«Παλιά, τη γλάστρα με τον βασιλικό “για το καλό” που τη βάζαμε πάνω από το πιεστήριο, όταν γινόταν ο αγιασμός στην αρχή του τρύγου, την έφερνε η αδελφή του παππού, η Βερόνη. Υστερα κράτησε την παράδοση η μάνα μου. Οταν “έφυγε” η Αθηνά, συνέχισε ο πατέρας μου. Και τώρα στην πρώτη έναρξη χωρίς τον κυρ Γιάννη, την έφερα εγώ. Η ατμόσφαιρα αυτές τις ημέρες στο κτήμα είναι παράξενη δίχως την παρουσία του. Ολοι μας αισθανόμαστε αμηχανία και συγκίνηση. Ο Μπουτάρης είχε τον τρόπο του να τον αγαπούν όλοι, να σε κοιτάζει στα μάτια όταν σου μιλάει, να σέβεται τους πάντες. Να δίνει, μα κυρίως να δίνεται. Μας λείπει. Μόνη παρηγοριά είναι ότι πήραμε τη σκυτάλη σε κάτι το οποίο λάτρευε τόσο πολύ και μας έμαθε και εμάς να το αγαπάμε», έλεγε ο γιος του Στέλλιος στην «Κ» για τον άνθρωπο που άφησε το ίχνος του στον ελληνικό οίνο, στην πόλη του τη Θεσσαλονίκη αλλά και στην καρδιά όλων όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά. Αξιοι και οι δύο γιοι του που έχουν μπολιαστεί από το μοναδικό του πνεύμα και βέβαια συνεχίζουν το έργο του στα αμπέλια και στα κρασιά.

«Για τον πατέρα μου αλλά και για όλους όσοι εργάζονται στον τομέα αυτόν η περίοδος του τρύγου είναι η πιο σημαντική μέσα στο έτος. Τότε θα δεις τους κόπους σου να ανταμείβονται, τότε θα καταλάβεις τι έφτιαξες και πώς θα γίνει ωραίο κρασί, τότε θα διαπραγματευθείς τις τιμές. Μέσα μου κρατώ την εικόνα του να είναι στο καφενείο στο Αμύνταιο και να μιλάει για το θέμα αυτό με τους αμπελουργούς. Είναι ο καιρός της συγκομιδής αλλά και τον δοκιμών. Αλλωστε ο κυρ Γιάννης και την ίδια τη ζωή σαν τρύγο την έβλεπε και αυτόν τον τίτλο διάλεξε και για τη βιογραφία του, που έκανε με τη συνεργασία της Μαρίας Μαυρικάκη», λέει ο Στέλλιος, που ξεκίνησε τη βεντέμα από τη Σαντορίνη στις 6 Αυγούστου και θα τη συνεχίσει μέχρι και τις 20 του Οκτώβρη στη Φλώρινα. Ανάλογα με τις ποικιλίες, την περιοχή αλλά και τις συνθήκες, ο τρύγος γίνεται σε διαφορετικούς χρόνους.

«Από παιδί ήξερα ότι το αμπέλι θα ρίζωνε στη ζωή μου», έλεγε ο Μπουτάρης. Οπως και ο κυρ Γιάννης, ο Στέλλιος μεγάλωσε και αυτός μέσα στη δουλειά του παππού του. «Στο παλιό μας σπίτι στη Νάουσα, ο πατέρας μου τέτοια περίοδο έφερνε μούστο, ο οποίος με τον καιρό υφίσταται μια μικρή ζύμωση. Και φαίνεται εγώ παιδάκι μια μέρα έφαγα πολύ και ζαλίστηκα. Η μάνα μου γελούσε: “Το πρώτο σου μεθύσι”, μου είπε», θυμάται. Μια σοφή παροιμία λέει πως βάζεις το αμπέλι για τα εγγόνια σου. Στην περίπτωση του αγαπημένου μας κυρ Γιάννη, ό,τι «φύτεψε» θα συνεχίσει να ευεργετεί τις επόμενες γενιές. Και δεν μιλάμε μόνο για την παραγωγή ωραίων κρασιών, αλλά για το κουράγιο του να βοηθήσει τη Θεσσαλονίκη να ανακαλύψει το παρελθόν της, να δώσει ένα διαφορετικό παράδειγμα στο τι σημαίνει πολιτική, αλλά και να αφήσει μια σπουδαία παρακαταθήκη αξιών.



