Στο έργο κάποιων ζωγράφων μπορείς να βρεις ίσκιο να ξαποστάσει η ψυχή σου. Στις συνθέσεις τους υπάρχει ένα βουβό νεύμα που σε καλεί λες και ήξερες τις μορφές αυτών που πρωταγωνιστούν στον καμβά ή τα σπίτια στα οποία φιγουράρουν, τα τοπία που τους περιβάλλουν. Η δουλειά της Λήδας Κοντογιαννοπούλου πάντοτε με συγκινούσε, μου άνοιγε «θυρίδες» σε έναν άλλο κόσμο, φανταστικό ή πραγματικό. Τώρα αναμένω με μεγάλη ανυπομονησία τη νέα της έκθεση που εγκαινιάζεται στις 11 Σεπτεμβρίου στην Αίθουσα Τέχνης Σκουφά. Ζωγράφος που δεν βιάζεται να δείξει την καινούργια σοδειά της αν δεν την έχει περάσει από την αυστηρότατη βάσανο της εσωτερικής κρίσεως, η παλιά μαθήτρια του Γιάννη Ψυχοπαίδη ετοιμάζεται να μας συστήσει τις δικές της «Νύχτες», όπως είναι και ο τίτλος του καινούργιου αφιερώματος.

Η δέκατη ατομική έρχεται ως φυσική συνέχεια, επέκταση αλλά και υπέρβαση της προηγούμενης δουλειάς της, «Το Σπίτι της Μνήμης» του 2021, στο Μουσείο Μπενάκη. Εκεί είχαμε δει τα θαυμάσια εσωτερικά σπιτιών –ορθότερα: πορτρέτα δωματίων και ανθρώπων– στα οποία είχε αποτυπώσει τους χώρους όπου έζησε ο Σεφέρης, η Νάτα Μελά, ο Παναγιώτης Τέτσης. Κάποια από τα έργα αυτά που αφορούσαν τον νομπελίστα ποιητή τα έκανε μάλιστα δωρεά και στο πολύ κομψό μικρό μουσείο που δημιουργήθηκε στην πρεσβεία μας στο Λονδίνο, τιμώντας την εκεί παρουσία και προσφορά του ως διπλωμάτη.
Τα φρέσκα έργα της Κοντογιαννοπούλου παρουσιάζονται συνολικά σε τέσσερις ζωγραφικές ενότητες: φιγούρες, αστικά τοπία, συνθέσεις και εσωτερικά. Μέσα από τη νέα αυτή παραγωγή αναδεικνύεται ακόμα μια φορά το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, η εσωτερικότητα και η οικειότητα που γεννά η νύχτα. Τις ώρες που κρύβεται ο ήλιος, άνθρωποι και αντικείμενα έχουν μια μυστική ζωή.

Το περιγράφουν πολύ ωραία δύο καταξιωμένοι Ελληνες ποιητές που προσφέρουν ως δώρο τα κείμενά τους στον κατάλογο της έκθεσης. «Μέσα από τη ζωγραφική, καλούμαστε να δούμε και να “διαβάσουμε” τη νύχτα όχι ως τέλος, αλλά ως αρχή. Μια αρχή εσωτερικής περιπλάνησης, όπου το φως δεν αποκαλύπτει απλώς, αλλά ψιθυρίζει», γράφει ο Γιάννης Αντιόχου, ενώ η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη συμπληρώνει: «Αραγε αυτό δεν αναζητούμε και στους πίνακες που ζωγράφισε στο σπίτι της οδού Αγρας, την οικία Σεφέρη, στην προηγούμενη έκθεσή της; Τα “φιλολογικά” στοιχεία που αποκαλύπτουν κάτι από τη ζωή των ανθρώπων που έζησαν εκεί και, συνεπώς, τον τρόπο που έβλεπαν τον κόσμο; Κρυμμένα μυστικά, έναν πίνακα, ένα βιβλίο, ένα χαλί, ένα λαμπατέρ».
Πέρα από τις μορφές της που ξεπροβάλλουν μέσα από ένα μπλε νυχτερινό φόντο αλλά και τα αναμμένα φώτα σε σπίτια σε μια ώρα μεταιχμιακή ανάμεσα στη νύχτα και στη μέρα, το βλέμμα μου πάντα προτιμά κάποιες νεκρές φύσεις της που μοιάζουν να τιμούν τον Μοράντι, τον μετρ που με ταπεινά αντικείμενα έφτιαχνε αριστουργήματα. Η Κοντογιαννοπούλου είναι μια ζωγράφος διανοούμενη, απολύτως διασυνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή ζωγραφική παράδοση, που τρέφεται από αυτήν και από τη λογοτεχνία, δίχως να είναι ξεκομμένη όμως από το σήμερα. Ο χρωστήρας της έχει μια εξαίσια λεπταισθησία. Στους βάρβαρους καιρούς μας είναι βάλσαμο για τον νου και για την ψυχή. Η έκθεσή της θα διαρκέσει ένα μήνα, έως τις 11 Οκτωβρίου.

