Οι επισκέπτες της Εθνικής Πινακοθήκης που θαυμάζουν την «Εαρινή Συμφωνία» του Νικολάου Γύζη, στον πρώτο όροφο του μουσείου, ίσως να μην μπορούν να φανταστούν την περιπέτεια που πέρασε ο πίνακας του 1886 μέχρι να φθάσει στην Αθήνα. Η αλληγορική σκηνή με τις αιθέριες μορφές βρισκόταν αρχικά στην Πινακοθήκη του Μονάχου, αλλά αποσύρθηκε στις αποθήκες του μουσείου επειδή θεωρήθηκε από τους συντηρητές ότι «έπασχε» από τη λεγόμενη «ασθένεια του λευκού», ένας μεταφορικός όρος που επινοήθηκε τότε για να περιγράψει την κατάσταση του πίνακα. Ο Γύζης, θέλοντας να αποδώσει τη φωτεινότητα της σκηνής, είχε ζωγραφίσει σε εξωτερικό χώρο χρησιμοποιώντας λευκό του μολύβδου ως υπόστρωμα, κάτι που προκάλεσε ορισμένες χημικές αντιδράσεις και έδινε την εντύπωση ότι το έργο ήταν κατεστραμμένο ή προορισμένο να καταστραφεί. Από τις αποθήκες του Μονάχου πουλήθηκε σε έναν Ελβετό έμπορο τέχνης και από εκεί πέρασε στα χέρια του Αντώνη Μπενάκη, ο οποίος όμως συνειδητοποίησε ότι δεν έμοιαζε με το έργο που είχε δει αρχικά στο Μόναχο και σκεφτόταν να ζητήσει πίσω τα χρήματά του. Τελικά, παρά τις αμφιβολίες, το έργο έμεινε στην κατοχή του και το 1928 το δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη.
Η άγνωστη ιστορία του πίνακα αποτυπώνεται σε μια εικαστική αφήγηση, σε μορφή ημερολογίου, που συνθέτει η Νατάσα Μπιζά, για την πρώτη έκθεση αρχειακής τέχνης που παρουσιάζει η Εθνική Πινακοθήκη με τίτλο «Changing Grounds». Η εικαστικός, μέσα από τέσσερα έργα, με πρώτη ύλη τα αρχεία της Πινακοθήκης, έρχεται να ρίξει φως σε άγνωστες πτυχές που προκύπτουν από την ενδελεχή έρευνα επιστολών, εικόνων και σημειώσεων. Μία από αυτές αποτυπώνεται και στο οπτικοακουστικό έργο με τίτλο «Η βάση», δίπλα στο οποίο υπάρχει ένα αντίγραφο της βάσης του γλυπτού του Χρήστου Καπράλου «Εθνική Καρτερία» (1952). Το έργο (το γύψινο εκμαγείο του είναι στις συλλογές της Πινακοθήκης) βρίσκεται σχεδόν παραμελημένο σε έναν ανθόκηπο της Ρόδου, με τη βάση του να παραμένει στην αρχική της θέση, σε κεντρική πλατεία του νησιού. Η κ. Μπιζά μέσα από σημειώσεις του ίδιου του καλλιτέχνη, που εντόπισε στο αρχείο της Πινακοθήκης, μας μιλάει για την αποκόλληση του έργου, το οποίο λογοκρίθηκε από τον Τύπο καθώς θεωρήθηκε ότι μια χαροκαμένη άγνωστη γυναίκα δεν θα μπορούσε να εκφράζει το εθνικό αίσθημα και τον πόνο του πολέμου.
Η κ. Μπιζά μέσα από αυτές τις αφηγήσεις δεν επιδιώκει μια απλή παράθεση θεσμικών τεκμηρίων, όπως είπε. Αντιθέτως, μέσω της καλλιτεχνικής πράξης μάς μιλάει όχι μόνο για έργα της μόνιμης συλλογής της Πινακοθήκης, αλλά και για τους ανθρώπους της και το ίδιο το κτίριο. Σε αυτά τα δύο θέματα εστιάζουν τα έργα «Κουρτίνα» και «Κοπή βασιλόπιτας». Στο πρώτο, η εικαστικός στήνει μια εγκατάσταση με περσίδες, αποτελούμενη από φωτογραφίες του 2006 ενός δέντρου που έπεσε και σκέπασε τα παράθυρα της Πινακοθήκης και εικόνες από το 1969, όταν τοποθετήθηκαν κουρτίνες με απόφαση του Ανδρέα Ιωάννου, διαδόχου του Μαρίνου Καλλιγά και διορισμένου επί χούντας. Ο Καλλιγάς είχε διαφωνήσει με την επιλογή αυτή. Η καλλιτέχνις αναδεικνύει εδώ το φως όχι μόνο ως μέσο θέασης και ανάδειξης της τέχνης, αλλά και ως εργαλείο ελέγχου. Ετσι, οι κουρτίνες γίνονται σύμβολο της αμφίσημης φύσης του φωτός, που μπορεί να αποκαλύπτει αλλά και να περιορίζει. Τέλος, ο επισκέπτης έρχεται μπροστά σε 16 φωτογραφίες, οι οποίες παρουσιάζονται με τη μορφή χαράξεων σε ορείχαλκο. Εκεί δεν απεικονίζονται πρώην διευθυντές της Πινακοθήκης, ούτε επίσημοι σε εγκαίνια και εκδηλώσεις, αλλά άγνωστοι υπάλληλοι που δούλευαν και φρόντιζαν το μουσείο και οι οποίοι πέρασαν στην αφάνεια.
Διάρκεια: 13/11/2025 – 30/9/2026.

