Ξεκίνησε να φωτογραφίζει βραχονησίδες στη διάρκεια ενός καλλιτεχνικού residency στο ξενοδοχείο Eagles Palace στη Χαλκιδική. «Τις συγκεκριμένες λωρίδες γης τις γνώριζα. Οταν ήμουν μικρή, έπαιζα ένα παιχνίδι με τον αδελφό μου, που το ονομάζαμε η κατάκτηση της βραχονησίδας, ποιος δηλαδή θα έφτανε πρώτος ώς εκεί», λέει η Χριστίνα Δημητριάδη.
Κάνοντας μια αναζήτηση στο Διαδίκτυο έπεσε πάνω στη βραχονησίδα «Ο Ανθρωποφάς» κοντά στους Φούρνους Κορσεών και συνειδητοποίησε ότι οι βραχονησίδες δεν είχαν συμπεριληφθεί στη Συνθήκη της Λωζάννης που υπεγράφη το 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. «Τις αγνόησαν από τα επίσημα έγγραφα και έτσι με έναν τρόπο είναι σαν να μην έχουν χαρτογραφηθεί, παραμένουν μια αμφισβητούμενη ζώνη. Ετσι όταν προκύπτει μια ελληνοτουρκική κρίση, πηγαίνουν νέοι με zodiac και σημαίες να παίξουν πάλι την κατάκτηση της βραχονησίδας. Υπάρχει μια διεκδίκηση τοπίου», εξηγεί η Eλληνογερμανίδα φωτογράφος. Το project αυτό οδήγησε πριν από μερικά χρόνια στην παρουσίαση της έκθεσης «Ιsland Hoping» το 2018 στην Καρλσρούη, σηματοδοτώντας έτσι και την έναρξη μιας οδύσσειας γύρω από τη Μεσόγειο ως τόπο μνήμης και αναστοχασμού. Ακολούθησε η έκθεση «Horizon Wanderers» τον περασμένο χειμώνα με την καλλιτέχνιδα να καταγράφει με τον φακό της ναυπηγεία, ταρσανάδες αλλά και νεκροταφεία πλοίων με σιδερένια κουφάρια σε αποσύνθεση, ενώ πριν από λίγες ημέρες ξεκίνησε η έκθεσή της «J’ai perdu mon Eurydice» στην Αθήνα, εστιάζοντας στο μάρμαρο, ένα υλικό που φέρει μέσα του τον χρόνο και που, όπως επισημαίνει η ίδια, έχει χρησιμοποιηθεί και σε καιρούς δημοκρατίας αλλά και σε σκοτεινές περιόδους ως ένα σύμβολο δύναμης και διάρκειας. Οι τρεις αυτές φωτογραφικές σειρές υπαγορεύονται από τη λογική ενός ταξιδιού, αφηγούνται μια ιστορία. Εκκινούν από τον τόπο, μιλούν για το ταξίδι αλλά και την ύλη/γνώση που μεταφέρεται από γη σε γη.

«Υπάρχουν εικόνες που μένουν στο μυαλό μου και επιστρέφω σε αυτές πολλά χρόνια αργότερα», μας λέει. Το 2003, η καταξιωμένη εικαστικός είχε φωτογραφίσει τα νταμάρια από την επιχείρηση του πατέρα της, ωστόσο τώρα εξηγεί πως επέστρεψε στο μάρμαρο και στο Ικάριο αρχιπέλαγος για να αποτυπώσει φωτογραφικά μια τραγωδία. Πιάστηκε από τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης (ο τίτλος της έκθεσης είναι δάνειο από στίχο της όπερας του Gluck) για να τολμήσει ένα σχόλιο για την απώλεια, την ταυτότητα και τη μνήμη. Αναφέρει ότι Ευρυδίκη θα αποκαλούσαν και την ίδια αν η Γερμανίδα μητέρα της δεν είχε αντισταθεί στην ελληνική παράδοση που θέλει τα παιδιά να παίρνουν τα ονόματα των παππούδων της. Το Χριστίνα ήταν όνομα εύκολο και εύηχο και για τις δύο πατρίδες της. Επομένως, αυτή η δουλειά μιλάει και για το πώς διαχειρίζεται εκείνη την έννοια του ανήκειν; «Επισκέπτομαι πολύ συχνά την Ελλάδα, διαβάζω εφημερίδες, έχω φίλους και συνεργάτες, ακούω φανατικά Τρίτο Πρόγραμμα. Τις περισσότερες μέρες του χρόνου, όμως, απορώ πώς ζω στο Βερολίνο, μακριά από τη θάλασσα. Παρ’ όλα αυτά αισθάνομαι σπίτι μου και στις δύο χώρες. Οταν χώρισα με τον πατέρα του γιου μου, εκείνος έπιασε ένα σπίτι στον δρόμο απέναντι. Το παιδί αισθανόταν την ελευθερία να κινείται και στα δύο σπίτια, κάπως έτσι αισθάνομαι κι εγώ».
