Συμβαίνει κάτι παράδοξο με το Κολωνάκι: Ενώ δικαίως θεωρείται η άτυπη πρωτεύουσα της εικαστικής σκηνής της χώρας, με ορισμένες από τις πλέον ιστορικές ελληνικές αίθουσες τέχνης να μετρούν δεκαετίες ζωής στους δρόμους του, είναι και το πρώτο που δέχεται τις αναταράξεις του εύθραυστου πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος. Τη δεκαετία της κρίσης, για παράδειγμα, όταν τα μισθώματα έπεσαν, εμφανίστηκε μια νέα γενιά γκαλερί που αξιοποίησε τη συγκυρία και δοκίμασε τις δυνάμεις της δίπλα στα μεγάλα ονόματα του χώρου.

Σήμερα, που τα δεδομένα έχουν αλλάξει σημαντικά και οι αξίες των ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας έχουν πάρει την ανιούσα, φαίνεται ότι ασκείται σχετική πίεση σε όσους γκαλερίστες δεν διαθέτουν δικό τους χώρο και βρίσκονται αντιμέτωποι με ανανεώσεις συμβολαίων. Πολύ συχνά δεν υπάρχει κάτι να διαπραγματευτούν, παρά τις καλές σχέσεις με τους ιδιοκτήτες. Απλώς ο προϋπολογισμός τους δεν αντέχει στη νέα πραγματικότητα.
Αυτή ήταν η περίπτωση του Γιώργου Τζάνερη (Genesis Gallery), που τον χειμώνα του 2024 μετακόμισε στην οδό Ιπποκράτους ύστερα από 14 πολύ «γεμάτα» χρόνια στην οδό Χάρητος, σε μία από τις πλέον ακριβοθώρητες διευθύνσεις του Κολωνακίου. «Δεν ήταν επιλογή μου να φύγω», λέει στην «Κ». Εληξε το συμβόλαιο του χώρου που μίσθωνε και με τον ιδιοκτήτη του δεν χρειάστηκε να πουν πολλά. Γνώριζαν και οι δύο ότι δεν θα συνέχιζαν μαζί. «Πολλοί ιδιοκτήτες, από διακριτικότητα περισσότερο, σου δίνουν να καταλάβεις ότι δεν υπάρχει νόημα να διαπραγματευτείς ένα νέο μίσθωμα επειδή ξέρουν εκ των προτέρων ότι δεν το αντέχεις…».
Η υποδοχή της νέας του γειτονιάς ξάφνιασε τον Τζάνερη σε βαθμό που δεν το περίμενε. «Μετρώντας ήδη ενάμιση χρόνο στον νέο χώρο στη Νεάπολη, ομολογώ ότι έπρεπε να είχα πάρει την απόφαση να φύγω από το Κολωνάκι νωρίτερα». Αναφέρεται στη ζεστή υποδοχή των περιοίκων, στη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα αλλά και στις περισσότερες επιλογές που έχουν οι επισκέπτες και οι πελάτες της γκαλερί όσον αφορά την πρόσβαση και τη στάθμευση. Σχετικά με το μίσθωμα στον νέο χώρο, δεν μπορεί να γίνει σύγκριση με το αντίστοιχο του Κολωνακίου. «Θα σας έλεγα ότι τη διαφορά που έχει το μίσθωμα του χώρου που νοικιάζω τώρα στη Νεάπολη με ενός αντίστοιχου χώρου στο Κολωνάκι, το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί καν να τη συλλάβει…».
«Βλέπουμε οικογένειες ολόκληρες με τα παιδιά τους να μπαίνουν μέσα και να χαζεύουν, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στην Ηροδότου», αφηγείται η Ραλλού Καρτέρη της «Περί Τεχνών».
