Η αίθουσα του Ζαππείου Μεγάρου, όπου έγινε την Τετάρτη η δημοπρασία της «Nεοελληνικής Ζωγραφικής και Γλυπτικής, 19oυ και 20ού αιώνα» από τον Οίκο Βέργος άρχισε να γεμίζει πριν από τις 6 το απόγευμα. Κάποιοι από τους ενδιαφερομένους είχαν ήδη εξετάσει από κοντά τα έργα κατά τη διάρκεια της τριήμερης έκθεσης που προηγήθηκε, μια παρουσίαση ανοιχτή για το κοινό, που πρόσφερε την ευκαιρία σε εν δυνάμει αγοραστές να δώσουν τις πρώτες προσφορές. Η δημοπρασία της 3ης Δεκεμβρίου αναμενόταν ενδιαφέρουσα, «πολλά υποσχόμενη», όπως μας είπε ο Ανδρέας Βέργος. Ωστόσο, φρόντισε να μην αποκαλύψει εκ των πρότερων τα δυνατά «χαρτιά» της βραδιάς. Ετσι, τα 139 έργα ζωγραφικής και γλυπτικής καταξιωμένων καλλιτεχνών επρόκειτο να αποδείξουν την εμπορική δυναμική τους επιτόπου, χωρίς προγνωστικά «βαρίδια».
Πάντως προχθές η αίθουσα του Ζαππείου έμοιαζε περισσότερο με σκηνή παρά με τόπο εμπορικής συναλλαγής. Οι πλειοδότες, καθισμένοι σε τακτικές σειρές, κρατούσαν τις αριθμημένες «ρακέτες» τους σαν να επρόκειτο για σήματα που θα τους οδηγούσαν από τα παρασκήνια στο φως. Αλλά και η αναμονή που προηγήθηκε της εμφάνισης του πρώτου έργου τέχνης έμοιαζε σκηνοθετημένη: το τέλος μιας θεατρικής πράξης που θα μετέτρεπε τις ψιλοκουβέντες μεταξύ γνωστών και φίλων σε σιωπές ανταγωνιστών. Με το πρώτο «πάμε» από τον «κήρυκα» Ανδρέα Βέργο, η ατμόσφαιρα γέμισε νεύματα, μικρές κινήσεις και ανήσυχα βλέμματα που πετάγονταν από τις σελίδες του καταλόγου στα πρόσωπα των ανταγωνιστών.


Οι δημοπρασίες συχνά αντιμετωπίζονται ως τεχνικοί μηχανισμοί εμπορίου, όμως κατά τη γνώμη μας είναι κάτι βαθύτερο: πρόκειται για έναν ζωντανό μηχανισμό αποτίμησης, όχι μόνο έργων και αντικειμένων, αλλά και επιθυμιών, φιλοδοξιών, ακόμη και προσωπικού κύρους. Κάθε υψωμένη «ρακέτα», κάθε «χτύπημα» μέσω τηλεφώνου ή Διαδικτύου δεν εκφράζει απλώς μια τιμή, αλλά μια στιγμή επιβεβαίωσης απέναντι σε αντιπάλους.
Μολονότι δεν υπάρχει πλέον σφυράκι για να χτυπά στο έδρανο του δημοπράτη, κάθε προσφορά επιταχύνει τον παλμό της αίθουσας. Ο ρόλος του «κήρυκα», καθοριστικός: είναι ο ενορχηστρωτής της βραδιάς, με καλλιτεχνικές γνώσεις, κοινωνικές δεξιότητες και εμπορικές αρετές, που αποσκοπεί σε «ρεκόρ». Και τα ρεκόρ έγιναν προχθές: το μικρού μεγέθους «Ερωτικό» του Γιάννη Μόραλη, με εκτίμηση 20.000-30.000 ευρώ, εκτοξεύτηκε στις 114.676 ευρώ μετά μια έντονη και δυνατή «κούρσα» των διεκδικητών. Ο πίνακας «Νέος σκεπτόμενος» του Γιάννη Τσαρούχη, με αρχική εκτίμηση στις 60.000-80.000, ανέβηκε στις 139.884 ευρώ. Ο «Ηρωας» του Εγγονόπουλου έκλεισε στις 152.488 ευρώ και ο «Ερωτόκριτος και Αρετούσα» του Θεόφιλου στις 134.552 ευρώ. Οσο για την «Ανάσταση» του Παρθένη, έφτασε τις 327.456 ευρώ, όχι πολύ ψηλότερα από την ανώτατη αποτίμηση του έργου στον κατάλογο του οίκου.

