Τι καθορίζει την τιμή ενός έργου; Και τι ορίζει την αξία του; Γιατί ασχολούμαστε με τα 6,2 εκατ. δολάρια που κόστισε η περίφημη μπανάνα του Μαουρίτσιο Κατελάν και όχι με τα δεκάδες εκατομμύρια με τα οποία προσφάτως δημοπρατήθηκε έργο του Μονέ; Πρόκειται για σύμπτωμα της εποχής ή για θρυαλλίδα; Τι διαφορές έχουν η ιστορία της τέχνης και η αγορά της;
Τα ερωτήματα γύρω από το «Comedian», όπως ονομάζεται το έργο του Ιταλού εικαστικού, ανακυκλώνουν τα ζητήματα γύρω από την τέχνη και ανακυκλώνονται εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα, οπότε και ο Μαρσέλ Ντισάν, πατέρας της πρωτοπορίας του 20ού αιώνα, είχε παρουσιάσει την περίφημη «Κρήνη» του, το 1917. Θέτουν, όμως, ταυτόχρονα διλήμματα για όλους τους εμπλεκομένους της αγοράς: εικαστικούς, γκαλερίστες, συλλέκτες. Αυτό, εξάλλου, προκύπτει και από τις συνομιλήτριες της «Κ» επί του θέματος.
Η επιτοίχια, στηριγμένη με κολλητική ταινία μπανάνα του Μαουρίτσιο Κατελάν, είχε κάνει ήδη αίσθηση από το 2019.
Η επιτοίχια, στηριγμένη με κολλητική ταινία μπανάνα –που ρεπορτάζ λένε ότι είχε αγοραστεί προς 35 σεντς το ίδιο πρωί– του Μαουρίτσιο Κατελάν, ενός εικαστικού που σχεδόν πάντοτε δημιουργεί ντόρο γύρω από τα έργα του, είχε κάνει ήδη αίσθηση από το 2019, οπότε και είχε παρουσιαστεί σε «παγκόσμια πρώτη» στην Art Basel του Μαϊάμι. Δύο κομμάτια του έργου είχαν πωληθεί στην κατά τεκμήριο μία από τις επιδραστικότερες φουάρ διεθνώς προς 120.000 δολάρια.
Η τρίτη πωλήθηκε προ εβδομάδος από τον οίκο Sotheby’s σε δημοπρασία. Σε αυτή τη δημοπρασία το έργο έφτασε τα 6,2 εκατ. δολάρια, ξεκινώντας από τις 800.000, και κατέληξε στα χέρια του ιδρυτή της εταιρείας κρυπτονομισμάτων Tron, Τζάστιν Σαν. «Δεν είναι απλώς τέχνη. Είναι χαρακτηριστικό ενός πολιτιστικού φαινομένου που γεφυρώνει διαφορετικούς κόσμους: της τέχνης, των memes και της κοινότητας των κρυπτονομισμάτων», ήταν τα λόγια του Κινεζοαμερικανού επιχειρηματία, που δήλωσε ότι θα φάει την μπανάνα ως «μοναδική καλλιτεχνική εμπειρία», τιμώντας παράλληλα «τη θέση της στην ιστορία της τέχνης και τη λαϊκή κουλτούρα». Αργότερα είπε ότι δεν θα τη φάει αν ο Ελον Μασκ αποφασίσει να τη στείλει στον Αρη και τη Σελήνη.
Ποιος κρίνει την αξία ενός έργου τέχνης;
«Αυτό θα κριθεί από τον χρόνο και την ιστορία», λέει στην «Κ» η ιστορικός τέχνης Ελευθερία Τσέλιου, επικεφαλής της ομώνυμης αθηναϊκής γκαλερί. Ενας χρόνος που δεν υπολογίζεται μόνο σε διάρκεια αλλά και σε επίδραση, όπως μας είχε πει βετεράνος επιμελητής εκθέσεων σε ανύποπτο χρόνο. «Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για έργο-τομή, είναι ένα ακαδημαϊκό έργο –ο Ντισάν το 1917 ήταν πρωτοπορία, τώρα ο Κατελάν, με αυτό το έργο, δεν είναι– και οπωσδήποτε δεν είναι αυτή απ’ όλες τις δημιουργίες του για την οποία θα μείνει στην ιστορία ο εν λόγω καλλιτέχνης», συμπληρώνει η Ελευθερία Τσέλιου.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για έργο-τομή, είναι ένα ακαδημαϊκό έργο και οπωσδήποτε δεν είναι αυτή απ’ όλες τις δημιουργίες του για την οποία θα μείνει στην ιστορία ο εν λόγω καλλιτέχνης.
