Η Αννα έχει έναν γιο 4 ετών. Το πρώτο «σιωπηλό» βιβλίο έφτασε στα χέρια τους πριν από λίγους μήνες, ως δώρο για αυτόν. Θυμάται ότι στην αρχή παραξενεύτηκε που το βιβλίο δεν είχε καθόλου λέξεις, δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Χρειάστηκε να αναζητήσει στο Διαδίκτυο πληροφορίες για αυτό το είδος βιβλίων, των λεγόμενων silent books, που έμαθε ότι είναι αρκετά διαδεδομένα στο εξωτερικό. «Οσο όμως δυσκολεύτηκα εγώ να αντιληφθώ τι έπρεπε να κάνω με το βιβλίο, τόσο εύκολο φάνηκε στον Αλέξανδρο. Αρχισε να το ξεφυλλίζει και ήδη από την πρώτη σελίδα τον άκουσα να λέει “κοίτα, μαμά, αυτό το παιδάκι πηγαίνει βόλτα”, για να συνεχίσει φτιάχνοντας με τη φαντασία του μια ολόκληρη ιστορία με αφορμή κάθε εικόνα που συναντούσε στις σελίδες». Την επόμενη μέρα, ο Αλέξανδρος αφηγήθηκε στη μαμά του μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας, τη μεθεπόμενη πρόσθεσε μερικά ακόμη στοιχεία. «Στο τέλος έγινε κάτι σαν παιχνίδι να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε και άλλες λεπτομέρειες στις εικόνες και να τις εντάξουμε στην αφήγησή μας», μας λέει.
Παρότι τα βιβλία χωρίς λέξεις κυκλοφορούν στο εξωτερικό εδώ και δεκαετίες, στα ράφια των ελληνικών βιβλιοπωλείων έφτασαν πριν από λίγα χρόνια – και όχι μαζικά. «Αυτά τα βιβλία δεν είναι απλώς πρωτότυπα, αλλά επιφυλάσσουν πολλαπλά οφέλη στους αναγνώστες τους», σημειώνει η Μάρω Ταυρή, υπεύθυνη έκδοσης παιδικών βιβλίων των εκδόσεων Μεταίχμιο. «Προσφέρονται για συνανάγνωση και δίνουν την ευκαιρία στον γονέα ή στον δάσκαλο να ενθαρρύνει το παιδί να διηγηθεί με δικά του λόγια την ιστορία, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη ιδεών, στην παραγωγή προφορικού λόγου, στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου και στην ενίσχυση της επιθυμίας για ανάγνωση και γραφή. Η ιστορία που προκύπτει κάθε φορά μπορεί να είναι από λίγο έως πολύ διαφορετική, ανάλογα με την προσωπικότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αφηγητή. Το γεγονός αυτό βοηθά τα παιδιά να αντιληφθούν και να συνειδητοποιήσουν τις διαφορές, αλλά και τις ομοιότητες μεταξύ τους. Η όλη διαδικασία ενισχύει στα παιδιά την αυτογνωσία, την αυτοεκτίμηση, την έκφραση συναισθημάτων, τις κοινωνικές δεξιότητες και την ενσυναίσθηση», προσθέτει.
«Χαίρομαι στη σκέψη ότι τα silent books “μιλούν” σε όλους, γιατί οι εικόνες είναι μια γλώσσα που όλοι καταλαβαίνουμε, είναι παγκόσμια», λέει η Μάρτα Μπάρτολ, δημιουργός του «Μικρές πράξεις καλοσύνης».
Το 2007 το Μεταίχμιο κυκλοφόρησε «Το κόκκινο βιβλίο» της Μπάρμπαρα Λίμαν –επανακυκλοφόρησε φέτος– και το 2024 τα βιβλία της Μάρτα Μπάρτολ από τη Σλοβενία «Φτάνουμε επιτέλους;» και «Μικρές πράξεις καλοσύνης» – που έχει ξεπεράσει σε αντίτυπα τις πωλήσεις ενός μέσου εικονογραφημένου βιβλίου. Η Μπάρτολ βρήκε την ιδέα την εποχή που έψαχνε για ένα πρότζεκτ στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού της στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Λιουμπλιάνας. Ετσι προέκυψε το «Μικρές πράξεις καλοσύνης», που είναι εμπνευσμένο από τη δική της ζωή. «Χαίρομαι στη σκέψη ότι τα silent books “μιλούν” σε όλους, γιατί οι εικόνες είναι μια γλώσσα που όλοι καταλαβαίνουμε, είναι παγκόσμια», σχολιάζει. «Το φορμά αυτών των βιβλίων με συναρπάζει. Μου αρέσει που άνθρωποι από διαφορετικές χώρες, που μιλούν διαφορετικές γλώσσες, μπορούν να διαβάσουν και να συνδεθούν μέσα από τις εικόνες. Και ο καθένας μπορεί να φανταστεί μια δική του ιστορία», σημειώνει, «ενώ λειτουργούν ως γέφυρες ανάμεσα στις γενιές και στα έθνη και ενθαρρύνουν τη φαντασία, τη δημιουργική σκέψη και το ανοιχτό μυαλό».


