Οι αρχιτέκτονες έφαγαν πολύ «ξύλο» τη δεκαετία της κρίσης. Αλλά ήταν και από τους πρώτους που «σήκωσαν κεφάλι» όταν σταδιακά η οικοδομική δραστηριότητα άρχισε να παίρνει ξανά τα πάνω της. Σήμερα η αρχιτεκτονική κοινότητα της χώρας διάγει μια από τις πιο παραγωγικές φάσεις της μεταπολεμικής ιστορίας της.
Οι λόγοι είναι πολλοί. Η οικονομική μεγέθυνση, σε συνδυασμό με την εκτόξευση της τουριστικής κίνησης, αύξησε κατά πολύ την «πίτα». Αν και τα ελληνικά γραφεία ίσως δεν έχουν μεγαλώσει τόσο ώστε να μπορούν να διαχειριστούν αυτόνομα μέγκα πρότζεκτ, όπως αυτά που προκύπτουν διαρκώς στο Ελληνικό, είναι σίγουρο ότι τα τελευταία χρόνια έχουν δυναμώσει σε τέτοιο βαθμό που διεκδικούν ισότιμη παρουσία σε επενδυτικά σχέδια μεγάλης και υπερτοπικής κλίμακας που παλαιότερα έμοιαζαν απαγορευτικά για τα εγχώρια σχήματα. Οι συγκοινωνούντες παράγοντες της εκπαίδευσης και της εξωστρέφειας έχουν σίγουρα βάλει το δικό τους λιθαράκι σε αυτόν τον ενάρετο κύκλο προόδου και ταλέντου.

Από αυτήν την άποψη, η απονομή των Βραβείων Ελληνικής Αρχιτεκτονικής που διοργάνωσε για 16η συνεχή χρονιά η αρχιτεκτονική επιθεώρηση DOMa στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη στο κτίριο της οδού Πειραιώς θύμιζε περισσότερο ένα τεράστιο πάρτι με παρόντα πολλά από τα πιο αναγνωρίσιμα ονόματα του χώρου· ένα είδος γιορτής ανάμεσα σε φίλους και συναδέλφους που έχουν πολύ περισσότερα να μοιραστούν από το να χωρίσουν.
Τα γνωρίσαμε το 2009 ως Βραβεία Δομές, σε μία εποχή που το διαγωνιστικό πνεύμα της κοινότητας μονοπωλούσαν τα βραβεία του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, που ευτυχώς εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά πραγματοποιούνται πλέον κάθε τέσσερα χρόνια – η τελευταία απονομή ήταν το 2022 και η επόμενη θα είναι το 2026. Μία από τις βασικές διαφορές ανάμεσα στους δύο θεσμούς είναι η σύσταση των κριτικών επιτροπών τους: στα Βραβεία Ελληνικής Αρχιτεκτονικής, όπως μετονομάστηκαν το 2020, η κριτική επιτροπή αποτελείται αποκλειστικά από ξένους επαγγελματίες και ακαδημαϊκούς.

Μια πρώτη, κοινή παραδοχή για τις φετινές συμμετοχές και όσες προκρίθηκαν είναι η τάση υπέρβασης του «εύκολου μινιμαλισμού» των τελευταίων ετών. Στον αντίποδα, η προσεγμένη ογκοπλασία, η χωρική επεξεργασία και η υλικότητα, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, φαίνεται ότι παραμένουν σταθεροί φάροι διεξόδου από την κοινοτοπία. Αλλά η φετινή διοργάνωση είχε να επιδείξει μια σειρά από ρεκόρ καθώς και καινοτομίες που συνδέονται με το… καλό φεγγάρι της ελληνικής αρχιτεκτονικής: 288 υποβληθείσες συμμετοχές (περισσότερες από κάθε άλλη χρονιά, +27% σε σχέση με πέρυσι), σημαντική παρουσία αλλά κυρίως επιβράβευση γραφείων με έδρα στην ελληνική περιφέρεια, καθιέρωση μιας νέας κατηγορίας βραβείου με τίτλο «Καλύτερο πραγματοποιημένο έργο στην Κύπρο», μια κίνηση αναγνώρισης ενός ισότιμου πόλου και αναμφίβολα η ιδρυτική πράξη ενός διαλόγου που μόλις ξεκίνησε. Η κατηγορία «Βραβεία συναδέλφων» –που απονέμονται εθιμοτυπικά στο τέλος της τελετής– πρόσφερε το πιο καταπραϋντικό, το πιο συμφιλιωτικό, το πιο τρυφερό, το πιο ενωτικό κλείσιμο της βραδιάς.


