PATRICIA HIGHSMITH
Τα ημερολόγια και τα σημειωματάρια της Patricia Highsmith
μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης
εκδ. Αγρα, σελ. 785
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Πατρίσια Χάισμιθ (1921-1995), δημοφιλής για κλασικά ψυχολογικά θρίλερ, όπως «Ξένοι στο τρένο», «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» και «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» (αρκετά από τα οποία μεταφέρθηκαν στην οθόνη), ζούσε απομονωμένη σε ένα σπίτι στην Ελβετία, το οποίο οι φίλοι της αποκαλούσαν «μπούνκερ». Ηταν επίσης γνωστή για τις μνησίκακες ή και μισανθρωπικές απόψεις της, αλλά και για την κρυψίνοιά της. Αραγε θα μπορούσαν οι σημειώσεις και οι ημερολογιακές καταγραφές της να ρίξουν φως στον χαρακτήρα της; «Οπως σε κάθε αυτοπροσωπογραφία, το άτομο που συναντάμε (…) δεν είναι υποχρεωτικά η “πραγματική” Πατ, αλλά, αντίθετα, το πρόσωπο το οποίο θεωρούσε –ή ήθελε να είναι– εαυτό της», σημειώνει η επιμελήτρια των βιβλίων της, Αννα φον Πλάντα, στην εισαγωγή της έκδοσης «Τα ημερολόγια και τα σημειωματάρια της Patricia Highsmith. Τα χρόνια της Νέας Υόρκης, 1941-1950» (εκδ. Αγρα, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης).
«Εχω περάσει τέτοια κόλαση ανειλικρίνειας, δακρύων, κοροϊδίας, συνθετικής ευτυχίας, ονείρων, επιθυμιών και διαψεύσεων, προσωπείων ομορφιάς που κρύβουν την ασχήμια, προσωπείων ασχήμιας που κρύβουν την ομορφιά, φιλιών, και υποκριτικών εναγκαλισμών, αποβλάκωσης και απόδρασης. Θέλω να γράψω λοιπόν. Πρέπει να γράψω. Γιατί είμαι κολυμβήτρια παλεύοντας στην πλημμύρα, και γράφοντας αναζητώ μια πέτρα για να ξεκουραστώ πάνω της. Κι αν τα πόδια μου γλιστρήσουν, βουλιάζω». Κάπως έτσι συνοψίζει τα συγγραφικά της κίνητρα η Χάισμιθ στις 21 Ιουνίου 1941, όταν είναι 20 χρόνων και ζει ήδη από παιδί στη Νέα Υόρκη, όπου σπουδάζει στο κολέγιο Μπάρναρντ. Παράλληλα προσπαθεί να την προσέξουν άνθρωποι με επιρροή στις εκδόσεις, εργάζεται στη βιομηχανία των κόμικς και, αντί να νιώθει δακτυλοδεικτούμενη ως ομοφυλόφιλη, συμμετέχει σε έναν κύκλο από επιτυχημένες και διεθνείς καλλιτέχνιδες και δημοσιογράφους. «Η πείνα μου είναι διπλή: για έρωτα και για σκέψη. Και αυτά τα δύο μαζί μπορούνε να με πάνε οπουδήποτε, ξέρεις», γράφει τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς.
Η πόλη την εμπνέει και την εξαντλεί. Ξενυχτάει, πίνει, καπνίζει και ερωτεύεται πολύ – γενικώς αποζητά την υπερβολή. Διαβάζει όσο περισσότερη λογοτεχνία μπορεί. Αγωνιά για αποδοχή, διατυπώνει παθιασμένες, αλλά ενίοτ ε και αντιφατικές απόψεις για την πολιτική, την κοινωνία, τον πόλεμο. Αφοσιώνεται στη δουλειά της όταν επισκέπτεται –συστημένη και από τον Τρούμαν Καπότε– το κέντρο δημιουργίας για καλλιτέχνες Yaddo. Εκεί θα ολοκληρώσει το «Ξένοι στο τρένο», που έγινε ταινία από τον Χίτσκοκ.
Είναι άραγε διαμορφωτικά για τη Χάισμιθ εκείνα τα χρόνια; Σίγουρα έχουν ενέργεια και πάθος, αν κρίνουμε από τα ημερολόγια και τα σημειωματάριά της που φθάνουν στις 5.000 πυκνογραμμένες σελίδες – η επιμελήτρια Αννα φον Πλάντα κράτησε το 20% του υλικού γι’ αυτόν τον πολυσέλιδο τόμο, που και στα ελληνικά έτυχε ιδανικής εκδοτικής και μεταφραστικής φροντίδας. Η Χάισμιθ μοιάζει να ξέρει από τότε σε τι θα διαπρέψει. «Θα κατασκευάσω τη δική μου γλώσσα από τ’ αποκαΐδια της φωτιάς», γράφει στις 18 Μαΐου 1942, «θα τη βρω τη γλώσσα θαμμένη στις στάχτες. (…) Κι έπειτα δεν θα μιλήσω για μεγαλοσύνη, για ζωή, για εξέλιξη, οικογένεια, αδελφική αγάπη, αλλά για την ανάγκη των άλλων σαν εμένα που δεν έχουν βρει τη γλώσσα τους ή για όσους δεν θα υπάρξει πιθανόν γλώσσα πέρα από τη δική μου. Το καθήκον είναι μεγάλο και βαρύ, αλλά η δουλειά θα είναι η βαθύτερη χαρά επί της γης. Δεν θα δημιουργήσω ζωή, αλλά θα δημιουργήσω αλήθεια πάνω απ’ όλα, όπως δεν την έχει ξαναδεί κανείς».

