Ο κινηματογράφος θα έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1927 για να «μιλήσει». Και κυρίως για να τραγουδήσει. Το «The Jazz Singer» του Αλαν Κρόσλαντ κατέχει του δική του θέση στην κινηματογραφική ιστορία, ως η πρώτη ταινία με συγχρονισμένη στη δράση μουσική αλλά και μερικά κομμάτια διαλόγων. Ηταν μια πρώιμη προσπάθεια που χάραξε μια μεγάλη τομή στην έβδομη τέχνη, αφού σήμανε την έκρηξη των λεγόμενων «talkies», όπως λέγονταν οι ομιλούσες ταινίες στην Αμερική, οι οποίες σταδιακά κατέκλυσαν το σινεμά παντού.
Η Ελλάδα θα περίμενε τρία χρόνια για να βάλει τον ήχο στην κινηματογραφική εξίσωση. Για την ακρίβεια, οι «Απάχηδες των Αθηνών» που κυκλοφόρησαν το 1930 είναι η πρώτη «άδουσα και ηχητική» ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία που υπογράφει ο Δημήτρης Γαζιάδης ήταν η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης οπερέτας των Νίκου Χατζηαποστόλου και Γιάννη Πρινέα, που έκανε πρεμιέρα στις 19 Αυγούστου του 1931 με θερμή αποδοχή (θα ακολουθούσε άλλη μία κινηματογραφική μεταφορά το 1950, με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και την Αννα Καλουτά).

Οι κινηματογραφικοί λοιπόν «Απάχηδες των Αθηνών» ήταν η πρώτη ελληνική ταινία η οποία ενσωμάτωσε τραγούδια της οπερέτας, αλλά και κάποιες νέες συνθέσεις με το σύστημα της εποχής, το «vitaphone». Στην πρώτη αυτή δημοφιλή ηχητική τεχνική, ο ήχος δεν εγγραφόταν ακόμη πάνω στο φιλμ, αλλά ηχογραφήσεις γραμμοφώνου συντονίζονταν με τη δράση της ταινίας. (Να σημειώσουμε πως στα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου, η μουσική που συνόδευε τις προβολές των ταινιών προερχόταν από ζωντανή ορχήστρα στην εκάστοτε αίθουσα).
Το «know how» των αδελφών Γαζιάδη

Η ανάπτυξη του ήχου στο σινεμά, όπως εξηγεί και ο ιστορικός και θεωρητικός του κινηματογράφου, Παναγιώτης Δενδραμής, είχε τα εμπόδιά του, καθώς η τεχνική μετάβαση άργησε να γίνει και δεν υπήρχε ένα συγκεκριμένο σύστημα τα πρώτα χρόνια. Δεν προκαλεί πάντως εντύπωση που η πρώτη αυτή πιο συντονισμένη προσπάθεια στην Ελλάδα έγινε από τον Δημήτρη Γαζιάδη. Μαζί με τους αδελφούς του, Κώστα και Μιχάλη, ανέλαβαν την παραγωγή μερικών από τις πιο επιτυχημένες προπολεμικές μυθοπλαστικές ταινίες, μέσα από την εταιρεία που ίδρυσαν, την DAG Film, «τη Finos Film της προπολεμικής περιόδου», όπως τη χαρακτηρίζει ο Παναγιώτης Δενδραμής.
Είχαν άλλωστε, ένα υπόβαθρο που βοηθούσε. Ο πατέρας τους, Αναστάσιος Γαζιάδης, ήταν διακεκριμένος φωτογράφος της εποχής, που ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, πήγε στη Θεσσαλονίκη και ύστερα στην Αθήνα, όπου έγινε το 1896 και φωτογράφος της βασιλικής οικογένειας. Ο Δημήτρης Γαζιάδης ήταν ένας από τους ελάχιστους που εκείνη την εποχή είχαν ακολουθήσει σπουδές κινηματογράφου.


Πριν από τους «Απάχηδες» –που, παρεμπιπτόντως, δεν είναι παρά ουσιαστικά η απόδοση στα ελληνικά της λέξης… Απάτσι– ο Γαζιάδης είχε κάνει άλλη μία πρωτόλεια προσπάθεια για ήχο, με την «Αστέρω» (1929), μία από τις λεγόμενες «ταινίες φουστανέλες» της εποχής, δηλαδή, βουκολικής χροιάς. Το διάβημα ήταν σίγουρα πιο ολοκληρωμένο στην περίπτωση της μεταφοράς της οπερέτας και λόγω της έκτασης που καταλάμβαναν σε αυτή τα τραγούδια.
Οι «Απάχηδες των Αθηνών» ήταν ουσιαστικά η ταινία που έκλεισε έναν πρώτο προπολεμικό κύκλο του ελληνικού κινηματογράφου, «δείχνοντας» με τον ήχο προς το μέλλον. Οι αδελφοί Γαζιάδη θα έκαναν το 1931 την ταινία «Φίλησέ Με Μαρίτσα» και το 1932 το «Εξω Φτώχεια!». Ηθελαν να κάνουν μια πιο ολοκληρωμένη μετάβαση στον ήχο και να ηχογραφούν παράλληλα με την εικόνα. Είχαν κάνει σχετικό αίτημα για δάνειο, το οποίο όμως δεν εγκρίθηκε, αφού πλέον ήταν και στην Ελλάδα αισθητές οι συνέπειες του Κραχ. Ετσι, η DAG Film έκλεισε εκεί τον κύκλο της, ενώ η κινηματογραφική παραγωγή στην Ελλάδα σταμάτησε μέχρι περίπου το 1938.
Το χαμένο Βρυσάκι και η ηθογραφία του Μεσοπολέμου