Δεν είναι πολύ διαφορετική η ιστορία της αίθουσας «Περί Τεχνών», όπως μας την αφηγείται η Ραλλού Καρτέρη. Η γκαλερί ανοίγει το 1996 στην πλατεία Βικτωρίας, αλλά, εξαιτίας της υποβάθμισης της ευρύτερης περιοχής, το 2011 λαμβάνεται η απόφαση για μετεγκατάσταση στο Κολωνάκι. Η νέα πραγματικότητα της κρίσης επιτρέπει ένα τέτοιο βήμα και αποδεικνύεται επιτυχημένο.


«Για εμάς ήταν μια ευκαιρία, βρήκαμε τον χώρο στην οδό Ηροδότου, αλλά το 2024 ο ιδιοκτήτης μάς ενημέρωσε ότι δεν επιθυμούσε να ανανεώσει το συμβόλαιο λόγω ιδιοχρησίας», συνοψίζει η κ. Ραλλού Καρτέρη. Αναζήτησαν συνειδητά τη νέα τους στέγη στο κέντρο και πιο συγκεκριμένα στα Εξάρχεια. Το νέο μίσθωμα ήταν πολύ οικονομικότερο σε σχέση με το προηγούμενο. Η νέα τους γειτονιά δεν τους διέψευσε. «Βλέπουμε οικογένειες ολόκληρες με τα παιδιά τους να μπαίνουν μέσα και να χαζεύουν, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στην Ηροδότου».
Η Χριστίνα Ανδρουλιδάκη της CAN Gallery δεν έψαχνε κατ’ ανάγκη να φύγει από το Κολωνάκι. Αυτό που την κινητοποίησε αμέσως μετά την πανδημία για να αναζητήσει κάτι «άλλο» ήταν να βρει έναν σημαντικά μεγαλύτερο χώρο, που γνώριζε ότι δύσκολα θα έβρισκε στο Κολωνάκι και σίγουρα όχι στα επίπεδα τιμών που τελικά «προσγειώθηκε» μετακομίζοντας σε ένα εντυπωσιακό ισόγειο στην οδό Χαλκοκονδύλη, δύο λεπτά από την Ομόνοια. Στην πραγματικότητα υπερτριπλασίασε τις εκθεσιακές της δυνατότητες, αφού από τα 100 τ.μ. της οδού Αναγνωστοπούλου εκτοξεύθηκε στα 320.
«Δεν μεγάλωνα μόνο εγώ, μεγάλωναν και οι καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζομαι, αλλά και το είδος της τέχνης που ήθελα να δείξω στο Κολωνάκι και δεν μπορούσα, όπως, π.χ., γλυπτική». Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. «Εχοντας ζήσει σε ευρωπαϊκές μητροπόλεις, θεωρώ ότι δεν είναι δυνατόν στη δική μας πόλη να αποδεχόμαστε για το κέντρο της την ταυτότητα ενός γκέτο. Κι εγώ είχα τις αμφιβολίες μου αν κάνω το σωστό, αλλά επέμεινα». Δεν απογοητεύτηκε, χωρίς να παραβλέπει τις προκλήσεις. «Η γειτονιά ενθουσιάστηκε με τα νέα, η πρόσβαση σε σχέση με το Κολωνάκι είναι απείρως καλύτερη, το πάρκινγκ κοστίζει 5 ευρώ, όταν στο Κολωνάκι ήθελες 25. Προφανώς υπάρχουν ζητήματα και με την πορνεία και με τη χρήση ναρκωτικών, αλλά για κάποιο λόγο βρισκόμαστε σε ένα όριο που δεν μας δημιουργεί προβλήματα».
Η επιλογή της Χαλκοκονδύλη δεν την έβγαλε από τα ραντάρ της αγοράς ή των συλλεκτών; «Θα σας πω κάτι: στο Κολωνάκι δεν είχε μπει ποτέ κανείς που να μην τον γνώριζα. Επίσης, το 2025, υπάρχουν συλλέκτες που αγοράζουν χωρίς να έχουν πατήσει το πόδι τους στην γκαλερί. Επομένως, όχι: Οσο ήμουν στο ραντάρ στο Κολωνάκι, είμαι και στην Ομόνοια. Οποιος θέλει να αγοράσει θα σε βρει».

