι-σταρ και, ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και έπειτα, τα «κακά παιδιά»: εκείνους τους σκοτεινά γοητευτικούς τύπους που έπιναν, έβριζαν, ενίοτε έδερναν και, κατά κανόνα, βούλιαζαν και στον τοξικό κόσμο των ναρκωτικών ουσιών. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, σε αυτή την κατηγορία «διέπρεπαν» άνδρες, πρωτίστως, με περιορισμένη διάρκεια καριέρας σε ακριβές παραγωγές και μεγάλα στούντιο: Τσάρλι Σιν, Μίκι Ρουρκ, Τομ Σίζμορ και ο τελευταίος αυτής της γενιάς, Μάικλ Μάντσεν, ο θάνατος του οποίου σηματοδοτεί, χωρίς υπερβολή, και το τέλος της εποχής που είχε χώρο και για τέτοιες «παραφωνίες» – φαντάζεστε στην εποχή της πολιτικής ορθότητας το Χόλιγουντ να επενδύει στον επόμενο σταρ αν δεν είναι όλα, πάνω του, τριπλοελεγμένα και αποδεκτά;
Ο Μάικλ Μάντσεν δεν τα είχε ποτέ όλα δικά του – θα ήταν μία βολική υπερβολή, αν ισχυριζόταν κανείς κάτι τέτοιο. Για ένα διάστημα, όμως, έμοιαζε ότι θα μπορούσα να είχε όλα όσα ήθελε ο ίδιος: έχοντας μετακομίσει από το Σικάγο στο Λος Αντζελες για να δοκιμάσει την τύχη του στον κινηματογράφο, πριν γίνει τριάντα ετών, είχε ήδη πάρει μέρος, έστω με μικρούς ρόλους, σε επιτυχίες όπως το «Natural» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, το «War Games», το «Kill Me Again» με τον Βαλ Κίλμερ, σε τηλεοπτικές σειρές όπως το «Miami Vice» και συνεργάστηκε με καταξιωμένους σκηνοθέτες όπως ο Ολιβερ Στόουν ή ο Ρίντλεϊ Σκοτ (στο πλευρό της Σούζαν Σαράντον στο «Θέλμα & Λουίζ»).
Μέχρι που ο ρόλος του Μίστερ Μπλοντ στο περίφημο «Reservoir Dogs», την πρώτη ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, θα τα άλλαζε όλα και θα τον έκανε ευρέως γνωστό. Ο τρόπος που φορούσε το ασπρόμαυρο κοστούμι, ο τρόπος που κάπνιζε τσιγάρα και, στην πιο χαρακτηριστική σκηνή του φιλμ, ο τρόπος που χόρευε στον ρυθμό του «Stuck In The Middle Of You» των Stealers Wheel, ενώ βασάνιζε ως διαταραγμένος σαδιστής έναν αστυνομικό, τον έκαναν το 1992, σε ηλικία 35 ετών, εν δυνάμει σταρ – ο δεύτερος στην οικογένειά του, έπειτα από την ήδη επιτυχημένη αδελφή του Βιρτζίνια. Ηταν ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος, με βραχνή φωνή και έπειθε στην κάμερα είτε ως «κακός» είτε ως «καλός». Εγραφε ποιήματα (έχουν εκδοθεί και σε βιβλίο), είχε τατουάζ, φορούσε σκουλαρίκια και δαχτυλίδια σε μια εποχή που αυτό ίσως και να συμβόλιζε κάτι και μπορούσε, ξεκάθαρα, να ανταποκριθεί σε διάφορους ρόλους: η απόσταση που χωρίζει τον οικογενειάρχη του «Free Willy» μέχρι το γουέστερν «Wyatt Erp» και το νουάρ «Mullholland Falls» μέχρι το θρίλερ επιστημονικής φαντασίας «Species» ήταν, σαφέστατα, πολύ μεγάλη, αλλά εκείνος έδειχνε ικανός και πρόθυμος να τη διασχίζει με άνεση. Δυστυχώς, ο συνδυασμός εμπορικής επιτυχίας και καλλιτεχνικής επάρκειας διήρκεσε λίγο: μετά το «Donnie Brasco» του 1997, είτε διάλεγε μονίμως κάκιστες ταινίες είτε απέρριπτε εσφαλμένα ρόλους που θα τον ξαναέβαζαν δυναμικά στο παιχνίδι. Ηταν η εποχή που, έχοντας ήδη δύο διαζύγια και τρία παιδιά στο ενεργητικό του, θα αποφάσιζε να παντρευτεί για τρίτη φορά, αποκτώντας άλλους τρεις γιους. Αυτό το γεγονός επικαλούνταν όποτε τον ρωτούσαν για τις αμφιλεγόμενες επιλογές του. Δάνειζε τη φωνή του σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, συνεργαζόταν με τον, κατά πολλούς, χειρότερο σκηνοθέτη όλων των εποχών, Ούβε Μπολ, εμφανιζόταν σε εκατοντάδες, κυριολεκτικά ταινίες που τις περισσότερες φορές δεν προβάλλονταν καν στους κινηματογράφους με τίτλους όπως… «Cobragator» ή «Piranhaconda» και η εξήγησή του ήταν ρεαλιστικά κυνική: «σίγουρα έχω πάρει μέρος σε ταινίες που δεν θα έπρεπε, αλλά έχω έξι παιδιά και κάπως πρέπει να πληρώνω το ενοίκιο – δεν σκοπεύω να πάρω την οικογένειά μου να ζήσουμε σε τροχόσπιτο. Αν λοιπόν δέκα λεπτά συμμετοχής σε μία κακή ταινία, με αντάλλαγμα να εμφανίζεται το όνομα και το πρόσωπό μου στην αφίσα, είναι αυτό που θα μου επιτρέπει να ψωνίζω στο σούπερ μάρκετ και να εξασφαλίζω τα καύσιμα του αυτοκινήτου μου, δεν υφίσταται δίλημμα».
