Δεν θέλουν όλοι οι δημοσιογράφοι να γίνουν συγγραφείς. Είναι μια μικρή κατηγορία εκείνοι που γράφουν ή αποπειρώνται να γράψουν κείμενα χωρίς την «ασφάλεια» της δημοσιογραφικής φρασεολογίας («σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες», «ειδικότερα», «έντονες αντιδράσεις προκάλεσε», «όπως έγινε γνωστό» κ.ο.κ.). Κάποιοι όμως κουβαλούν την «πετριά». Το ’81 ο Μένιος Σακελλαρόπουλος δούλευε στο τρίτο υπόγειο της εφημερίδας «Φως», γράφοντας ανταποκρίσεις για μικρές ομάδες της επαρχίας, όταν παρουσιάστηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Παραιτήθηκε ο ρεπόρτερ Παναθηναϊκού του «Εθνους». «”Γράφε”, μου λέει ο Αλέκος Φιλιππόπουλος, μπροστά στον οποίο ακόμα και οι κολοσσοί πολιτικοί συντάκτες της εποχής στέκονταν προσοχή. “Τι να γράψω;” του λέω. “Ο,τι θες εσύ για να δω”». Ακόμα θυμάται ο Σακελλαρόπουλους εκείνο το κείμενο: «Η τύχη αδιανόητα σιωπηλή και αναπάντεχα εμφανιζόμενη έμαθε να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις ανάλογα με τα γούστα και τις ορέξεις της. Ετσι, αυτή η τύχη η τυφλή διάλεξε τον γιο ενός παπά από το Βούναργο Ηλείας να τον περάσει από τα αλώνια στα σαλόνια της Αθήνας». «Πήγαινε λογιστήριο, προσλαμβάνεσαι», είπε ο Φιλιππόπουλος.
Ηταν γεμάτη τέτοια γοητευτικά παραδημοσιογραφικά στιγμιότυπα η εκδήλωση «Οταν η δημοσιογραφία συναντά τη λογοτεχνία» που είχαμε τη χαρά να παρακολουθήσουμε την περασμένη Παρασκευή στις αποθήκες Σαπλιτζά στο Κάτω Κάστρο Μυτιλήνης, στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Σαπφώ που οργανώνει η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου. Με αφορμή τον Μυτιληνιό Φρέντυ Γερμανό, που σε όλη του τη σταδιοδρομία «ακροβατούσε» ανάμεσα στις δύο ιδιότητες, του δημοσιογράφου και του συγγραφέα, τρεις καταξιωμένοι συνάδελφοι, ο Γιώργος Παπαχρήστος, ο Μένιος Σακελλαρόπουλος και ο Στρατής Μπαλάσκας, μίλησαν με ειλικρίνεια για αυτά που τους έκαναν μια μέρα να ανοίξουν ένα διαφορετικό έγγραφο στον υπολογιστή.
Οσοι γράφουν, είπε ο Παπαχρήστος, «είναι για να οικοδομήσουν μια υστεροφημία στη σκέψη ότι κάπου σε κάποιο σπίτι, θα υπάρχει ένα βιβλίο τους και κάποιο χέρι κάποια στιγμή θα το πάρει, θα το ανοίξει και θα το διαβάσει». Μερικά από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του πάντως αφορούν τη δημοσιογραφία. Oταν ο Παπαχρήστος εξέδωσε τις «Σκιές στο Περιστύλιο», όλοι πίστεψαν ότι έχει στοιχεία βιωματικά. Ηταν αναμενόμενο, ήρωάς του ήταν ένας πολιτικός συντάκτης σαν κι αυτόν. Στις «Παράλληλες Θέσεις» τοποθετεί στο επίκεντρο έναν άλλο δημοσιογράφο, όχι πολιτικό συντάκτη αυτή τη φορά, αλλά αυτόν που γράφει τα φαρμακεία. (Σ.σ. Με τη στήλη φαρμακείων είχε ξεκινήσει την καριέρα του και ο Φρέντυ Γερμανός.) «Ηταν υπαρκτό πρόσωπο. Ο άνθρωπος που έκανε τη βραδινή βάρδια, ερχόταν στις 11 μ.μ. και έφευγε στις 6 π.μ. καλύπτοντας τα έκτακτα γεγονότα. Τον έκανα ήρωα μόνο και μόνο γιατί αυτοί είναι οι άνθρωποι που κρατούσαν τον ιστό σε μια εφημερίδα και δεν έβλεπαν ποτέ την υπογραφή τους».
Ο Φρέντυ Γερμανός εμπλέκεται με έναν τρόπο και στην εξέλιξη του Στρατή Μπαλάσκα. Μάιο του ’99 η «Ελευθεροτυπία» τον στέλνει να καλύψει δημοσιογραφικά το συνέδριο για την υγειονομική θωράκιση του Αιγαίου στην Τήλο. «Μόλις είχα αποκτήσει τα ποιήματα της Σαπφούς και σκεφτόμουν ότι θα περπατούσα στο αρχαϊκό τείχος του νησιού που λέγεται ότι είχε περπατήσει η μαθήτρια της Σαπφούς, Ηριννα. Θα διάβαζα δηλαδή τα ποιήματα της δασκάλας στα βήματα της μαθήτριας και στο περιθώριο θα έγραφα και 500 λέξεις για το συνέδριο. Από το τείχος βέβαια κατέληξα στο ΚΑΤ με κάταγμα». Στο νοσοκομείο του τηλεφώνησε ο Φυντανίδης, έπρεπε να γράψει άρθρο για τον Μυτιληνιό Φρέντυ Γερμανό που είχε πεθάνει εκείνο το πρωί. «Πώς να γράψω χωρίς χέρι, είπα. “Εσύ έτσι κι αλλιώς στο γόνατο γράφεις, με το πόδι. Στέλνω συνάδελφο να του υπαγορεύσεις”». Ο Μπαλάσκας μεταξύ άλλων γράφει και ποίηση. «Η εκδήλωση αγγίζει όλους εμάς τους δημοσιογράφους που διακατέχονται από ένα κόμπλεξ, να γράψω βρε αδερφέ και κάτι που δεν θα μείνει σε κάποιο αρχείο, αλλά στο ράφι μιας βιβλιοθήκης».
Στη βιβλιοθήκη του ο Σακελλαρόπουλος μετράει 22 βιβλία με την υπογραφή του. «Είχαμε διευθυντάδες κολοσσούς, γίγαντες, και ξαφνικά άρχισαν να μας διευθύνουν κάτι ανθρωπάκια τα οποία ήθελαν να γράφουμε αυτά που εκείνοι ήθελαν. Αυτό με οδήγησε στη λογοτεχνία. Εκανα αυτό που ήξερα, άνοιγα πόρτες, έψαχνα».