Ο Χριστιανόπουλος
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, η Χριστίνα Δημητριάδη άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία από πολύ μικρή. Τις πρώτες της φωτογραφίες τις έδειξε στον Μάνο Στεφανίδη και εκείνος τη σύστησε στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. «Ηταν από τους μέντορές μου. Με πίστεψε πολύ. Ερχόμουν από διαφορετικό κόσμο, παιδί ιδιωτικών σχολείων, πάντα όμως έψαχνα κάτι. Ο Ντίνος ήταν η άλλη μου ζωή στη Θεσσαλονίκη». Κάνοντας μια μέρα βόλτα στην παραλία, του ανακοίνωσε ότι θα φύγει για σπουδές στο Parsons School of Design στη Νέα Υόρκη. Την κοίταξε και της είπε: «”Χριστίνα, θα υποφέρεις πάντα από σχιζοφρένεια. Κάθε φορά που θα είσαι δυστυχισμένη, θα σου λείπει ο άλλος τόπος”. Θυμάμαι πως του απάντησα: Ντίνο, εγώ είμαι από πολλούς τόπους, αυτό είναι, μάλλον, αναπόφευκτο».
«Το μάρμαρο δίνει τη βεβαιότητα ότι το μνημείο θα επιζήσει, ικανοποιεί την άσβεστη επιθυμία του ανθρώπου να αφήσει κάτι πίσω του και έχει χρησιμοποιηθεί και για καλό και για κακό».
Τη ρωτάμε πώς σκέφτηκε να συνδέσει το μάρμαρο με τη σύγχρονη πραγματικότητα. «Το μάρμαρο δίνει τη βεβαιότητα ότι το μνημείο θα επιζήσει, ικανοποιεί την άσβεστη επιθυμία του ανθρώπου να αφήσει κάτι πίσω του και έχει χρησιμοποιηθεί και για καλό και για κακό». Φέρνοντας στον νου της παραδείγματα μνημείων «τρόμου», μας μιλάει ενδεικτικά για το Κολοσσαίο στη Ρώμη και για το Ολυμπιακό Στάδιο στο Βερολίνο όπου διεξήχθησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 επί Χίτλερ.

Τα μνημεία αυτά λειτουργούσαν και λειτουργούν ως υπομνήσεις για το πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους, τους ξένους. «Το έχει αναλύσει και ο Φρόιντ στη συμπεριφορά της μάζας, το πώς δηλαδή οι κυβερνήσεις τρομάζουν τον λαό. Και ο κακός είναι ο έξω. Στη Γερμανία, που η κατάσταση πλέον έχει αλλάξει δραματικά και φαίνεται και στην καθημερινότητα, επισκέπτονται στρατιωτικοί τα σχολεία και λένε στα παιδιά τι σημαίνει πόλεμος, τι σημαίνει υποστηρίζω το κράτος».
Ωστόσο η έκθεσή της κλείνει αισιόδοξα, με ένα αρχαίο θέατρο από μάρμαρο, με ένα σχόλιο δικό της ότι αυτός ο κόσμος μπορεί να σωθεί μόνο με τη γνώση. «Η αναπαράσταση βοηθάει στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και ψυχής. Για μένα το θέατρο αντιπροσωπεύει το απόλυτο μνημείο, το ιδανικό. Το θέατρο ως τέχνη επινοήθηκε όταν γεννήθηκε και η δημοκρατία. Και μόνο σε μια τέτοια συνθήκη μπορεί να αναπτυχθεί ο ελεύθερος λόγος», υποστηρίζει. Αναζητούσε, όμως, ένα θέατρο που θα είχε έντονα τα στοιχεία της ανασκαφής, όπως αυτό της Δήλου. «Δεν με ενδιέφερε ένα θέατρο όπως της Επιδαύρου, ήθελα να φαίνεται η προσπάθεια ανασύστασης του χώρου, ήθελα να έχει αυτό το από τα κόκαλα βγαλμένη, σαν να προσπαθείς να συναρμολογήσεις το ιδεώδες, την αλυσίδα, την επανασύνδεση».
«J’ai perdu mon Eurydice», έως 29 Νοεμβρίου, Εleni Koroneou Gallery.

