«Ο πατέρας μου πέθανε γιατί ήταν κλέφτης. Εκλεψε τρεις φορές από τα χωράφια του Τζο, ώσπου την τέταρτη φορά ο άνθρωπος τον τσάκωσε. Του έριξε στην κοιλιά, του άρπαξε την κότα απ’ το στόμα κι έπειτα τον έδεσε σ’ ένα παλούκι του φράχτη ως προειδοποίηση. Αφηνε τη συντρόφισσά του μ’ έξι κουτάβια να θρέψει, μες στο καταχείμωνο, μες στο χιόνι. Τη νύχτα της καταιγίδας, όλοι μαζί στο μεγάλο κρεβάτι, κοιτάζαμε τη μάνα μας να κοπανιέται απελπισμένη στην κουζίνα, στο μισόφωτο μιας λάμπας κάτω απ’ το χαμηλό ταβάνι της φωλιάς. “Πανάθεμά σε, Ντέιβις, πανάθεμά σε!” έλεγε κι έκλαιγε. “Τώρα τι θα κάνω;”».
Η πρώτη κιόλας παράγραφος είναι σαν γροθιά στο στομάχι. Πώς να το φανταστείς ότι θα παρακολουθήσεις, στις επόμενες σελίδες, με κομμένη την ανάσα τις περιπέτειες ενός… κουναβιού; Γιατί, ναι, ο Αρτσυ, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος «Οι ηλίθιες προθέσεις μου» (εκδόσεις Πατάκη) του Μπερνάρντο Τζαννόνι, είναι ένα νεαρό κουνάβι που προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο γεμάτο κινδύνους και απειλές αλλά και θαυμαστές νέες εμπειρίες. Το βιβλίο –τρυφερό και άγριο ταυτόχρονα, αστείο και σκοτεινό μαζί– κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 2021 και την επόμενη χρονιά κέρδισε το περίφημο λογοτεχνικό βραβείο Campiello, προκαλώντας έκπληξη σε πολλούς, αλλά κυρίως στον ίδιο τον συγγραφέα, που έκανε διάφορες δουλειές για να βιοπορίζεται: σερβιτόρος, ξεναγός, βοηθός σε επιχείρηση επισκευής σκαφών, μεταξύ άλλων. «Δεν το περίμενα, δεν έχω ετοιμάσει καν ευχαριστήριο λόγο. Ως μεγάλος θαυμαστής του Αμερικανού σκηνοθέτη Γουές Αντερσον ήθελα απλώς να εμπιστευτώ τη φαντασία μου, με απόλυτη ελευθερία», ανέφερε φανερά αμήχανος στην τελετή βράβευσής του.
Τρία χρόνια μετά, οι εκπλήξεις για τον ίδιο συνεχίζονται: διθυραμβικές κριτικές από μέσα ενημέρωσης όπως οι New York Times που μιλούν για μια συναρπαστική αλληγορία για την ανθρώπινη φύση, την επιβίωση και τη δύναμη της επιθυμίας, μεταφράσεις σε δώδεκα γλώσσες, διεθνής προβολή. «Για να είμαι ειλικρινής, έγραφα τις “Ηλίθιες προθέσεις μου” χωρίς να έχω καμία… πρόθεση», λέει στην «Κ» ο 30χρονος Ιταλός συγγραφέας από την πόλη Σαρτζάνα όπου ζει. «Αφησα την ιστορία να κυλήσει από μόνη της. Αρχικά σκεφτόμουν να είναι χιουμοριστική, να δώσω στα ζώα αστεία ονόματα, να τα εμπλέξω σε αλλόκοτες περιπέτειες. Ομως από τη στιγμή που έγραψα τις πρώτες λέξεις, η ανεμελιά και η ελαφρότητα είχαν ήδη χαθεί. Ο Αρτσυ είχε κάτι πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό να αφηγηθεί και εγώ δεν μπορούσα παρά να τον ακολουθήσω».
Εμείς έχουμε ξεχάσει ότι είμαστε επίσης κομμάτι του ζωικού βασιλείου. Οταν δεν συνειδητοποιούμε αυτή την πλευρά της ύπαρξής μας, χάνουμε μεγάλο μέρος της ουσίας της ζωής.
