Τετάρτη ξημέρωμα. Η ώρα ήταν 6 και στο λιμανάκι των Κουφονησίων δεν υπήρχε ψυχή. Στον ορίζοντα τρεμόπαιζαν τα φωτάκια από τα χωριά της Αμοργού. Σε πρώτο πλάνο, το σκοτεινό σουλούπι της Κέρου που είχε μιαν απόκοσμη αύρα. Ως σήμερα κανείς δεν έχει καταφέρει να λύσει τον αρχαιολογικό γρίφο της. Γιατί οι αρχαίοι Κυκλαδίτες πήγαιναν στο ιερό που υπήρχε στο Δασκαλιό (τότε χερσόνησό της, σήμερα νησάκι) για να αποθέσουν τα σπασμένα τους ειδώλια; Ακατοίκητη εδώ και δεκαετίες, κηρυγμένη ολόκληρη αρχαιολογικός χώρος, είναι ένα άβατο για τους ανθρώπους που ξέρει να κρατά τα μυστικά του.

Ωστόσο η «μοναξιά» της θα έσπαγε για λίγο. Το καΐκι «Μαριγώ» προτού χαράξει γέμισε με ηχεία, κονσόλες, καλώδια, μουσικά όργανα, μαζί με καμιά 20αριά τεχνικούς, τον αρχιμουσικό Κορνήλιο Μιχαηλίδη, τον φωτογράφο Νίκο Κοκκαλιά και την αφεντιά μου. Επιτέλους ο καιρός είχε συγκατανεύσει για να γίνει εκείνο το απόγευμα μια σπουδαία συναυλία σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού και σκηνογραφική σύλληψη του Κωνσταντίνου Γιαννιώτη, που κινδύνευσε να αναβληθεί λόγω των μποφόρ, και πραγματοποιήθηκε και στο Δημοτικό Σχολείο Κουφονησίων.

Το Φεστιβάλ Κουφονησίων που ίδρυσε ο Μιχαηλίδης θα οργάνωνε ένα μοναδικό ρεσιτάλ στο νησί με τη συνεργασία της Εφορείας Κυκλάδων για να εορτάσει τα δέκα χρόνια του με πρόγραμμα κατάλληλο της συγκυρίας: «5.000 χρόνια ελληνικού ήχου», από την αρχαιότητα έως το Βυζάντιο, την Αναγέννηση και το σήμερα με τη συμμετοχή εξαίρετων σολίστ και τραγουδιστών και της ηθοποιού Ολιας Λαζαρίδου. Αλλωστε τα πρώτα αγαλματίδια που συνδέουν τους Ελληνες με τη μουσική, ο αρπιστής και ο αυλητής, στην Κέρο βρέθηκαν: Τώρα το ερημονήσι θα άκουγε ξανά τον ήχο τους. «Ηκοψε ο άνεμος», είπε ο καπετάνιος στο καΐκι με την κλασική κυκλαδίτικη λαλιά και όντως σε 20 λεπτά φθάσαμε απέναντι, την ώρα ακριβώς που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ακούμπησαν το πέλαγος και μερικές απορημένες κατσίκες μάς παρακολουθούσαν από απόσταση. Στο νησί είχε στηθεί μια πρόχειρη προβλήτα. Από εκεί πέρασε όλο το τεχνολογικό υλικό και μεγάλες μαξιλάρες στις οποίες κάθισε το κοινό, που τοποθετήθηκαν 300 μέτρα πιο πάνω, στη θέση Κονάκια με τα παλιά ποιμνιοστάσια.

Στα επόμενα δρομολόγια της «Μαριγώς» ήρθαν σε δεύτερο χρόνο οι μουσικοί και οι τραγουδιστές και στο τέλος οι ακροατές, ανάμεσα στους οποίους η Κατερίνα Σακελλαροπούλου (που εξακολουθεί να τιμά τους νησιώτες) αλλά και ο έφορος Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Δημήτρης Αθανασούλης, ο οποίος με πνεύμα ανοιχτό και πάντα με τις απαραίτητες προδιαγραφές φροντίζει για την «επανοικείωση» αρχαιολογικών τοποθεσιών. Στις 4 το απόγευμα ήταν όλα έτοιμα. Μέσα στην απόλυτη ησυχία που διαταρασσόταν μόνο από καμιά σπιλιάδα, ακούστηκαν οι πρώτες νότες μιας άρπας, ανακατασκευασμένης όπως στην αρχαιότητα, και ενός διαύλου. Μια ανατριχίλα μάς διαπέρασε όλους, αισθανθήκαμε κομμάτι αυτού του τοπίου με τις κοφτερές κορφές σαν ράχη δεινοσαύρου, συνεχιστές μιας παράδοσης που μας γυρίζει πίσω χιλιετίες, στους δελφικούς και ορφικούς ύμνους, και φτάνει έως τις ημέρες μας. Ο ήχος αντηχούσε στα παλιά μαντριά, στις πεζούλες, στα λαγκάδια και στα υψώματα, στα σύννεφα.

Και κάπως έτσι, συνθέσεις του Κουμεντάκη και του Ιάννη Ξενάκη μπλέχτηκαν με τη μυσταγωγική ερμηνεία της musicAeterna Byzantina που έχει ιδρύσει ο Κουρεντζής, με τον χοράρχη Αντώνη Κουτρουπή και τη Λιβανέζα τραγουδίστρια Ριμπάλ Γουεμπέ να κλέβουν την παράσταση. Ακούσαμε ακόμα θρακιώτικα τραγούδια ξενιτιάς με άριες από την όπερα «Ορφέας» του Μοντεβέρντι, την Ολια Λαζαρίδου να απαγγέλλει Ρίλκε, βιώσαμε ένα μουσικό αφήγημα που έκλεινε μέσα του απίστευτη δύναμη. Εφυγα κρατώντας τους στίχους από το αρχαιότερο γνωστό τραγούδι, τον Επιτάφιο του Σείκιλου: «Οσο ζεις να λάμπεις, καθόλου μη λυπάσαι. Για λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του». Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στον Κορνήλιο Μιχαηλίδη και στον Μιχαήλ Μαρμαρινό, στη musicAeterna Byzantina, στον Δημήτρη Τηλιακό, στον Δημήτρη Δεσύλλα, στον Γιώργο Ταμπάκη, στον Σωκράτη Σινόπουλο, στον Callum Armstrong, στη Μαρία Χριστίνα Harper, στο Oros Ensemble, στην Ολια Λαζαρίδου και στους τεχνικούς που έστησαν κάτι αδιανόητης δυσκολίας. Και ομορφιάς.