Παράλληλα, εντούτοις, ο εθισμός του στο αλκοόλ και τα διαρκή μπες-βγες σε κλινικές αποτοξίνωσης είχαν αρχίσει να τον καθιστούν δυσλειτουργικό, ενώ ήταν εμφανή και τα σημάδια του αλκοολισμού στην εμφάνισή του, γεγονός που τον έκανε όλο και λιγότερο δημοφιλή επαγγελματικά. Υπήρχαν ασφαλώς κάποιες εξαιρέσεις, κυρίως χάρη στην υποστήριξη του Κουέντιν Ταραντίνο που τον θυμόταν σχεδόν σε όλες τις ταινίες του, ή ο ρόλος του Αμερικανού πράκτορα στην εικοστή ταινία Τζέιμς Μποντ, «Die Another Day», αλλά, πέραν αυτού, η μοναδική αξιόλογη στιγμή της καριέρας του τα τελευταία 15 χρόνια ήταν μάλλον ένα μουσικό βίντεο του… Τζάστιν Μπίμπερ!
Και ενώ ήδη κυκλοφορούσαν φήμες ότι εμφάνιζε τάσεις κατάθλιψης, ότι η σύζυγός του ήταν επίσης αλκοολική και ότι αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα, το 2022 ήρθε ένα γεγονός που ψυχολογικά τον καταρράκωσε πλήρως: ο 26χρονος γιος του Χάντσον, λοχίας στον αμερικανικό στρατό που είχε μόλις επιστρέψει από θητεία στο Αφγανιστάν, αυτοκτόνησε. Αυτό οδήγησε σε πλήρη αποξένωση το ζεύγος, μέχρι που, δύο χρόνια αργότερα, η σύζυγός του Ντιάνα έκανε μήνυση για ενδοοικογενειακή βία. Ο Μάντσεν συνελήφθη και στη συνέχεια έκανε αίτηση διαζυγίου. Ολα αυτά είχαν επιπτώσεις στην υγεία του και στις 3 Ιουλίου βρέθηκε νεκρός από καρδιακή προσβολή στο Μαλιμπού.
«Μεγάλωσα σε μία εποχή που έβλεπα ηθοποιούς όπως ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ – αυτές ήταν οι ταινίες που μου άρεσαν και με τις οποίες ταυτιζόμουν. Ολοι αυτοί έχουν χαθεί όμως πια και δεν υπάρχουν άλλα τέτοια ταλέντα. Στη σημερινή βιομηχανία του θεάματος αυτή η ποιότητα δεν έχει καμία θέση. Γι’ αυτό και οι ταινίες καταλήγουν να είναι για τα σκουπίδια. Κάποιοι βάζουν στο κάδρο ένα όμορφο πρόσωπο ή ένα ωραίο σώμα, προσθέτουν από δίπλα εκρήξεις αυτοκινήτων και νομίζουν ότι αυτό είναι ψυχαγωγία… Φυσικά έπειτα από λίγο κανείς δεν πρόκειται να το θυμάται. Μιλάμε για έργα εντελώς κενά, χωρίς ουσιαστική πλοκή. Βασικά αυτό που συμβαίνει στη φύση, συμβαίνει και στον κινηματογράφο. Χάνονται όλα…».