«Ο ίδιος έχει έτσι κι αλλιώς αναφορές στην παράδοση του ready-made, την άρτε πόβερα, στο χιούμορ, στο παιχνίδι· δεν προσγειώνεται από το πουθενά. Τον γνωρίζουμε. Και αυτό το έργο, κατά τη δική μου γνώμη, δεν προσθέτει κάτι καινούργιο. Τα ερωτήματα, δηλαδή, που παραμένουν, σύμφωνα με τις επιταγές του μοντερνισμού, είναι ποια η θέση του στην ιστορία της τέχνης, πού απευθύνεται και ποια είναι η σχέση του με την κοινωνία. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Μαουρίτσιο Κατελάν δημιουργεί στην εποχή μας, τώρα», αναφέρει η γκαλερίστα.

Σε αυτό το σημείο, η εικαστικός Μαρία Οικονομοπούλου, που ζει και δημιουργεί μεταξύ Ρότερνταμ και Αθήνας και ετοιμάζεται για τη φουάρ της Αμβέρσας τον Δεκέμβριο με βελγική γκαλερί, σημειώνει, μιλώντας στην «Κ», ότι «υπάρχει πιθανότητα να μείνει στην ιστορία της τέχνης ως το τελικό ποσό της πώλησής του… Και εδώ υπάρχει τροφή για σκέψη: η τιμή είναι το ένα κρατούμενο. Ποια είναι, όμως, εντέλει η αξία του;».
Υπάρχει πιθανότητα να μείνει στην ιστορία της τέχνης ως το τελικό ποσό της πώλησής του… Και εδώ υπάρχει τροφή για σκέψη.
Η εικαστικός μάς λέει ότι το έργο τής άρεσε και πως η παρουσίασή του στη φουάρ του Μαϊάμι ήταν μια ωραία κίνηση. «Το παιχνίδι του μάρκετινγκ “χάλασε” την όλη υπόθεση. Ωστόσο, μου προκαλεί δημιουργικές απορίες σχετικά με το τι δίνει αξία σε ένα έργο· για ποιον λόγο εγώ, καλλιτεχνικά, δεν κάθομαι στ’ αυγά μου και δοκιμάζω διαρκώς», εξηγεί η ίδια.
Τα 6,2 εκατ. δολάρια και τα διλήμματα
Και τι δίνει αξία σε ένα έργο στην προκειμένη περίπτωση; Πώς έφτασε η μπανάνα να πωλείται προς 6,2 εκατ. δολάρια; «Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που γίνεται αυτό στην αγορά της τέχνης», ξεκαθαρίζει η Ελευθερία Τσέλιου. «Είναι ένα παιχνίδι που ξεπερνάει τον καλλιτέχνη· ένα παιχνίδι που δεν καθορίζει ο ίδιος αλλά η αγορά», προσθέτει. «Δείτε μόνο τι συμβαίνει στα evening sales των οίκων δημοπρασιών και θα καταλάβετε.
Είναι ένα παιχνίδι που ξεπερνάει τον καλλιτέχνη· ένα παιχνίδι που δεν καθορίζει ο ίδιος αλλά η αγορά.
«Υπάρχει ένα τμήμα της αγοράς της τέχνης που είναι σαν ένα παράλληλο σύμπαν – παρακμιακό για μένα. Εχουν συγκεντρώσει ένα τεράστιο κεφάλαιο, έχουν κάνει τα πάντα σε αυτή τη ζωή και αποφασίζουν να παίξουν με την τέχνη, να ανταγωνιστούν μεταξύ τους. Είναι οι ίδιοι που θεωρούν ότι, αν το έργο σου κοστίζει μερικές χιλιάδες, λογικά δεν θα είναι καμίας αξίας. Σαν τα διαμερίσματα: σήμερα, αν δεν το νοικιάσεις ακριβά, όλοι σκέφτονται ότι κάποιον λάκκο έχει η φάβα. Αυτό παρουσιάζει ανθρωπολογικό ενδιαφέρον», σημειώνει η Μαρία Οικονομοπούλου.
