Προσπαθούσε να μην αφήσει τίποτα στην τύχη. «Εάν κάποιος ζωγράφος με ενδιέφερε, τον ερευνούσα. Μελετούσα όλο το σώμα του έργου του και την προσωπική ζωή του καλλιτέχνη. Μόνο με αυτή τη γνώση μπορείς να δημιουργήσεις έναν νέο πίνακα που θα μπορούσε να είχε φιλοτεχνήσει και εκείνος», έλεγε στην «Κ» ο διαβόητος Γερμανός πλαστογράφος Βόλφγκανγκ Μπελτράκι. «Πρέπει να είσαι την ίδια στιγμή πολύ καλός ζωγράφος, ιστορικός τέχνης και συντηρητής».
«Οσα κι αν κατασχεθούν, δεν πρόκειται να σταματήσει η παραγωγή εάν δεν θεσμοθετηθεί και η καταστροφή τους, ώστε να αποτρέπεται η επανεμφάνισή τους στην αγορά», λέει η ιστορικός τέχνης Μαριλένα Κασιμάτη.
Μέχρι να καταδικαστεί σε κάθειρξη έξι ετών το 2011, ο Μπελτράκι είχε παραπλανήσει ορισμένους από τους μεγαλύτερους διεθνείς οίκους δημοπρασιών. Πέρα από τη νομική και ηθική διάσταση της υπόθεσής του, ειδικοί από τον κόσμο της τέχνης φαίνεται πως συμφωνούν σε ένα πράγμα: είχε αδιαμφισβήτητο ταλέντο. Δεν μπορούν, όμως, να ισχυριστούν κάτι αντίστοιχο για τους Ελληνες ομολόγους του, τα πλαστά έργα των οποίων κατασχέθηκαν τα τελευταία χρόνια έπειτα από αστυνομικές έρευνες σε γκαλερί, αποθήκες και εργαστήρια. Ακόμη κι αν αυτοί οι πίνακες πλασάρονται στους επίδοξους αγοραστές με κάποιο αληθοφανές αφήγημα, ή δήθεν πιστοποιητικά γνησιότητας, στην πλειονότητά τους η πλαστότητα «βγάζει μάτι».
Κάνουν ζημιά
Οπως παρατηρεί η Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά, γενική διευθύντρια του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών και ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τα πλαστά που εντοπίζονται στην Ελλάδα είναι συχνά κακόγουστα έργα. «Προσβάλλουν τον καλλιτέχνη στον οποίο αποδίδονται και προκαλούν γενικότερη ζημιά στην αντίληψη που υπάρχει για την τέχνη», τονίζει.
Ενα κύκλωμα που εξαρθρώθηκε το 2024 προσπαθούσε να διοχετεύσει στην ελληνική αγορά, μεταξύ άλλων, και υποτιθέμενα έργα του Πικάσο και του Πόλοκ. Ως δημιουργήματα των ίδιων καλλιτεχνών παρουσίαζε άλλους πίνακες ένα ακόμη κύκλωμα που εντοπίστηκε πρόσφατα από τους αστυνομικούς. Οπως προκύπτει από τις αστυνομικές έρευνες, στη χώρα μας οι πλαστογράφοι που συλλαμβάνονται κατά καιρούς έχουν πολυετή δράση. Σε κάποιες περιπτώσεις τα ίδια πρόσωπα εμπλέκονται σε διαφορετικές υποθέσεις. Εις βάρος τριών ατόμων που συνελήφθησαν την περασμένη Τρίτη είναι ανοιχτή άλλη δικογραφία για παρόμοια αδικήματα από το 2023. Αυτή η επιμονή προφανώς σημαίνει ότι υπάρχει στη χώρα μας ανοιχτό πεδίο δράσης. Ποιοι, όμως, και γιατί μπορεί να συναλλάσσονται με τους πλαστογράφους;
«Φοβάμαι ότι ένας λόγος είναι η άγνοια. Είμαστε πίσω στο κομμάτι της παιδείας στην Ιστορία της Τέχνης. Αρχισε να διδάσκεται στις φιλοσοφικές σχολές μόλις στη δεκαετία του ’80 και μέχρι σήμερα παραμένει ο φτωχός συγγενής στην έρευνα και στις χρηματοδοτήσεις», παρατηρεί η κ. Βουτυρά. Οπως η ίδια επισημαίνει, η έλλειψη γνώσης μπορεί να συνυπάρχει και με την έλλειψη γούστου, τον νεοπλουτισμό, το διαρκές κυνήγι μιας υποτιθέμενης «ευκαιρίας».
«Υπάρχει κόσμος που θα προτιμήσει να πάρει ένα δήθεν καλό ρολόι με 1.000 ευρώ, ακόμη κι αν δεν είναι γνήσιο. Θα το θεωρήσει καλή ευκαιρία, καθώς το αυθεντικό έχει πολλαπλάσια τιμή. Ετσι σκέφτονται και οι αγοραστές που παίρνουν αυτούς τους πίνακες. Θεωρούν ότι μία στο εκατομμύριο να είναι αυθεντικό, έκαναν την τύχη τους», λέει στην «Κ» συλλέκτης έργων τέχνης που δέχθηκε να μιλήσει ανώνυμα.
Η ιστορικός τέχνης Μαριλένα Κασιμάτη επισημαίνει ότι στην Ελλάδα «το επίπεδο των πλαστογράφων είναι κατώτατο». Ωστόσο φαίνεται πως επιμένουν στις απόπειρες παραπλάνησης επειδή υφίσταται και κενό στο σκέλος του ελέγχου της αυθεντικότητας. Η Εθνική Πινακοθήκη θα κληθεί να πιστοποιήσει τη γνησιότητα ενός έργου μόνο έπειτα από σχετικό αίτημα αστυνομικών ή δικαστικών αρχών. Δεν θα αναλάβει υποθέσεις ιδιωτών. Παρόμοια τακτική ακολουθούν τα τελευταία χρόνια και ιδρύματα του εξωτερικού για να αποφύγουν πιθανές αγωγές από την πλευρά των πωλητών. Και στη χώρα μας, στο παρελθόν, άνθρωπος εις βάρος του οποίου έχουν σχηματιστεί δικογραφίες για πλαστογραφία έχει καταθέσει αγωγές κατά ειδικών που αμφισβήτησαν τη γνησιότητα των έργων που διέθετε.
«Οσα πλαστά κι αν κατασχεθούν, δεν πρόκειται να σταματήσει η παραγωγή εάν δεν θεσμοθετηθεί και η καταστροφή τους, ώστε να αποτρέπεται η επανεμφάνισή τους στην αγορά», λέει η κ. Κασιμάτη.
Η οικογένεια ενός καλλιτέχνη, ένας ιστορικός τέχνης, κάποιος επιστημονικά καταρτισμένος συντηρητής, καθώς και ένας ειδικός στο έργο του συγκεκριμένου ζωγράφου, είναι ορισμένες από τις πηγές στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί ένας επίδοξος αγοραστής για να περιορίσει τις πιθανότητες εξαπάτησης. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη οδός. Οπως προτείνει η κ. Κασιμάτη, θα μπορούσαν οι επίδοξοι αγοραστές να στραφούν στην αγορά πινάκων σύγχρονων, νέων καλλιτεχνών, οι οποίοι βρίσκονται εν ζωή και θα μπορούσαν εύκολα να πιστοποιήσουν την αξία και την αυθεντικότητα ενός έργου.

