Το 2017, στη διάρκεια της κηδείας της συζύγου του και επί χρόνια συνεργάτιδός του Κάρολιν Ζέιφμαν, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ βίωσε μια παράξενη παρόρμηση. Την ώρα της ταφής, ένιωσε πως η μεγαλύτερη επιθυμία του εκείνη τη στιγμή ήταν να βρίσκεται στο φέρετρο μαζί με τη σύζυγό του.
Αυτή η στιγμή ενέπνευσε εν πολλοίς τη νέα ταινία του σπουδαίου σκηνοθέτη. Στο «The Shrouds», ο Καρς, ένας επιφανής επιχειρηματίας, εφευρίσκει μια επαναστατική τεχνολογική «πατέντα» που επιτρέπει στους ζωντανούς να παρακολουθούν τους αγαπημένους τους νεκρούς μέσα στα σάβανά τους (εξ ου και ο τίτλος). Μια νύχτα, πολλοί τάφοι, μεταξύ των οποίων και εκείνος της συζύγου του Καρς, βεβηλώνονται και ο ίδιος καλείται να εντοπίσει τους δράστες.
Μιλώντας στους New York Times, ο 82χρονος δημιουργός –μετρ του body horror, οραματιστής εμβληματικών ταινιών όπως το «Videodrome», το «The Fly» και το «Naked Lunch»– παραδέχεται ότι το «The Shrouds» είναι μια από τις πιο προσωπικές του ταινίες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωταγωνιστής Βενσάν Κασέλ ομοιάζει φυσιογνωμικά με τον ίδιο τον Κρόνενμπεργκ.
Σε κάθε περίπτωση, γράφοντας το σενάριο, φρόντισε να αποσυνδεθεί από το προσωπικό βίωμα. «Από τη στιγμή που ετοιμάζεις ένα σενάριο, γράφεις μυθοπλασία ανεξάρτητα από το ποια ήταν η αφορμή. Δημιουργείς χαρακτήρες που πρέπει να ζωντανέψουν», λέει χαρακτηριστικά.
Για την περίοδο μετά τον θάνατο της συζύγου του, ο Κρόνενμπεργκ εξομολογείται πως σκέφτηκε να σταματήσει το σινεμά. «Η διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας μου φαινόταν υπερβολική. Δεν πίστευα ότι θα άντεχα να κάνω κάτι τέτοιο. Ο θάνατος της γυναίκας μου με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο πολύτιμη ήταν η στήριξή της για εμένα», αναφέρει.
Για το «The Shrouds» τονίζει πάντως πως επρόκειτο για μια ακόμη απόπειρα εξερεύνησης και κατανόησης της ανθρώπινης φύσης. «Με αυτή την έννοια λειτούργησε καθαρτικά, αλλά δεν ανακούφισε, ούτε μείωσε τη θλίψη», παραδέχεται σημειώνοντας πως η ταινία ενδεχομένως να λειτουργήσει πιο ευεργετικά για το κοινό παρά για τον ίδιο τον δημιουργό.
Ο Κρόνενμπερκ είχε σκεφτεί να γυρίσει το «The Shrouds» με τη μορφή μίνι τηλεοπτικής σειράς. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα ήταν πρόκληση για έναν δημιουργό του οποίου οι ταινίες διαρκούν κατά κανόνα λιγότερο από δύο ώρες. «Δεν ξέρω αν θα είχα αντοχές να κάνω κάτι τέτοιο», απαντά, πάντως, στους NYT. «Μίλησα με τον Κουαρόν που έκανε το “Disclaimer” και είπε πως δεν είναι σίγουρος αν θα ξαναέκανε κάτι τέτοιο. Γνώριζα επίσης ότι ο Ντέιβιντ Λιντς είχε καταπονηθεί γυρίζοντας το “Twin Peaks”», συμπληρώνει.
Το Netflix, πάντως, στην αρχή φάνηκε θετικό να χρηματοδοτήσει το όραμα του Κρόνενμπεργκ. Τουλάχιστον μέχρι τα δύο πρώτα επεισόδια. Στη συνέχεια, όπως λέει ο ίδιος, το ενδιαφέρον της πλατφόρμας πάγωσε. «Αυτό που πρότεινα στο Netflix, και ίσως αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που τους φόβισε, ήταν κάθε επεισόδιο να διαδραματίζεται σε διαφορετική χώρα. Ετσι, αν κάναμε οκτώ επεισόδια, θα έπρεπε να γίνουν γυρίσματα σε οκτώ χώρες», εξηγεί.
Ο Κρόνενμπεργκ ήλπιζε να αγκαλιαζόταν περισσότερο η ιδέα του ως «ριζοσπαστική» και «εναλλακτική» πρόταση. Σήμερα, πιστεύει ότι οι πλατφόρμες streaming είναι «πολύ συντηρητικές και μέινστριμ στον τρόπο σκέψης».
Ενδιαφέρον έχει και η απάντηση που έδωσε αναφορικά με νέους δημιουργούς που έχουν εμπνευστεί από τη δουλειά του. «Είδα και το “The Substance” και το “Titane”. Γνώρισα την Κοραλί Φαρζά και τη Ζουλιά Ντουκουρνό. Εχω και δύο παιδιά που είναι κινηματογραφιστές […] Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουν αναγνωρίσει ότι έχω επηρεάσει το έργο τους και αυτό φυσικά δεν μειώνει τις ταινίες μου. Η Κοραλί πήρε μερικές υποψηφιότητες για Οσκαρ που εγώ δεν είχα ποτέ, για σενάριο, καλύτερη ταινία και σκηνοθεσία, οπότε αυτό με ευχαριστεί, ειλικρινά».
Στην ερώτηση εάν το «The Shrouds» είναι η τελευταία του ταινία, ο Κρόνενμπεργκ απαντά: «Γράφω ένα σενάριο που βασίζεται στο βιβλίο “Consumed”, οπότε θα δούμε πως θα εξελιχθεί. Σίγουρα, θα ήμουν πρόθυμος να γυρίσω άλλη μια ταινία. Αισθάνθηκα ότι με τις δύο τελευταίες ταινίες που έκανα, είχα τη συγκέντρωση και την αντοχή και όλα αυτά που χρειάζονται. Βέβαια, μπορεί να φτάσω στο σημείο να μην αισθάνομαι ότι έχω την ενέργεια ή την αυτοσυγκέντρωση, γιατί είναι δύσκολο να κάνεις μια ταινία. Είναι σωματικά δύσκολο. Αλλά προς το παρόν, φαίνεται να είμαι εντάξει, οπότε θα δούμε», επισημαίνει.
Τέλος, ερωτηθείς εάν θεωρεί πως η τελευταία του ταινία πρέπει να είναι μεθοδικά επιλεγμένη, απαντά: «Οχι. Πέντε χρόνια αργότερα, δεν θα ξέρουν καν ότι είναι η τελευταία σου ταινία. Δεν θα ξέρουν ποια ταινία έκανες πότε και δεν θα τους νοιάζει».
Πηγή: The New York Times
Φωτογραφία: Photo by Vianney Le Caer/Invision/AP