«Τα silent books λένε πολλές ιστορίες, όσες και οι αναγνώστες τους», τονίζει η Ελενα Πατάκη, επικεφαλής των ομώνυμων εκδόσεων, επισημαίνοντας επίσης ότι «ένα παιδί ή ένας ενήλικος που δεν έχει αφεθεί –ή, ακόμη καλύτερα, δεν έχει χαθεί– στην ανάγνωση βιβλίων μπορεί να δυσκολευτεί απέναντι σε ένα silent book. Να αναρωτηθεί “τι θέλει να πει ο δημιουργός του;”, “μήπως δεν κατάλαβα καλά;”. Αντιθέτως, ένας αναγνώστης που έχει βιώσει τη χαρά της ανάγνωσης, που έχει συνείδηση της ευθύνης και της ελευθερίας που έχει κάθε αναγνώστης όταν μπαίνει σε ένα βιβλίο και δεν στέκεται απέναντι, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου – και αν είναι γονιός ή εκπαιδευτικός, θα μπορέσει να οδηγήσει και το παιδί ή τα παιδιά στην αναγνωστική απόλαυση που προσφέρουν (και) τα silent books». Το 2021, οι εκδόσεις Πατάκη συμπεριέλαβαν στον κατάλογό τους το βιβλίο της Ντανιέλας Σταματιάδη «Μια αρχή, ένα τέλος, μια αρχή ξανά», που διακρίθηκε στη διεθνή έκθεση στην Μπολόνια και στις Χρυσές Λίστες του Elniplex.
«Τα σιωπηλά βιβλία, μέσα από την οπτική αφήγηση και την ελευθερία ανάγνωσης που προσφέρουν, συμβάλλουν στην καλλιέργεια της προφορικής έκφρασης, της γλώσσας και της αφηγηματικής δεξιότητας, την ανάπτυξη της φαντασίας, αλλά και της ελευθερίας άποψης και έκφρασης. Διευρύνουν επιπλέον την παρατηρητικότητα των αναγνωστών και τους φέρνουν σε επαφή με την εικαστική αφήγηση», προσθέτει η Δομινίκη Σάνδη, υπεύθυνη παιδικού βιβλίου των εκδόσεων Ψυχογιός, που το 2024 εξέδωσαν «Το παιδί και το φεγγάρι» των Αργυρώς Μουντάκη, Δώρας Ανδρεαδάκη και Κώστα Θεοχάρη – το οποίο βρέθηκε στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων παιδικής λογοτεχνίας 2024. «Η μεγάλη πρόκληση στα silent books», εξηγούν στην «Κ» οι δύο συγγραφείς, «είναι η σαφής απόδοση μιας ιστορίας ξεκάθαρης και δίχως ασάφειες με τρόπο μη λεκτικό. Κι εδώ έχουμε τη γοητεία της κυκλικής σύνδεσης λόγου και εικόνας: ο λόγος γίνεται εικόνα και η εικόνα στη συνέχεια λόγος. Δηλαδή συγγραφείς-εικονογράφος-αναγνώστες σε μια δημιουργική διάδραση». Η πιο συνηθισμένη ερώτηση που δέχονται, ομολογούν, είναι «πώς γίνεται να έχει συγγραφείς, και μάλιστα στην περίπτωσή σας δύο συγγραφείς, ένα βιβλίο δίχως ούτε μία λέξη τυπωμένη επάνω του;».
Τα βιβλία χωρίς λέξεις αποδεικνύονται χρήσιμα εργαλεία και για τους εκπαιδευτικούς, υπογραμμίζει η κ. Ταυρή, «για να καλλιεργήσουν στις τάξεις τους τη φιλαναγνωσία, την ενσυναίσθηση, την ομαδική δουλειά, και να ενθαρρύνουν την ενσωμάτωση παιδιών με ιδιαιτερότητες κάθε είδους. Επίσης, τα silent books είναι ιδανικά για ειδικές ομάδες, όπως παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ή παιδιά από άλλες χώρες, που δυσκολεύονται με την ανάγνωση και τη γραφή». «Δυστυχώς οι Ελληνες αναγνώστες δεν είναι ακόμη εξοικειωμένοι με αυτό το είδος βιβλίων», σημειώνει η κ. Σάνδη. «Τα βιβλία αυτά δίνουν μια επιπλέον διάσταση στη δραστηριότητα της ανάγνωσης και της επαφής με το βιβλίο και αξίζουν πραγματικά να γίνουν μέρος του “αναγνω-στικού μενού” των Ελλήνων».

