Θα μπορούσε να πει κανείς για την περίπτωσή του ότι ήταν το μήλο που έπεσε κάτω από τη μηλιά, γεννημένος και μεγαλωμένος κυριολεκτικά μέσα στη μουσική. Ομως τελικά ο Μίνως Μάτσας κράτησε τις γερές ρίζες και ανέπτυξε δικά του κλαδιά. Αντί να τραβήξει προς την οικογενειακή υπόθεση της δισκογραφίας, υποτάσσοντας σε αυτήν την καλλιτεχνική του κλίση, έγινε ο ίδιος μουσικός και συνθέτης. Δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε αυτονόητο. Και όμως τα κατάφερε κυριολεκτικά με το σπαθί και το ταλέντο του να κερδίσει την αγάπη, τον σεβασμό και την αναγνώριση. Ποιος από εμάς δεν έχει σιγοτραγουδήσει το «Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου» ή το «Καράβια βγήκαν στη στεριά»; Ακαταπόνητα εργατικός, μονίμως βουτηγμένος μέσα σε καινούργια σχέδια, αφιερώθηκε τα τελευταία χρόνια στο να καταδείξει την οικουμενική κληρονομιά του ρεμπέτικου, συνδέοντάς το με τα μπλουζ, τα φάδος και το ταγκό. Πέρυσι χαρήκαμε τη μεγάλη συναυλία του στο κατάμεστο Ηρώδειο. Φέτος η τεράστια επιτυχία συνεχίστηκε στον δεύτερο κύκλο με μια αξέχαστη, ξανά sold out, βραδιά στις 16 Σεπτεμβρίου, πάλι κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης. Ο κόσμος είχε συρρεύσει από νωρίς, ανώνυμοι και επώνυμοι συναντήθηκαν στον ίδιο σφυγμό και στο τέλος είχαν όλοι αισθανθεί την ανάταση της μουσικής.

Ο Μάτσας έχει κυτταρική σχέση με το ρεμπέτικο και μπορεί να καταλάβει στο πετσί του τη διαχρονική αξία του και να του δώσει άλλη πνοή μέσα από ευφυείς ενορχηστρώσεις. Ο συνονόματος παππούς του ήταν ο πρωτοπόρος στη δισκογραφική ανάδειξη του δαιμονοποιημένου κάποτε είδους. Καθιέρωσε τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη όταν μόνο ο Μάνος Χατζιδάκις είχε τολμήσει να το υπερασπιστεί με την περίφημη διάλεξή του το 1949.

Ο πατέρας του, Μάκης, χάραξε και αυτός σπουδαίο ίχνος στο ελληνικό τραγούδι, βγάζοντας καλλιτέχνες μεγάλου διαμετρήματος. Αν διαβάσει κανείς το καλογραμμένο βιβλίο του «Πίσω από τη μαρκίζα», θα κάνει τον ανάπλου σε άλλες δεκαετίες. Η αδελφή του, Μαργαρίτα, μπήκε και αυτή με αξιώσεις στη δισκογραφία. Ο Μίνως, με φύση ευαίσθητη και ποιητική, βρήκε τον δρόμο του στη σύνθεση. Και έχοντας διαγράψει πια έναν κύκλο, μας κάνει κοινωνούς στην ωριμότητά του.

Στο Ηρώδειο χαρήκαμε ένα μουσικό ταξίδι δικής του σύλληψης στον χώρο και στον χρόνο, όπου αναδύθηκαν οι μορφές του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, πέρασε από τα καταγώγια της Αθήνας στις όχθες του Μισισιπή, στη Λισσαβώνα και έφτασε στoυς οίκους ανοχής του Μπουένος Αϊρες παρέα με τον Ρόμπερτ Τζόνσον, την Αμάλια Ροντρίγκες και τον Κάρλος Γαρδέλ. Οπως δήλωσε και ο ίδιος στην αρχή της συναυλίας, «Με συγκινεί ιδιαίτερα επειδή αυτά τα τραγούδια έχουν ευαισθησία, δύναμη και αλήθεια.Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς και μόνο με ένα αγνό αίσθημα μπορείς να τα αγγίξεις. Γι’ αυτό, ανοίξτε τις καρδιές σας και ελάτε μαζί μας στο ταξίδι αυτό».

Το συγκινητικότερο όλων ήταν και η παρουσία των ερμηνευτών που έδωσαν τα ρέστα τους: από τον Κώστα Τριανταφυλλίδη και τη Δήμητρα Μωραΐτη έως τη Λίνα Καρντόσο Ροντρίγκες από την Πορτογαλία, την Ντέμπορα Ρας από την Αργεντινή και τον Ερικ Μπι Τέρνερ από τον αμερικανικό Νότο, σε μια απίστευτη διαδρομή 30 τραγουδιών. Ελπίζουμε και του χρόνου!

