Δευτέρα βράδυ. Τα συνεχή σφυρίγματα του τροχονόμου έφθαναν μέχρι το εσωτερικό του βιβλιοπωλείου «Επί Λέξει» που είναι κεντρικότατα, στην Πανεπιστημίου. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν με σακούλες γεμάτες δώρα, ο εορταστικός καταναλωτισμός αντίδοτο στο memento mori. Αυτή η φρενίτιδα στην καρδιά της Αθήνας ήταν σε τέλεια αντιδιαστολή με το βιβλίο που παρουσιαζόταν εκείνη την ημέρα: η τελευταία ποιητική συλλογή του Κυριάκου Συφιλτζόγλου (1983) με τίτλο «Ακατοίκητα» από τις εκδόσεις Ποταμός και φωτογραφίες του ιδίου. Από το 2012, με επίκεντρο τη Δράμα όπου ζει, επισκέπτεται χωριά του νομού, μπαίνει σε εγκαταλελειμμένες κατοικίες και φωτογραφίζει το εσωτερικό τους. Συνήθως είναι παλιά οθωμανικά σπίτια των 77.000 μουσουλμάνων που έμεναν στην περιοχή πριν από την Ανταλλαγή του 1923, τα οποία καταλήφθηκαν στη συνέχεια από Ποντίους, Καππαδόκες, Ανατολικοθρακιώτες και ύστερα άδειασαν ξανά με τη μεγάλη μετανάστευση στη Γερμανία το 1960. Είναι σπίτια «μπέικα», όπως τα λέει ο ίδιος, χτισμένα δηλαδή από ευκατάστατους, αλλά και σπιτάκια ταπεινά, σίγουρα πάντως δίχως ενοίκους, κάποια γκρεμισμένα, άλλα σε καλύτερη κατάσταση, ορισμένα χωρίς στέγες. Φτιαγμένα από πέτρα, καλάμια, λάσπη, έχουν παραδοθεί στη φθορά. Μερικά αντέχουν περισσότερο γιατί ήταν κατασκευασμένα από πιο γερά υλικά, είχαν τζάκια σε κάθε δωμάτιο και χαμάμ.

Μέσα τους κρύβουν ιστορίες και οι μόνοι μάρτυρες που μπορούν να τις διηγηθούν είναι τα πράγματα που έχουν μείνει πίσω πεταμένα εδώ κι εκεί. Βιβλία, γράμματα, φωτογραφίες, ρούχα, δελτία εισόδου – εξόδου (κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα ήταν έως το ’70 στρατιωτικοποιημένη ζώνη με φυλάκια), παλιά ραδιόφωνα, έπιπλα. Κτερίσματα τα ονομάζει ορθά ο Κυριάκος.

Μεγαλώνοντας στο χωριό Πλατανιά προς το Παρανέστι, ο Συφιλτζόγλου έπαιζε με τους συνομηλίκους του μέσα σε τέτοιες κατοικίες. Καθώς ερήμωναν τα χωριά και όλο και περισσότερος κόσμος έφευγε για τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το εξωτερικό, όλο και πλήθαιναν τα ακατοίκητα. Αρχικά η επίσκεψη σε αυτά ήταν μια βόλτα εξερεύνησης με φίλους του λογοτέχνες, φωτογράφους, φυσιολάτρες. Τελικά έγινε η πνευματική τροφή για την ποίηση και τις φωτογραφίες του, οι απόντες άνθρωποι, τα σπαράγματα, τα ίχνη τους, η ιστορία του τόπου του, στον οποίον επιμένει να ζει ενώ όλοι οι κοντινοί του φεύγουν για τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Κοινός παρονομαστής του βιβλίου, ο πανδαμάτωρ: «Ο χρόνος νοιάζεται, φυλάσσει, περιποιείται. Ο χρόνος ομοφωνεί, συνυπογράφει, ασπάζεται, αναγνωρίζει. Ο χρόνος χαιρετίζει –μην απορείτε–, εν τη απουσία ο χρόνος συνερίζεται», είναι ένα από τα ποιήματα στις φρεσκοτυπωμένες σελίδες.

Την ώρα που τον άκουγα να λέει πώς τρύπωσε στα σπίτια αυτά από τα παράθυρα που έχασκαν, από τις γκρεμισμένες μάντρες, τις ρημαγμένες πόρτες, τους τρύπιους τοίχους, ότι μια – δυο φορές το πάτωμα υποχώρησε κάτω από τα πόδια του και γραπώθηκε από τα δοκάρια, σκεφτόμουν ότι η ζωή στην επαρχία προσφέρει δώρα που εμείς οι άνθρωποι της πόλης δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Ενα από αυτά είναι η έξαψη της ανακάλυψης, αλλά το σπουδαιότερο ίσως είναι η αίσθηση της συνέχειας και η συνειδητοποίηση της ματαιότητας. Αυτός ο σκονισμένος κόσμος των ερειπωμένων χωριών του Συφιλτζόγλου είναι πιο κοντά στην ύπαρξη από τους γεμάτους με αυτοκίνητα δρόμους, από τα διαμερίσματα όπου στοιβάζουμε το έχειν μας πιστεύοντας ότι ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος μας.


