Ηταν μια αντίθεση με δύο κόσμους που φάνηκε να ενώθηκαν για μερικά δευτερόλεπτα. Σάββατο βράδυ έξω από το σταθμό μετρό του Μεγάρου, κατέφθαναν εκατοντάδες Αθηναίοι ντυμένοι με τα επίσημά τους για να παρακολουθήσουν τη συναυλία του Θεόδωρου Κουρεντζή. Από το απέναντι ρεύμα της λεωφόρου, ένα σμήνος από ντελίβερι έκανε μοτοπορεία με κόρνες, απεργώντας για τα αιτήματα των διανομέων. Μερικοί φιλόμουσοι χειροκρότησαν σε ένδειξη συμπαράστασης, άλλοι προχώρησαν βιαστικά για να εισέλθουν, καθώς το πλήθος ήταν μεγάλο. Καρφίτσα δεν έπεφτε στη μεγάλη Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», με θεατές που ήρθαν για να δουν τον Eλληνα μαέστρο ο οποίος κάνει τεράστια διεθνή καριέρα. Η μαζική προσέλευση δεν σημαίνει ότι όλοι ήταν λάτρεις του Μάλερ, όμως ο Κουρεντζής έχει αυτό το χάρισμα. Μπορεί να μετατρέπει φιλοπερίεργους που έρχονται να τον δουν στο πόντιουμ σε υποψήφιους εραστές του κλασικού ρεπερτορίου. Το πάθος και οι δονήσεις που εκπέμπει, η αφοσίωσή του, η αίσθηση ότι λειτουργεί ως σύγχρονος «αγωγός» στη μουσική που γράφτηκε αιώνες πριν σε κάνουν να ενδιαφερθείς. Και ήταν πολύ αισιόδοξη η εικόνα αρκετών νέων ανθρώπων που βρέθηκαν στο Μέγαρο, σαν μια σιωπηρή υπόμνηση ότι μπορούν κι εκείνοι να ακολουθήσουν το όνειρό τους, όπως ο –γεννημένος στον Βύρωνα το 1972– διευθυντής ορχήστρας.

Ο Κουρεντζής δεν διαμεσολαβεί μόνο για να καταλάβουμε και να αισθανθούμε συνθέτες όπως ο Μπετόβεν ή ο Μπαχ. Το πρώτο μέρος της βραδιάς αφιερώθηκε στον Γερμανοαμερικανό Τζέι Σβαρτς (1965). Τίτλος της σύνθεσης «Passakaglia» (μουσική φόρμα της εποχής του μπαρόκ), που όμως αναφερόταν απολύτως στον 21ο αιώνα για να σχολιάσει το ζήτημα της μετανάστευσης και της συνεχόμενης αναζήτησης ταυτότητας. Γράφτηκε για τον Κουρεντζή και τη Utopia Orchestra, κάνοντας πρεμιέρα στη Φιλαρμονική του Βερολίνου στα τέλη Οκτωβρίου. Σίγουρα, κάθε ακροατής βάζει άλλες εικόνες στη μουσική που ακούει, αλλά οι επαναλαμβανόμενες νότες του Σβαρτς με έκαναν να νιώθω ότι για 25 λεπτά ήμουν σε ένα αεροπλάνο που αγκομαχούσε στον αέρα. Σαν να άκουγε κανείς συνεχώς θορύβους από μηχανές, σφυρίγματα διαφορετικών πιέσεων, σειρήνες. Ηταν γοητευτικά τρομακτικό, αλλά και τρομακτικά γοητευτικό την ίδια στιγμή. Ενας παλλόμενος βόμβος που αντανακλά τον κόσμο μας ο οποίος δοκιμάζεται από πολέμους και κρίσεις, αναγκάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους να αναζητούν αλλού στέγη. Ο ίδιος ο Κουρεντζής στις κινήσεις του επάνω στο πόντιουμ θύμιζε πτηνό με μακριά μαύρα φτερά. Αφότου ακούστηκε και η τελευταία νότα, έπεσε για δευτερόλεπτα μια βαθιά σιγή στην αίθουσα, ωστόσο τα δάκτυλα του αριστερού του χεριού συνέχιζαν να κουνιούνται σαν ο ίδιος να άκουγε κάτι που εμείς αδυνατούσαμε να αφουγκραστούμε.
Ο Τζέι Σβαρτς, που ανέβηκε μαζί του στη σκηνή, καταχειροκροτήθηκε.

Το δεύτερο μέρος της βραδιάς, η συμφωνία αρ. 5 σε ντο δίεση ελάσσονα του Μάλερ, διάσημη για το περίφημο Adagietto της, ήταν σίγουρα κάτι πιο βατό από τον Σβαρτς. Το κοινό κρατούσε σχεδόν την αναπνοή του για μία ολόκληρη ώρα, θαυμάζοντας τόσο τον μαέστρο όσο και τους μουσικούς του, που συναντιούνται μαγικά στην ίδια ανάσα. Στο τέλος ήρθε η αποθέωση και το αντίδωρο του Κουρεντζή στο ελληνικό κοινό: «Συζητήσαμε με την ορχήστρα τι θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε μετά τον Μάλερ. Η απάντηση είναι τίποτε. Και έτσι αντί να παίξουμε μουσική, αποφασίσαμε να τραγουδήσουμε». To εντυπωσιακό φινάλε ήταν η καντάτα του Μπαχ: «Jesu, Joy of Man Desiring».