Ειδικά αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι ο Τζάστιν Σαν, που διανύει τη δεκαετία των 30, έχει ήδη αποκτήσει γλυπτό του Αλμπέρτο Τζακομέτι προς σχεδόν 80 εκατ. δολάρια.
Υπάρχει ένα τμήμα της αγοράς της τέχνης που είναι σαν ένα παράλληλο σύμπαν – παρακμιακό για μένα. Είναι οι ίδιοι που θεωρούν ότι, αν το έργο σου κοστίζει μερικές χιλιάδες, λογικά δεν θα είναι καμίας αξίας.
«Ταυτόχρονα, όμως, θέτει εμάς, τους εικαστικούς, ενώπιον ενός διλήμματος: να ανεβάσουμε τις τιμές των έργων μας, για να… αποκτήσουν αξία και για να καταφέρουν να πωληθούν από τους γκαλερίστες σε μεγάλες φουάρ, επειδή εκεί τα κόστη είναι μεγάλα, ή όχι; Ποιο είναι, τελικά, το λογικό επίπεδο των τιμών;» αναρωτιέται η ίδια.
Μία απάντηση σε αυτό θα ήταν, όπως λέει η Ελευθερία Τσέλιου, ο συνυπολογισμός της αξίας του έργου με τους όρους της αγοράς ή, σύμφωνα με τη Μαρία Οικονομοπούλου, η κλίμακα που έχει στο 1 τον νέο καλλιτέχνη και στο 10 τον Πικάσο, για παράδειγμα. «Ετσι ίσως αξιολογείς και πού βρίσκεσαι εσύ», λέει η εικαστικός.
Οι κανόνες της αγοράς και οι κανόνες της ιστορίας

Ταυτόχρονα, όμως, η Ελευθερία Τσέλιου τονίζει τον απλό κανόνα της προσφοράς και της ζήτησης που ισχύει στην ελεύθερη αγορά της τέχνης. «Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι μπορεί στον αγοραστή να άρεσε το έργο, κάτι να σημαίνει για τον ίδιο. Από την άλλη, αποκαλύπτοντας αμέσως την ταυτότητά του και το ότι προτίθεται να φάει το έργο, καταδηλώνει ότι στόχευε στη δημοσιότητα και, μάλιστα, εν μια νυκτί. Αντικατοπτρίζει την εποχή μας; Ναι. Αλλά δεν τη διαμορφώνει».
«Ποια είναι η έννοια του χρήματος στην τέχνη;» αναρωτιέται η Μαρία Οικονομοπούλου. «Η αξία ενός έργου, αν κι έχει σημασία, δεν αποτιμάται σε χρήματα», συμπληρώνει η Ελευθερία Τσέλιου.
Αμφότερες οι συνομιλήτριές μας θεωρούν ενδιαφέρον το γεγονός ότι η πανάκριβη μπανάνα πυροδοτεί νέες ή επαναφέρει για δισχιλιοστή φορά συζητήσεις: «Ποια είναι η έννοια του χρήματος στην τέχνη;» είναι ένα ερώτημα που επεξεργάζεται η Μαρία Οικονομοπούλου, ενόσω ετοιμάζει, για το 2025, ατομική έκθεση στην γκαλερί Citronne της Αθήνας. «Μας πάει πάλι στα θεμελιώδη ερωτήματα περί του τι είναι και τι δεν είναι τέχνη. Είναι μία αιωνόβια, ανακυκλούμενη κουβέντα. Γίνεται για τους σωστούς λόγους; Μάλλον περισσότερη σημασία έχει ότι γίνεται. Αλλά η αξία ενός έργου, αν κι έχει σημασία, δεν αποτιμάται σε χρήματα», υποστηρίζει η Ελευθερία Τσέλιου.
Κι όπως μας είπε ο προαναφερθείς βετεράνος επιμελητής σε ιδιωτική κουβέντα, «οτιδήποτε βγαίνει στην αγορά υπάρχει πάντα στην αγορά. Τέχνη, όμως, είναι ό,τι εγγράφεται στην ιστορία».
Κεντρική φωτογραφία: Στιγμιότυπο από τη δημοπρασία της 11ης Νοεμβρίου από τον οίκο Sotheby’s στη Νέα Υόρκη. (©AP Photo/Eduardo Munoz Alvarez)




