«Χειρονομίες» λεπτότητας που θυμίζουν άλλες εποχές. Αντε βρες τες –θα μου πείτε– στη σημερινή Αθήνα, όπου οι οδηγοί ανταλλάσσουν βρισίδια στα φανάρια, ενώ οι επιβάτες των λεωφορείων και του ηλεκτρικού συνομιλούν με οικείους σε ανοιχτή ακρόαση. Βγαίνεις από τον συρμό ή το όχημα και ξέρεις τα πάντα για τον τυχαίο που καθόταν πλάι σου, λες και ήθελες να μάθεις τα αισθηματικά και τα επαγγελματικά του θέματα. Και όμως, μέσα σε αυτή τη ζούγκλα της αγένειας, γίνονται καμιά φορά μικρά αθηναϊκά θαύματα. Οπως τις προάλλες, που έτρωγα μεσημεριανό με μια φίλη Ελληνίδα της Γερμανίας στο εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη, στην όμορφη ταράτσα της Κουμπάρη. Μια ελαφριά βροχή ξέπλενε τα δένδρα του Εθνικού Κήπου, το φαγητό ήταν ελληνοπρεπές και νόστιμο, οι σερβιτόροι ευγενείς και ζεστοί. Ενα περιβάλλον ευπρόσωπο, που πρέπει να έχει κάθε πρωτεύουσα η οποία σέβεται τον εαυτό της όταν θες να βγάλεις έξω κάποιον από το εξωτερικό. Στους τοίχους υπάρχουν έργα τέχνης, αυτόγραφα, ντοκουμέντα από το θρυλικό μαγαζί της Φώφης Ακριθάκη στο Δυτικό Βερολίνο, το «Fofi’s», τα οποία μεταφέρθηκαν εκεί μετά την πλήρη ανακαίνιση του 2022 σε μια in situ εγκατάσταση που επιμελήθηκε η θυγατέρα της, Χλόη, με τον Αλέξιο Παπαζαχαρίου. Ηταν μια θαυμάσια ιδέα για να αποκτήσει αίγλη και αύρα ένας χώρος εστίασης σε ένα μουσείο σαν το Μπενάκη.

Τα συζητούσαμε αυτά με τη φίλη μου. Οταν ήρθε η ώρα του λογαριασμού, το γκαρσόνι μάς σταμάτησε. «Σήμερα δεν πληρώνει κανείς», μας ενημέρωσε. Τι είχε συμβεί; Οπως μας εξήγησε, το κόστος όλων των τραπεζιών της ημέρας είχε αναλάβει ένας παλιός Αθηναίος, που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του. Είχε πρόσφατα χάσει τη σύζυγό του, με την οποία εόρταζαν πάντα στο εστιατόριο του Μπενάκη τα γενέθλιά της. Θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη της, ενημέρωσε τον μετρ για την επιθυμία του αυτή. «Ο μετρ με τη σειρά του πήρε εμένα να με ρωτήσει αν μπορούμε να το κάνουμε», λέει ο Τάκης Χριστοφιλέας του «Δειπνοσοφιστηρίου», που έχει αναλάβει το εστιατόριο στο μουσείο. «Και βέβαια συναίνεσα, γιατί το αίτημα ήταν τόσο συγκινητικό». Την ώρα που μας είπε αυτήν την ωραία ιστορία, μου ήρθε στο μυαλό μια άλλη, την οποίαν μου είχε διηγηθεί σε συνέντευξη που της είχα πάρει η ίδια η Φώφη.

Το εστιατόριό της ήταν θεσμός, με διάσημους θαμώνες από τη μουσική, την τέχνη, τον χορό και το θέατρο στο Βερολίνο από το 1976 και για 20 χρόνια. Από την Πίνα Μπάους και τον Γιάννη Κουνέλλη μέχρι τον Μάρτιν Κιπερμπέργκερ, τον Χάινερ Μίλερ, τη Ρεμπέκα Χορν, τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, τον Κωνσταντίνο Ξενάκη, τον Κώστα Τσόκλη, όλοι εκεί σύχναζαν. Ηταν βέβαια και αγαπημένο στέκι των απλών Βερολινέζων, που ζούσαν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, την ελληνική ζεστασιά και τα αυτοσχέδια γλέντια, που καμιά φορά αποτελείωναν όλα τα σερβίτσια και τα ποτήρια. Ενα απόγευμα, όπως θυμόταν η Φώφη, μπήκε ένας τυπικός Γερμανός και κάθισε μόνος του στο μπαρ.

Παρήγγειλε ένα μπουκάλι πανάκριβης σαμπάνιας και κερνούσε όποιον έμπαινε μέσα. Αυτό το βιολί συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα, με πολλές ακόμη φιάλες καμπανίτη. «Μπήκα στον πειρασμό να τον ρωτήσω τι γιορτάζουμε», μου είπε η Φώφη. «Επιτέλους, έβγαλα το διαζύγιό μου», απάντησε εκείνος. «Ηθελα να χωρίσω χρόνια τώρα και γιορτάζω την ελευθερία μου»…


