Στη χώρα μας οι άνθρωποι που υπηρετούν με αφοσίωση και (συχνά) αυταπάρνηση κρατικούς θεσμούς δεν αναμένουν επιβράβευση. Ανασκουμπώνονται και εργάζονται για δεκαετίες με γνώμονα το καθήκον και όχι την αναγνώριση του Δήμου ή των Σοφιστών. Και αν καμιά φορά έρθει η τελευταία, αναδύεται μια φυσική σεμνότητα για το πώς θα τη διαχειριστούν. Οπως ο Παναγιώτης Πικραμμένος που την Τρίτη αναγορεύθηκε σε μια ωραία τελετή στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών επίτιμος διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου που έσπευσε να τον καμαρώσει καθώς και η ίδια σταδιοδρόμησε στον δικαστικό κλάδο πριν γίνει πρώτη πολίτης της χώρας. Στις πρώτες σειρές ήταν επίσης ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, κορυφαίοι υπουργοί, ανώτατοι εκπρόσωποι της δικαιοσύνης, διπλωμάτες, πανεπιστημιακοί που θέλησαν να βρεθούν κοντά στον πρώην πρωθυπουργό, τέως αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και πρόεδρο ε.τ. του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε μια ιδιαίτερη στιγμή της πορείας του.

Στην προσφώνηση ο πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής Γεράσιμος Σιάσος, στάθηκε στις θέσεις ευθύνης που ανέλαβε ο κ. Πικραμμένος αλλά και στις δύσκολες συγκυρίες που κυριαρχούσαν εκείνες τις περιόδους. Ακολούθησε χαιρετισμός του υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη. Την παρουσίαση του έργου και της προσωπικότητας του τιμωμένου έκανε ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Δελλής. Την ανάγνωση των κειμένων του ψηφίσματος της Σχολής, της αναγόρευσης και του διδακτορικού διπλώματος και την περιένδυση του τιμωμένου με την τήβεννο της Σχολής έκανε ο Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής Κωνσταντίνος Χριστοδούλου.

Ως θέμα της ομιλίας ο κ. Πικραμμένος διάλεξε το πολύ ενδιαφέρον ρητορικό ερώτημα, εάν έχει «πολιτικό» ρόλο το Συμβούλιο της Επικρατείας: «Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ο δικαστής δεν έχει ευχέρεια επιλογών, αφού είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει αυτό που του υπαγορεύει ο νόμος. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Στην πραγματικότητα ο δικαστής έχει ευχέρεια τόσο στην αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών όσο και κατά την εφαρμογή του κανόνα δικαίου. Ερμηνεύει τον νόμο (και η ερμηνεία αυτή δεν είναι στατική) ή και συμπληρώνει τα κενά του νόμου. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει νομολογιακούς κανόνες. Υπάρχουν λοιπόν αρκετά περιθώρια», τόνισε.

Και το Συμβούλιο της Επικρατείας; Μπορεί να ασκήσει «πολιτική» με τις αποφάσεις του; «Εφόσον ο διοικητικός δικαστής έχει την εξουσία να κρίνει τις σχέσεις μεταξύ διοικήσεως και διοικουμένων, οι αποφάσεις του ασκούν εκ των πραγμάτων επιρροή στο πολιτικό πεδίο. Ο διοικητικός δικαστής είναι ο δικαστής της διοικήσεως. Ομως, η διοικητική δράση είναι ένα από τα μέσα, το κυριότερο ίσως, υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής. Ετσι, και μόνο από το γεγονός ότι έχει την εξουσία να ακυρώσει διοικητικές πράξεις, πιστεύω ότι ο δικαστής έχει, εντέλει, έναν “πολιτικό” ρόλο», επισήμανε ο πρόεδρος ε.α. του θεσμού συμπληρώνοντας: «Ο δικαστής πρέπει πάντα να δίνει λύσεις που δεν ξεφεύγουν από τη νομιμότητα. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να επιλύει κοινωνικά και άλλα προβλήματα, χωρίς να εμποδίζει τη δράση της διοικήσεως, αλλά να την εκλογικεύει. Αυτά ισχύουν ιδιαίτερα σε περιόδους έντονων πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων και αναταραχών, όπου το κοινωνικό συμβόλαιο κινδυνεύει να διαρραγεί. Στις οριακές αυτές περιπτώσεις αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο ο εξισορροπητικός ρόλος του δικαστή. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ο δικαστής, ιδιαίτερα του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει πέρα από τις νομικές γνώσεις να έχει ευρύτητα πνεύματος και αντίληψη των προκλήσεων και προβλημάτων της σύγχρονης εποχής».

Η ακεραιότητα του Παναγιώτη Πικραμμένου –όπου και αν υπηρέτησε– ήταν η πυξίδα σε όλη τη ζωή του και όπως εύστοχα είπε και ο πρύτανης του ΕΚΠΑ στην ομιλία του: «Το δάκρυ του στη Βουλή των Ελλήνων έχει καταγραφεί ανεξίτηλα στη μνήμη όλων όσοι πιστεύουμε στη δημοκρατία και στη δικαιοσύνη».

