ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ
«Ζεστά ποτά»
εκδ. Οξύ, σελ. 176
«Η αντίσταση στη βία της εξουσίας, τα φιλειρηνικά κινήματα […], το Woodstock, η ψυχεδέλεια, όλα αυτά καθόρισαν έναν τρόπο σκέψης που μας σημάδεψε για πάντα. Εγινε τρόπος ζωής, κοινός τόπος αναζήτησης και συνάντησης με ανθρώπους συνομηλίκους μας, που ζούσαν χιλιάδες μίλια μακριά. Παλαβή γενιά», γράφουν τα αδέρφια Κατσιμίχα στον πρόλογο του βιβλίου «Ζεστά ποτά», το οποίο κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα από τις εκδόσεις Οξύ.
Σαράντα χρόνια μετά την έκδοση του ομώνυμου δίσκου, που περιλαμβάνει τραγούδια τα οποία άφησαν ανεξίτηλο στίγμα στη μουσική της δεκαετίας του 1980, αλλά και στις επόμενες γενιές, ο φιλόλογος, ποιητής και αρθρογράφος σε θέματα μουσικής, Σπύρος Αραβανής, συνθέτει ένα απολαυστικό ανάγνωσμα 176 σελίδων, στο οποίο δεν μιλάει απλώς για την ιστορία των «Ζεστών ποτών», αλλά κυρίως για τη διαδρομή των Κατσιμιχαίων προς αυτά.
Ξεκινώντας από τον Ντίλαν και το Πάντειο, ο συγγραφέας αναφέρεται μέσα από μαρτυρίες σημαντικών προσώπων, αλλά και λόγια των ίδιων των Κατσιμιχαίων για τα «βρεφικά» τους βήματα στον χώρο της μουσικής. «Το “Blowin’ in the wind” έγινε το πρώτο τραγούδι που έμαθα να παίζω στην κιθάρα, γιατί ήταν πολύ εύκολο για έναν αυτοδίδακτο. Αυτός είναι ο λόγος που είναι το αγαπημένο μου. […] Πού να ήξερα τότε […], ότι είκοσι χρόνια αργότερα θα άνοιγα τις συναυλίες του ήρωα των εφηβικών μου χρόνων για δύο βράδια στον Λυκαβηττό», αναφέρει ο Πάνος Κατσιμίχας. Λίγο πιο κάτω, στο ίδιο κεφάλαιο με τίτλο «Πάντειος και ροκ», ο Χάρης Κατσιμίχας συμπληρώνει «[…] εκατό φορές να σπούδαζα, πάλι Πάντειος θα ήταν η πρώτη μου επιλογή. […] Είμαι απολύτως βέβαιος ότι στην Πάντειο χρωστάω όλη τη μετέπειτα καριέρα μου στο τραγούδι, και αυτό το ξέρω τώρα εκ των υστέρων».
Οι ιστορίες πίσω από τα διαχρονικά «Ρίτα Ριτάκι», «Φάνης», «Γέλα πουλί μου» κ.ά. αποκαλύπτονται στο τελευταίο κεφάλαιο. Εντύπωση μας κάνει εκείνη για το «Μια βραδιά στο Λούκι», καθώς πρόκειται για αληθινή ιστορία σε πραγματικό τόπο και με υπαρκτά πρόσωπα. Το «Λούκι» στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα, του ενός από τα δύο τραγούδια του δίσκου που μιλάνε για έναν έρωτα ανεκπλήρωτο, ήταν γνωστό κλαμπ στην οδό Χάρητος στο Κολωνάκι – σημείο συνάντησης για καλλιτέχνες και λάτρεις της τζαζ, του ροκ και του μπλουζ. Εκεί λοιπόν ένα βράδυ ο Χάρης Κατσιμίχας, μαζί με τον Νίκο Ζιώγαλα («γυρίζω στον δικό μου, ο τύπος μου Νικόλα»), συναντάει μια κοπέλα, η οποία δεν ενέδωσε ποτέ στο φλερτ του.
Ο Ζιώγαλας δεν κατείχε απλώς ρόλο συμπρωταγωνιστή σε ένα από τα μεγαλύτερα σουξέ του δίσκου, αλλά ήταν μια σημαντική φιγούρα στη ζωή των αδερφών Κατσιμίχα, ως καλλιτέχνης και ως φίλος. «Τα “Ζεστά ποτά” εγώ τα ήξερα από τις πρώτες μέρες που γράφτηκαν, σχεδόν μια δεκαετία πριν κυκλοφορήσουν. Ισως να ήμουν και ο πρώτος ακροατής τους, τώρα που το σκέφτομαι», καταθέτει ο ίδιος. Ηταν επίσης και ο άνθρωπος που σύστησε τα δύο ταλαντούχα αδέρφια στον Διονύση Σαββόπουλο, με τον οποίο ο Πάνος Κατσιμίχας συναντήθηκε για πρώτη φορά στη σκηνή, στον «Ρήγα» της Πλάκας του 1975. Ισως τίποτα από όλα αυτά, όμως, να μην είχε πάρει μορφή, αν δεν υπήρχε ο Μανώλης Ρασούλης, ο άνθρωπος που πρώτος διέκρινε το βάθος του δίσκου και φρόντισε προσωπικά για να εκδοθεί. Για τον σπουδαίο στιχουργό και ερμηνευτή αφιερώνεται στο βιβλίο ένα ολόκληρο κεφάλαιο.
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, λίγο πριν από τον συγκινητικό επίλογο στον οποίο οι Κατσιμιχαίοι ευχαριστούν ξανά τον Ρασούλη, ο Οδυσσέας Ιωάννου κάνει μια τελευταία αναφορά στο πνεύμα του δίσκου: «Δεν μπορώ να σταθώ σε κανένα από εκείνα τα δέκα τραγούδια δίχως να αδικήσω κάποιο. Τα χτυπήματα ήταν απανωτά, δεν υπήρξε κανένα τραγούδι που να το προσπεράσουμε για να πάμε σε κάποιο καλύτερο. Μας έπιαναν όλα από τον λαιμό».

