Μπροστά στα έργα του Γιάννη Ευθυμίου ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι ο ζωγράφος έχει οργανώσει το δικό του διακριτό και αναγνωρίσιμο εικαστικό λεξιλόγιο, μια πύλη σε μια χώρα ύλης και πνεύματος με στοιχεία ηρωικά και αυτοβιογραφικά. Στην έκθεσή του «Η κορυφή είναι πίσω από το βουνό», ο Ευθυμίου συνομιλεί, έστω και αν δεν το επεδίωξε, με τον Κόντογλου και τον Ματίς, με τη βυζαντινή τέχνη και με τις ποπ εκδοχές ενός νέου λογιωτατισμού. Λέει πως το δικό του πεδίο αναφορών συνεχώς διευρύνεται: «Από τη γενιά του ’30, τον Αουερμπαχ, τον Χόκνεϊ, τον Βαν Γκογκ, τη λαϊκή τέχνη και πολλούς άλλους – οι επιρροές μου φτάνουν μέχρι τις ταπισερί και το Super Mario».
Η δισδιάστατη προοπτική στα έργα του υπηρετείται από την ξεχωριστή τεχνική του. Τα έργα του είναι χρωματιστός χαρτοπολτός. «Μου επιτρέπει μια αφηγηματική ελευθερία και έναν πλαστικό περιορισμό, κάτι που με βοηθά να ανασυστήσω την εικόνα και να εκφράσω άμεσα τη σκέψη μου», εξηγεί ο ίδιος. «Δεν πρόκειται για χαρτί που επιχρωματίζεται ώστε να σχηματιστεί η εικόνα – ο ίδιος ο χαρτοπολτός, τη στιγμή που απλώνεται στη σήτα, δημιουργεί και την εικόνα. Φτιάχνω τον χαρτοπολτό από χρωματιστά χαρτόνια, δημιουργώντας μία χρωματική παλέτα. Το υλικό που προκύπτει είναι μία υγρή μάζα χαρτιού, την οποία απλώνω σε τελάρα με σήτα, ώστε να φύγει η υγρασία και να μείνει το χαρτί». Ο επιμελητής της έκθεσης, Γιώργος Μυλωνάς, επισημαίνει πως «ο χαρτοπολτός, με την αδρή υφή του, αντικαθιστά τον μετωπικό χειρισμό του Κόντογλου με μια υλικότητα εξίσου αποκαλυπτική».

Αυτός ο κόσμος του Γιάννη Ευθυμίου ξεδιπλώνεται σε οροπέδια, πλαγιές, ξέφωτα, αρχέγονα τοπία που δεν παραπέμπουν όμως σε μια κλασική τοπιογραφία. Ενοικούνται τα τοπία του από καβαλάρηδες ή αναβάτες, στοιχεία προνεωτερικότητας και μοντερνισμού συμπλέουν σε μια νέα υβριδική συνθήκη. «Η ανάβαση στο μυαλό μου σχετίζεται με τη μοναχικότητα αλλά και την αποφασιστικότητα του αναβάτη, όποιο μέσο και αν χρησιμοποιεί – εδώ έχουμε άλογα και μηχανές», λέει ο Γιάννης Ευθυμίου. «Το μέσο δίνει στον αναβάτη ώθηση και μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και ελευθερίας. Εκεί έρχεται το “ηρωικό” στοιχείο, το οποίο δεν είναι άλλο από την έκφραση μιας παιδικής αφέλειας. Φαντάζομαι, ας πούμε, ένα παιδί που παίζει με στρατιώτες και κάστρα· δημιουργεί έναν δικό του κόσμο και ξεφεύγει για λίγο από την πραγματικότητα. Για μένα, “κατάκτηση” είναι ακριβώς η επιστροφή σε αυτή την παιδικότητα, κάτι που δεν εκπληρώνεται σε απόλυτο βαθμό, οπότε και εντείνει το αίσθημα του ανικανοποίητου».

Κατά τον Γιώργο Μυλωνά, η ζωγραφική του Γιάννη Ευθυμίου, «ενώ συνδιαλέγεται με διεθνείς αναζητήσεις, από τον Σεζάν έως τον Χόκνεϊ, εντάσσεται ταυτόχρονα σε μια ελληνική συνέχεια, όπου το τοπίο δεν είναι μόνο χώρος αλλά και κώδικας, φορέας ταυτότητας και μνήμης».
Εχοντας εμπειρία από τη μαρμαρογλυπτική της Τήνου, πριν από τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ, ο Γιάννης Ευθυμίου εκτέθηκε στη χειρωναξία, στην εξημέρωση της ύλης, στην πνευματικότητα της επιφάνειας και στις ριπές μιας αρχέγονης παράδοσης. Η ζωγραφική απαιτεί απόσπαση και αφοσίωση σε μια εποχή ταχύτητας και πολυδιάσπασης, «ενώ ο καλλιτέχνης μάχεται για την επιβίωσή του και τη διατήρηση του πυρήνα του και της αυθεντικότητάς του». Οπως λέει ο ίδιος: «Αντλώ κουράγιο κάθε φορά που επιστρέφω στο εργαστήριό μου – πιστεύω στην τέχνη, στη διαχρονία της και στη δυνατότητά της να μεταμορφώνει τον κόσμο».
Αίθουσα Τέχνης Σκουφά, έως τις 8 Νοεμβρίου.

