Εχοντας περάσει όλη του τη ζωή μελετώντας και γράφοντας για την Ανατολική Μεσόγειο και πολλές από τις προσωπικότητες που έζησαν εκεί, με πιο γνωστό το βιβλίο του «Alexandria: City of Memory», ο Μάικλ Χάαγκ ανέδειξε την πολυπολιτισμική ταυτότητα της πόλης μέσα από τα κείμενα του Καβάφη, του Φόρστερ και του Λόρενς Ντάρελ. Για τον τελευταίο μάλιστα, ο οποίος αποτελεί και κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου του για την Αλεξάνδρεια, έγραψε μια νέα βιογραφία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Profile Books με τίτλο «Larry: A New Biography of Lawrence Durrell 1912-1945».
Είναι η δεύτερη σημαντική βιογραφία που εκδίδεται για τον Βρετανό ταξιδιωτικό συγγραφέα και ποιητή, σύμφωνα με τις κριτικές, καθώς πέρα από την έρευνα που συμπυκνώνει, φέρει την υπογραφή ενός συγγραφέα που το έργο του ταυτίζεται σε κάποιον βαθμό με αυτό του Ντάρελ.
Η σχέση που είχε ο Λόρενς Ντάρελ με την Ελλάδα είναι γνωστή και αποτυπώνεται σε έργα του όπως το «Spirit of place», μια συλλογή σύντομων ταξιδιωτικών κειμένων, η οποία δημοσιεύθηκε το 1969. Δίπλα του ξεχωρίζουν και τα «Prospero’s Cell», όπου ξεδιπλώνει την ιστορία της παραμονής του στο νησί του Ιονίου, το «Bitter Lemon», το οποίο περιλαμβάνει απομνημονεύματα από την Κύπρο, και το γνωστό «Αλεξανδρινό κουαρτέτο», μια μυθιστορηματική τετραλογία που διαδραματίζεται στην Αλεξάνδρεια τις δεκαετίες του 1930 και του 1940.
Η προσέγγιση του Χάαγκ, σύμφωνα με το Times Literary Supplement, φωτίζει πτυχές της οικογένειας Ντάρελ, που έγινε παγκοσμίως γνωστή μέσω της τηλεοπτικής σειράς «The Durells», οι οποίες συχνά παραβλέπονται. Οπως διαβάζουμε καταφέρνει να αποδομήσει ορισμένους από τους πιο τραβηγμένους μύθους που ο ίδιος ο Λόρενς Ντάρελ είχε καλλιεργήσει γύρω από την καταγωγή και την παιδική του ηλικία. Για παράδειγμα, η οικογένειά του δεν ήταν κατά το ήμισυ, όπως ισχυριζόταν, ιρλανδικής καταγωγής, αλλά όπως φαίνεται ο ίδιος προτιμούσε αυτή την εκδοχή επειδή τον απομάκρυνε από την τυπική αγγλική ταυτότητα που τόσο απεχθανόταν.
Ακόμη, ο ισχυρισμός ότι από το δωμάτιο του οικοτροφείου στο οποίο διέμενε, είχε θέα στο Εβερεστ, μέσα από στοιχεία που συλλέγει η βιογραφία, αποδεικνύεται φαντασίωση. Τέτοιες εξιδανικευμένες αφηγήσεις φαίνεται πως λειτουργούσαν ως μέθοδος για να αποκρύψει μια παιδική ηλικία γεμάτη ανασφάλεια και τραύματα, η οποία καθορίστηκε από τον αλκοολισμό της μητέρας του.
Αν και ο Χάαγκ αγγίζει κάποια πιο ευαίσθητα και σκοτεινά σημεία της ζωής του Ντάρελ, σε αντίθεση με την πρώτη βιογραφία του Ιαν ΜακΝίβεν (1998), ο Guardian χαρακτηρίζει το βιβλίο ανολοκλήρωτο, επισημαίνοντας την απουσία αναφοράς στις σοβαρές καταγγελίες της κόρης του, Σαπφώς, για τη βίαιη συμπεριφορά του εναντίον της. Ιδιαίτερη ζωντάνια αποπνέει, πάντως, κατά την ίδια κριτική, η σκηνή της άφιξης του Ντάρελ στην Αλεξάνδρεια το 1942, ως εκπροσώπου Τύπου της βρετανικής πρεσβείας. Το σημείο αυτό θεωρείται σημαντικό, διότι εκεί γνωρίζει την Ιβ Κόχεν, τη δεύτερη σύζυγό του και μούσα του για τη συγγραφή του «Justine», του πρώτου μέρους του «Αλεξανδρινού κουαρτέτου».

