Η φήμη της Χάρπερ Λι (1926-2016) είναι άρρηκτα δεμένη με το εμβληματικό μυθιστόρημα «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», όμως η προσωπικότητα της συγγραφέως καλύπτεται συχνά από τον μύθο της. Πολλοί την περιέγραψαν ως εσωστρεφή, ντροπαλή ή απομονωμένη, μολονότι ξέρουμε πλέον ότι διέθετε πιο σύνθετο χαρακτήρα: εσωστρεφής αλλά αυτάρκης, αγαπούσε τη μοναξιά και πάσχιζε να ελέγχει η ίδια την αφήγηση γύρω από τη ζωή και το έργο της.
Η Λι δεν δημοσίευσε άλλο μυθιστόρημα για περισσότερες από πέντε δεκαετίες. Ετσι, το διεθνές βιβλιόφιλο κοινό πίστευε ότι αυτό ήταν το μοναδικό βιβλίο που η Αμερικανίδα συγγραφέας επέλεξε να μοιραστεί με τους αναγνώστες της. Το μυθιστόρημα, που εκδόθηκε το 1960, απέσπασε Πούλιτζερ, μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες και έγινε παγκόσμιο σημείο αναφοράς στον αντιρατσιστικό λόγο της λογοτεχνίας.
Οταν το 2015 κυκλοφόρησε το «Go Get a Watchman», ένα «νέο» μυθιστόρημα της Λι, η υποδοχή υπήρξε αμφίθυμη και η επίγευση, πικρή. Το βιβλίο στην πραγματικότητα ήταν ένα πρώιμο, απορριφθέν προσχέδιο του «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», στο οποίο ο Φιντς εμφανιζόταν ως ρατσιστής, κλονίζοντας την εικόνα του αγαπημένου ήρωα.
Η Χάρπερ Λι ήταν τότε 88 ετών και η υγεία της είχε κλονιστεί σοβαρά. Ετσι, από αρκετούς τέθηκε το ερώτημα αν το βιβλίο εκδόθηκε με τη συναίνεσή της. Επιπλέον –κάτι που έμελλε να την αφορά– πολλοί αναρωτήθηκαν πόσο ηθική είναι η αναδρομική έκδοση κειμένων που οι ίδιοι οι συγγραφείς είχαν αποφασίσει να κρατήσουν στο συρτάρι τους όταν βρίσκονταν στη ζωή.
Πιστός στη δέσμευσή του, χθες 21 Οκτωβρίου, ο εκδοτικός οίκος Harper κυκλοφόρησε ένα ακόμη άγνωστο κομμάτι της Χάρπερ Λι: τη συλλογή «The Land of Sweet Forever», που περιλαμβάνει οκτώ διηγήματα από τα πρώτα χρόνια της συγγραφικής πορείας της και άλλα οκτώ αδημοσίευτα κείμενα. Πρόκειται για ιστορίες που, σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times, ανιχνεύουν θέματα όπως οι φυλετικές διακρίσεις, η παιδική ματιά απέναντι στην ενήλικη προκατάληψη και η σχέση πατέρα – κόρης. Είναι τα ίδια μοτίβα που ανέδειξαν τη Λι σε λογοτεχνικό φαινόμενο. Τι θα έλεγε όμως η ίδια γι’ αυτό, αφού επανειλημμένως είχε εκφράσει στη διάρκεια της ζωής της έντονη απροθυμία να δημοσιεύσει νέο υλικό;
Οπως επισημαίνει η εφημερίδα Guardian, οι ιστορίες της συλλογής χαρακτηρίζονται από το γνώριμο, καυστικό χιούμορ και την ανθρώπινη ζεστασιά που έχουν τα γραπτά της Λι, αλλά διακρίνεται η λογοτεχνική αδυναμία των πρωτολείων. Πολλές ιστορίες μοιάζουν περισσότερο με σκαριφήματα παρά με ολοκληρωμένες αφηγήσεις. Η έκδοση περιλαμβάνει ακόμη δακτυλόγραφα με σημειώσεις της συγγραφέως, μια συνταγή για καλαμποκόψωμο, ένα δοκίμιο για τον φίλο της Τρούμαν Καπότε –μεγάλωσαν μαζί στην Αλαμπάμα–, καθώς και μια επιστολή προς την Οπρα Γουίνφρεϊ. Ωστόσο, πολλά από τα δοκίμια φαίνονται πρόχειρα, με γενικόλογες διατυπώσεις για την αγάπη και τη ζωή.
Παρά τις αδυναμίες της, η συλλογή, που όντως δεν υπόσχεται θαύματα, φωτίζει πτυχές της Λι που έμεναν στη σκιά, ενισχύοντας κυρίως τη νεανική φωνή της. Είναι ένα εγχείρημα περισσότερο αρχειακό παρά λογοτεχνικό, ωστόσο αποτελεί αναμφίβολα έργο μιας γυναίκας που πάλεψε να ακουστεί σε μια εποχή που η φωνή της θεωρούνταν ενοχλητική.

