Κοιτώντας έναν από τους πίνακές του, ο Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης λέει: «Αυτή είναι η στροφή από Συγγρού, Καλλιθέα – αλλά δεν έχει καμία σημασία πια αυτό». Στη στατική προβολή διαφανειών εμφανίζεται η στροφή από την οδό Λένορμαν προς τη λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως, όμως –όπως επιμένει ο ίδιος– «μάλλον ούτε και αυτό έχει πια καμία σημασία». Ο,τι μετράει είναι η μετατόπιση: η απόσταση ανάμεσα στο πραγματικό και στο νοητό, ανάμεσα στην πόλη που κατοικούμε και στα τοπία –ή, καλύτερα, στα δωμάτια μνήμης– στα οποία επιστρέφει ακουσίως το βλέμμα.
Λίγες ημέρες πριν, στο πλαίσιο του εικαστικού προγράμματος του annexM υπό τη διεύθυνση της δρος Iστορίας Τέχνης Αννας Καφέτση, εγκαινιάστηκε η νέα ατομική έκθεση του καλλιτέχνη, με τίτλο «Η ντροπή είναι ένα αντικείμενο στο διάστημα». Παρουσιάζεται στην Υπηρεσιακή Αυλή με επιμέλεια της Δανάης Γιαννόγλου και αποτελεί την πρώτη μεγάλης κλίμακας έκθεση του νέου σώματος δουλειάς που δημιούργησε ο ζωγράφος τα τελευταία πέντε χρόνια.

Ο Κασάπης, που συνδυάζει συστηματικά τη ζωγραφική με τον γραπτό λόγο, υπενθυμίζει κι εδώ ότι η ποίηση δεν λειτουργεί ως σχόλιο, αλλά ως ισότιμο εκφραστικό μέσο: «Στην αφίσα τα κτήρια/ είναι μια διπλή άρνηση/ Και η ντροπή είναι ένα αντικείμενο στο διάστημα», καταλήγει ένα από τα ποιήματά του που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο της έκθεσης. Το ποίημα είναι άτιτλο, όπως και τα υπόλοιπα, αλλά ο συγκεκριμένος στίχος δανείζει το υλικό του στον τίτλο της έκθεσης.

Η νέα παραγωγή βασίζεται σε φωτογραφίες τις οποίες ο καλλιτέχνης παρατηρεί και επανεξετάζει μέχρι να αποκτήσουν υπόσταση ανεξάρτητη από το αρχικό τους θέμα. Ετσι μετατρέπονται σε αυτόνομες καταστάσεις, σε τόπους μνήμης που αναδύονται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Στους πίνακές του, τα τοπία γίνονται αφηρημένες μελέτες χρώματος· προσεγγίσεις πάνω στο περίγραμμα, στον τόνο, στην προοπτική.

Τα χρώματα του Κασάπη δεν ακολουθούν ούτε το φυσικό ούτε το ψηφιακό φως, αλλά φέρουν έναν κάπως ανοίκειο φωτισμό, υποτυπωδώς ρεαλιστικό που μοιάζει να διασώζει την ατμόσφαιρα μιας ανάμνησης. Ο ίδιος έχει αναφέρει μια συγγένεια του έργου του με τον Σπύρο Παπαλουκά. Ας μας επιτραπεί επίσης να κάνουμε μια αναφορά στην τοπιογραφία του Μιχάλη Οικονόμου: απλά, κοινότοπα θέματα που λειτουργούν ως πρόσχημα για το εσωτερικό-ψυχολογικό τοπίο του δημιουργού.

Τα «μουγγά χρώματα», όπως τα αποκαλεί ο ίδιος ο καλλιτέχνης, καταγράφουν την ψυχική του γεωγραφία, η οποία συνυπάρχει με τη συλλογική πολιτιστική μνήμη. Για να στεγάσει αυτή τη διπλή γεωγραφία, επιλέγει σχεδόν τετράγωνα, ισομεγέθη τελάρα – μεταφορικά «δωμάτια», που υποδέχονται τα αφαιρετικά ζωγραφικά δωμάτια των έργων.
Η έκθεση φέρνει τον θεατή μπροστά σε χώρους επίτηδες παραμορφωμένους από τη λανθασμένη προοπτική. Η πόλη παρουσιάζεται διαρκώς μεταβαλλόμενη. Η ανθρώπινη παρουσία απουσιάζει. Με όχημα τη φόρμα, το χρώμα, τη γραμμή, τον τόνο, ο καλλιτέχνης εξετάζει τη σχέση τοπίου και αντικειμένου στη μετά το Διαδίκτυο εποχή. Η δουλειά του υπογραμμίζει ότι η μνήμη δεν είναι ποτέ ουδέτερη· έχει πάντα χωρικές διαστάσεις, χροιά, φως. Στην απλοχωριά του εκθεσιακού χώρου, μια αδιόρατη ψυχική μετατόπιση στην οποία εκουσίως καταφεύγουμε αναζητώντας καταφύγιο από τα καθημερινά, οδηγεί εμάς τους θεατές να προβάλουμε τα δικά μας με μνημονικά τοπία στις εικόνες της προσωπικής γεωγραφίας του ζωγράφου.

