Θα ήταν ένα είδος «αποκατάστασης» και απόδοσης ύστατης καλλιτεχνικής δικαιοσύνης, έστω και στο «παρά ένα» του βίου. Αλλά ο Μαρτίνος Γαβαθάς (1943-2025) δεν στάθηκε τυχερός. Η πρώτη αναδρομική έκθεση αυτού του σχεδόν «αόρατου» εκθεσιακά ζωγράφου και χαράκτη ήταν γραφτό να πραγματοποιηθεί ερήμην του· ο τιμώμενος καλλιτέχνης έφυγε από τη ζωή αιφνιδίως, δύο μήνες πριν από τα εγκαίνια, τον περασμένο Μάρτιο. «Σαν να το σχεδίαζε να μείνει μακριά από οποιαδήποτε δημοσιότητα γύρω από το έργο του, αληθινός αναχωρητής, όπως υπήρξε και στα χρόνια του ώριμου βίου του, όταν ζωγράφιζε μοναχικά και ανύποπτα στο εργαστήριό του, με μόνη του επαφή με τα εγκόσμια της τέχνης τη διδασκαλία του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και την έγνοια του για τους φοιτητές του», όπως τόσο εύστοχα σημειώνει η Ελισάβετ Πλέσσα στο εισαγωγικό της κείμενο στον κατάλογο/μονογραφία της έκθεσης που η ίδια επιμελήθηκε και φιλοξενείται έως τις 29 Ιουνίου στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, με τίτλο «Συνάψεις».

Γιος Αθηναίου επιπλοποιού, είχε την τύχη οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες να ενθαρρυνθούν από την οικογένειά του και ιδίως από τον πατέρα του, ο οποίος φρόντισε για ένα σύντομο αλλά καθοριστικό πέρασμα από το εργοστάσιο επίπλων Σαρίδη. Εκεί γνωρίζει τη Χαρίκλεια Μυταρά, η οποία συστήνει τον Γαβαθά στον Δημήτρη Μυταρά κι αυτός με τη σειρά του στην καλλιτεχνική κοινότητα της Αθήνας. Ο εκκολαπτόμενος ζωγράφος και χαράκτης θα φοιτήσει στην ΑΣΚΤ, ενώ με την υποστήριξη του Μυταρά και άλλων συναδέλφων του θα δοκιμάσει από το 1977 μια παράλληλη ακαδημαϊκή πορεία ως λέκτορας στη σχολή· πορεία που θα αποδειχθεί η βασική επαγγελματική του ενασχόληση, δημιουργώντας μέχρι τέλους (συνταξιοδοτήθηκε το 2006) ισχυρούς δεσμούς με τους φοιτητές του, οι οποίοι κυριολεκτικά τον λάτρευαν.

Γιατί, όμως, το όνομα του Μαρτίνου Γαβαθά έμεινε στη σκιά άλλων, ίσως λιγότερο ταλαντούχων ομοτέχνων του; Ο συνδυασμός της ελάχιστης εκθεσιακής του δραστηριότητας (προϊόν μιας ακλόνητης πεποίθησης που δεν μπορούσε να δει τη ζωγραφική ως εμπορεύσιμο αγαθό), μιας σύνθετης και ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας και ψυχισμού, αλλά και μια σειρά από τυχαία γεγονότα, θα επιτείνουν τον μοναχικό δρόμο που είχε ο ίδιος επιλέξει. Οταν λοιπόν τη δεκαετία του ’80 ο Αλέξανδρος Ιόλας θα τον ξεχωρίσει και θα τον προσκαλέσει να συζητήσουν πιθανή συνεργασία που θα περιλάμβανε πιθανότατα και παρουσία σε γκαλερί του εξωτερικού, ο Γαβαθάς δεν θα ανταποκριθεί ποτέ λόγω ασθένειας της μητέρας του. Ο Ιόλας θα εξοργιστεί και δεν θα επανέλθει. Σχεδόν εκ παραλλήλου, η χλιαρή υποδοχή της μοναδικής του ατομικής έκθεσης (στη «Μέδουσα» το 1986) από συναδέλφους και Τύπο, εξαιτίας μιας τολμηρής για την εποχή «συνομιλίας» ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ενότητες έργων (τρία μεγάλα έργα παραστατικής ζωγραφικής μαζί με κολάζ χαρακτικών από κρεμάμενες λωρίδες ανεικονικών ζωγραφιών του), θα ενισχύσουν το μοναχικό μονοπάτι του.

Ομως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να σβήσει ένα πυκνό έργο ανάμεσα στη ζωγραφική και στη χαρακτική, που τώρα παρουσιάζεται στο αθηναϊκό κοινό μέσα από τέσσερις ενότητες. Συνολικά εκτίθενται 90 έργα του καλλιτέχνη σε χαρτί, καμβά και ξύλο, καθώς και έργα που δημιούργησε με μια προσωπική τεχνική κολάζ ξυλογραφίας, όλα με κοινό παρονομαστή την οπτική συγκίνηση. Σημειώστε ότι τα Σάββατα 14, 21, 28 Ιουνίου και την Κυριακή 29 Ιουνίου (τελευταία ημέρα της έκθεσης) στις 12.30 θα πραγματοποιηθούν ξεναγήσεις ανοιχτές για το κοινό από την επιμελήτρια της έκθεσης και της έκδοσης, Ελισάβετ Πλέσσα.