«Εχουμε πέσει σε μια άτυπη κούρσα ανάμεσα στον Γιάννη Τσαρούχη και στον Γιάννη Μόραλη. Κάπου κάπου, το δίπολο σπάει ο Νίκος Εγγονόπουλος», λέει στην «Κ» ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς. Η παρατήρησή του σχετικά με την εμπορική αποτίμηση της νεοελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής στη δευτερογενή αγορά επιβεβαιώνεται εν πολλοίς και από τα αριθμητικά στοιχεία του 2025.
Στις τέσσερις δημοπρασίες ελληνικής τέχνης που γίνονται ετησίως –δύο από τον Οίκο Βέργος στην Αθήνα και δύο από τον Οίκο Μπόναμς (Greek Sales) στο Παρίσι–, οι ζωγράφοι που ξεπέρασαν κατά πολύ το φράγμα των 100.000 ευρώ ήταν σταθερά οι Τσαρούχης, Μόραλης και Εγγονόπουλος. Αρκετά κοντά τους κινήθηκε ο Φώτης Κόντογλου στους Μπόναμς, ενώ από τον ίδιο οίκο, στις 19 Νοεμβρίου, δύο έργα του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και ένα του Θεόφιλου συμπλήρωσαν το Top 5 της δημοπρασίας, με τιμές πώλησης που κυμάνθηκαν από περίπου 122.000 έως και τις 500.000 ευρώ.


«Είναι προφανές ότι την κούρσα της αγοράς των δημοπρασιών οδηγούν οι συγκεκριμένοι τρεις ζωγράφοι της λεγόμενης γενιάς του 1930», παρατηρεί ο κ. Μυλωνάς, «και κατά μία έννοια τα έργα τους αποτελούν τους κράχτες μιας δημοπρασίας. Το ευτύχημα είναι ότι πρόκειται για σημαντικούς καλλιτέχνες, με αναγνωρίσιμο ζωγραφικό λεξιλόγιο, γεγονός που δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό τις υψηλές τιμές τους».
Πριν βιαστούμε όμως να διαπιστώσουμε μια εμμονή των συλλεκτών για τις παλαιότερες καλλιτεχνικές αξίες, ας θυμηθούμε πως για πολλά χρόνια τον πλειοδοτικό χορό των δημοπρασιών οδηγούσε η Σχολή του Μονάχου, με ζωγράφους σαν τον Ιακωβίδη και τον Γύζη. «Σήμερα δεν ισχύει το ίδιο για τα έργα τους, και ίσως ο μόνος εκπρόσωπος της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα που παραμένει ψηλά είναι ο Κωνσταντίνος Βολανάκης με τις θαλασσογραφίες του, αγαπημένο θέμα των απανταχού Ελλήνων πλοιοκτητών», σχολιάζει ο ιστορικός τέχνης, εντοπίζοντας την εξέλιξη του γούστου των συλλεκτών, που προφανώς συμβαδίζει με την ηλικία.
Σύγχρονοι ζωγράφοι
Τον ρωτάμε τη γνώμη του για τη μεγάλη απόκλιση στις τιμές έργων τέχνης που υπογράφουν οι παραπάνω καλλιτέχνες σε σχέση με τα έργα των σύγχρονων Ελλήνων ζωγράφων, από τους εκπροσώπους της γενιάς του ’70 έως και ζώντες δημιουργούς. «Εδώ τα πράγματα είναι πραγματικά άνισα και τολμώ να πω άδικα», λέει ο κ. Μοσχονάς, επισημαίνοντας ότι ανάμεσα σε αυτούς τους καλλιτέχνες συγκαταλέγονται άξιοι δημιουργοί σαν τον Χρόνη Μπότσογλου. «Η αγορά της τέχνης είναι ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας», καταλήγει. «Τα ρεκόρ αντικατοπτρίζουν τους μεγάλους συλλέκτες που κινούνται με άνεση σε εξαψήφιους αριθμούς πώλησης και κάτω από αυτούς βρίσκεται η μεσαία τάξη που αγοράζει με δυσκολία και σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς βαθιά γνώση του αντικειμένου».