Κάπως έτσι, στο βιβλίο του κότες, αλεπούδες, σκύλοι, γουρούνια, σκαντζόχοιροι χρησιμοποιούν πιάτα, μαχαιροπίρουνα, τραπέζια, κρεβάτια, ανάβουν φωτιές. Ο κόσμος τους είναι σκληρός και αδίστακτος, όπως και η φύση, ο αγώνας τους είναι αγώνας επιβίωσης. Υποκινούνται από την ανάγκη και το ένστικτο, και ταυτόχρονα μιλούν και ζουν σαν άνθρωποι. Και, επιπλέον, αισθάνονται και συναισθάνονται, είναι ικανά για το καλό και το κακό. Ακριβώς όπως εμείς. Ενα μυθιστόρημα με ήρωες ζώα. Γιατί; «Τα ζώα ζουν αποκλειστικά το παρόν. Εμείς χάσαμε αυτό το προνόμιο από τη στιγμή που αναπτύξαμε συνείδηση. Οτιδήποτε κι αν κάνουμε έχουμε στο μυαλό μας το τέλος της ζωής μας. Αυτός ο φόβος πάντα μας συνοδεύει. Ο Αρτσυ γίνεται η εξαίρεση στον κανόνα: αν και κουνάβι, αποκτά συνείδηση μέσα από τις εμπειρίες του. Αυτό είναι η καταδίκη του, αλλά και ο μοναδικός τρόπος να ωριμάσει», τονίζει ο Μπερνάρντο Τζαννόνι. Και γιατί κουνάβι; «Στην πρώτη εκδοχή της ιστορίας –της αστείας και διασκεδαστικής–, την οποία στην πορεία απέρριψα, πρωταγωνίστρια ήταν μια αλεπού. Αλλά πολύ νωρίς κατάλαβα ότι ο κεντρικός χαρακτήρας έπρεπε να είναι διαφορετικός, πιο σκοτεινός, πιο βασανισμένος. Και διαφορετικός. Σκέφτηκα, λοιπόν, τα κουνάβια, τα οποία η λογοτεχνία, ακόμα και η παιδική, έχει εντελώς αγνοήσει. Δεν συνδέονται με συγκεκριμένες συμπεριφορές, όπως άλλα ζώα, δεν κουβαλούν στερεότυπα. Είναι σχεδόν… αόρατα. Επομένως, ένα κουνάβι θα ήταν tabula rasa, λευκή σελίδα πάνω στην οποία θα μπορούσα να γράψω, να επινοήσω, ό,τι ήθελα».
Ο ίδιος, όπως λέει, μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από γάτες, σκύλους και πολλά άλλα μη ανθρώπινα όντα. «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όλα με συναρπάζουν το ίδιο, μου διδάσκουν πολλά. Μου μαθαίνουν πώς να ζω». Τι ακριβώς τον διδάσκουν; «Πώς να οδηγηθώ στον επιθυμητό στόχο: να καταφέρω να εστιάσω στο παρόν, να επανασυνδεθώ με τη φύση, να μην ντρέπομαι για τις αδυναμίες και τις ελλείψεις μου, να μη νιώθω άγχος για όσα δεν μπορώ να αλλάξω, να μην έχω καν μνήμη – συχνά είναι πολύτιμο να μπορείς να ξεχνάς. Μερικές φορές, μάλιστα, εύχομαι να είχα γεννηθεί ζώο: φαγητό, ύπνος, ούτε μια σκέψη στο μυαλό…»
Ο συνομιλητής μου θεωρεί την ανθρώπινη κοινωνία και τον κόσμο της φύσης αδιαχώριστα. «Οι πόλεις μας μοιάζουν με πυκνά δάση, τα αυτοκίνητα στις λεωφόρους δεν διαφέρουν από σειρές μυρμηγκιών που κινούνται ασταμάτητα. Ανθρωποι και ζώα ζούμε την ίδια ζωή, βιώνουμε την αγάπη, τον πόνο, τον θάνατο», εξηγεί. «Μόνο που εμείς έχουμε ξεχάσει ότι είμαστε επίσης κομμάτι του ζωικού βασιλείου. Οταν δεν συνειδητοποιούμε αυτή την πλευρά της ύπαρξής μας, χάνουμε μεγάλο μέρος της ουσίας της ζωής». Πριν τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ πώς πιστεύει ότι θα του συμπεριφερόταν ο Αρτσυ αν ήταν πραγματικός και τον συναντούσε σήμερα. Τι θα έκανε; «Θα μου δάγκωνε το λαρύγγι για να με τιμωρήσει που τον εξέθεσα!», απαντά. Και η κουβέντα μας κλείνει με γέλια.