Οι «Απάχηδες των Αθηνών» ήταν επίσης μία ταινία που ξέφευγε από την τάση των βουκολικών ταινιών των πρώτων δεκαετιών του ελληνικού κινηματογράφου. Είχαν προηγηθεί και ταινίες σαν την «Κερένια Κούκλα» (1916) που αφηγείται ένα ρομάντζο το οποίο εκτυλίσσεται στις λαϊκές συνοικίες της πρωτεύουσας.
Πάντως και μόνο το γεγονός ότι οι «Απάχηδες» ήταν μεταφορά οπερέτας αποτελεί «ένα δείγμα αστικού πολιτισμού», όπως σχολιάζει και ο Π. Δενδραμής, σε μια εποχή με μια αναπτυσσόμενη αστική τάξη, τα μέλη της οποίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους «ανθρώπους των πόλεων» και δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την ύπαιθρο.
Η ταινία συνεπώς αποτελεί και ένα τεκμήριο ιστορικής και ηθογραφικής αξίας για την περίοδο του Μεσοπολέμου, που πάει και πέρα από τα στενά κινηματογραφικά όρια. Η ίδια η υπόθεσή της άλλωστε σκιαγραφεί το χάσμα ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη. Ο φτωχός ήρωας με το προσωνύμιο «Πρίγκιπας» (Πέτρος Επιτροπάκης) αγαπά μια νεαρή ανθοπώλισσα, την Τιτίκα (Μαίρη Σαγιανού-Κατσέλη). Μαζί με τους δύο περιθωριακούς φίλους του, τον Καρούμπα (τον υποδύεται ο ίδιος ο Γιάννης Πρινέας που υπογράφει την οπερέτα και το κινηματογραφικό σενάριο) και τον Καρκαλέτσο (Πέτρος Κυριακός) σκαρώνουν μια επιχείρηση ώστε να μπουν στο αρχοντικό του Αθανάσιου Παραλή (Γιώργος Χριστοφορίδης), με τον «Πρίγκιπα» να παριστάνει τον αριστοκράτη. Τελικά, ο «Πρίγκιπας» θα κληρονομήσει την περιουσία ενός θείου του αλλά θα κερδίσει και την καρδιά αυτής που αγαπά.


Κινηματογραφικά στούντιο δεν υπήρχαν τότε στην Ελλάδα, επομένως, ο Γαζιάδης επέλεξε φυσικά σημεία της πόλης για τα γυρίσματα. Ετσι στους «Απάχηδες» θα δούμε πώς έδειχναν γωνιές της Αθήνας το μακρινό 1930. Ανάμεσα σε αυτές, οι συνοικίες της Πλάκας και του Θησείου, κεντρικοί δρόμοι όπως η Σταδίου και η Πανεπιστημίου, αλλά και μία «στάση» στα ανάκτορα του Τατοΐου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η κάμερα στάθηκε σε φτωχές συνοικίες προσφύγων. Το πολυτιμότερο τεκμήριο της ταινίας βέβαια παραμένει το Βρυσάκι, η «χαμένη» γειτονιά στους πρόποδες της Ακρόπολης που πρωταγωνιστεί στην ταινία και λίγο μετά κατεδαφίστηκε, για να αναδειχθεί η Αρχαία Αγορά της Αθήνας.
Μπορεί οι «Απάχηδες» να ήταν εν πολλοίς ένα «απονενοημένο διάβημα» όπως θα πει και ο ιστορικός κινηματογράφου, αφού οι συνθήκες δεν επέτρεψαν μια συνέχεια στην κινηματογραφική ανάπτυξη στα αμέσως επόμενα χρόνια, πάντως, μπορεί να ιδωθεί σαν ένας πρόδρομος του ελληνικού νεορεαλισμού, που ήρθε με ταινίες όπως το «Πικρό Ψωμί» (Γρηγόρης Γρηγορίου, 1951) ή η «Μαγική Πόλη» (Νίκος Κούνδουρος, 1955).
Η «χαμένη» ταινία ξαναζωντανεύει

Παρά τη μεγάλη σημασία της, η ταινία για χρόνια θεωρούνταν χαμένη. Το 2018, όμως, μια κόπια βρέθηκε στην Ταινιοθήκη της Βρετάννης, η οποία ενημέρωσε την Ταινιοθήκη της Γαλλίας και αυτή με τη σειρά της, αυτή της Ελλάδος. Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, με τη βοήθεια της Σελίν Ρουιβό από την Ταινιοθήκη της Γαλλίας, προχώρησαν σε ψηφιοποίηση της κόπιας στο εργαστήρι L’Immagine Ritrovata, που εδρεύει σε Μπολόνια και Παρίσι.
Μαζί με την αποκατάσταση της εικόνας, ακολούθησε και η μουσική, με την Εθνική Λυρική Σκηνή και το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής να αναλαμβάνουν τη μουσική ανασύνθεση της ταινίας. Το 2020 οι «Απάχηδες των Αθηνών» ήταν έτοιμοι να ζωντανέψουν ξανά στη μεγάλη οθόνη, με την πρεμιέρα της «δεύτερης ζωής» της ταινίας να γίνεται την ίδια χρονιά στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Και η ταινία έκτοτε ταξιδεύει στις αίθουσες, σαν μια ζωντανή καρτ ποστάλ μιας ολόκληρης εποχής.
Οι «Απάχηδες των Αθηνών» του Δημήτρη Γαζιάδη θα προβληθούν σε 4Κ κόπια στις 25, 27 και 28 Μαΐου στο Σινέ Παρί.

