Οσοι πηγαίνουν στις πρωινές δημοσιογραφικές προβολές των μεγάλων κινηματογραφικών φεστιβάλ γνωρίζουν την ατμόσφαιρα: νωχελικότητα, νύστα, μερικά σκόρπια ροχαλητά από εκείνους που ξενύχτησαν το προηγούμενο βράδυ. Τούτων λεχθέντων, ήταν τρομακτική η αντίθεση εκείνο το πρωί στη Sala Darsena της Βενετίας, με τον κόσμο να βγαίνει από την προβολή με κόκκινα μάτια και συγκλονισμένες εκφράσεις στο πρόσωπο. Το ίδιο βράδυ «Η φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» απέσπασε χειροκρότημα διάρκειας 23 λεπτών(!) στην επίσημη πρεμιέρα της, ενώ λίγες ημέρες αργότερα κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της επιτροπής, δεύτερη τη τάξει διάκριση του φεστιβάλ. «Ηταν σουρεαλιστικό. Ηξερα προφανώς ότι η ταινία είναι συγκινητική, ωστόσο μέχρι την πρεμιέρα την είχαμε δείξει μόνο σε έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων και αυτό που έγινε εκεί ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου», μας είπε μερικές ώρες αργότερα η δημιουργός του φιλμ, Κάουθερ Μπεν Χανία. Ακόμη και το πρωινό της συνέντευξης η φωνή της ήταν φορτισμένη, γεμάτη ένταση, όπως και η ταινία της, που κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες στις αίθουσες.
Αληθινή ιστορία
Στις 29 Ιανουαρίου 2024, η εξάχρονη Χιντ Ρατζάμπ επικοινωνεί μέσω του θείου της με τα κεντρικά της Ερυθράς Ημισελήνου στη Ραμάλα. Ζητάει βοήθεια καθώς βρίσκεται μόνη της, παγιδευμένη σε ένα αυτοκίνητο, εν μέσω πυρών στη Γάζα. Καθώς οι εθελοντές συνεχίζουν να μιλούν μαζί της προσπαθώντας απεγνωσμένα να στείλουν ασθενοφόρο για να την παραλάβει, η αγωνία κορυφώνεται. Το ίδιο όμως συμβαίνει και μέσα στην αίθουσα προβολής, με τους θεατές να ακούν την αληθινή φωνή της μικρής Χιντ, απέναντι στην οποία «παίζουν» οι ηθοποιοί-εθελοντές της Ερυθράς Ημισελήνου. Και ας γνωρίζουν την κατάληξη της ιστορίας από τις ειδήσεις.
«Είναι αλήθεια ότι το σινεμά δεν αποτελεί πια το επίκεντρο της εικόνας που ήταν στον 20ό αιώνα. Αυτό είναι πια το Ιντερνετ και τα σόσιαλ μίντια. Αναρωτιέσαι πόση από αυτή την υπερπληροφόρηση είναι πραγματική και πόση… αμνησία. Οτι βασικά μας αναισθητοποιεί. Σκέφτομαι μήπως το σινεμά είναι το μέρος για να μιλήσουμε για τη μνήμη, να αναπτύξουμε συναισθήματα, να συνδεθούμε. Στον κινηματογράφο συνδέεσαι με τους χαρακτήρες, με τους αγώνες τους, σχεδόν γίνεσαι ένα μαζί τους. Αυτή η συμπόνια απουσιάζει εντελώς από τα σόσιαλ μίντια», σχολιάζει η Μπεν Χανία, ερμηνεύοντας την πηγαία συγκίνηση των θεατών.
Οσο για την επιλογή της, που κατακρίθηκε μάλιστα από κάποιους, να χρησιμοποιήσει τα ντοκουμέντα με την ίδια τη φωνή της Χιντ Ρατζάμπ, απαντά: «Σκέφτηκα όλες τις προοπτικές πριν κάνω την ταινία. Αρχικά μίλησα με τη μητέρα της Χιντ, μια εκπληκτική γυναίκα, υπόδειγμα αντοχής. Μου είπε ότι δεν θέλει η φωνή της κόρης της να ξεχαστεί, οπότε ήταν σημαντικό να γίνει έτσι. Καταλαβαίνω ότι για κάποιους ανθρώπους μπορεί να είναι λίγο άβολο, όμως αυτή η ταινία δεν προορίζεται να μας κάνει να νιώσουμε άνετα. Οι άνθρωποι στη Γάζα δεν ζουν άνετα, σκοτώνονται».

Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκονται, όπως είπαμε, οι εθελοντές της Ερυθράς Ημισελήνου, με την ένταση ανάμεσά τους να ανεβαίνει γεωμετρικά, καθώς οι ώρες περνούν χωρίς να καταφέρνουν να προσφέρουν βοήθεια στο εξάχρονο κορίτσι. «Εκανα μεγάλες συζητήσεις με αυτούς τους ανθρώπους. Μου είπαν για την καφκική διαδικασία του “συντονισμού”, το πώς δηλαδή ανοίγει κάποιος ένα μονοπάτι διάσωσης μέσα στην εμπόλεμη ζώνη, σε συνεργασία με τον ισραηλινό στρατό. Σοκαρίστηκα από το πώς κάποιος θέτει κανόνες πρακτικά αδύνατον να τους ακολουθήσεις. Και αν τους ακολουθήσεις, τίποτα δεν είναι εγγυημένο. Αυτό, για εμένα, είναι ο ορισμός της κατοχής. Το να φτιάχνεις κανόνες για να κάνεις τη ζωή του άλλου αβίωτη».
Ποια είναι ωστόσο η γνώμη της Μπεν Χανία σχετικά με μια (πιθανή) ταινία που θα χρησιμοποιούσε παρόμοια μέσα, δηλαδή την πρόκληση συγκίνησης, για να αφηγηθεί π.χ. την ιστορία της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου; «Καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει την ταινία που θέλει. Ο κινηματογράφος έχει να κάνει με την επιλογή μιας ιστορίας. Το γεγονός ότι υπάρχει εκείνη της Χιντ Ρατζάμπ δεν απαγορεύει τις υπόλοιπες. Χρειαζόμαστε ιστορίες. Οσο για τη συγκίνηση, τι είναι το σινεμά εκτός από πρόκληση συναισθημάτων; Αυτό όμως που συμβαίνει στη Γάζα δεν θα έπρεπε να προκαλεί άλλα συναισθήματα, παρά μόνο θυμό και ντροπή».
Ο ρόλος του σινεμά
Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις όσων είδαν την ταινία της στη Βενετία και αλλού, αναρωτιέσαι, έστω ρητορικά: Μπορεί άραγε το σινεμά να αλλάξει κάτι; «Εχω αναρωτηθεί κι εγώ για αυτό. Ειδικά πριν κάνω τη συγκεκριμένη ταινία, ένιωθα μια έντονη αίσθηση ανημπoριάς σχετικά με όσα συμβαίνουν στη Γάζα. Μπορούν οι ταινίες να αλλάξουν τον κόσμο; Η απάντηση είναι όχι. Μπορούν ωστόσο να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο, που είναι επίσης σημαντικό – μια πιο μακροχρόνια αλλαγή. Οι άνθρωποι βέβαια πεθαίνουν κάθε μέρα. Στην περίπτωση της Γάζας, οι απώλειες γίνονται και απρόσωπες. Το σινεμά μπορεί τουλάχιστον να δώσει ένα πρόσωπο στις ιστορίες τους», απαντά η Μπεν Χανία.
Η πραγματικότητα στη Γάζα ξεπερνά τη μυθοπλασία. Θέλεις ιστορία τρόμου; Γάζα. Θέλεις πολεμική ταινία; Γάζα. Θέλεις θρίλερ; Γάζα. Το σενάριο ήταν σχεδόν γραμμένο από μόνο του πριν κάνω κάτι εγώ.
Το σκεπτικό πίσω από την ταινία της μοιάζει απλό, παρ’ όλα αυτά το πάντρεμα ντοκουμέντου και μυθοπλασίας είναι πάντα δύσκολη υπόθεση, ιδίως όταν προσπαθείς να μην πέσεις στην παγίδα της υπερβολικής δραματοποίησης. «Γενικώς αυτό ισχύει, απλώς όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το λέω με λύπη, διότι η πραγματικότητα στη Γάζα ξεπερνά τη μυθοπλασία. Θέλεις ιστορία τρόμου; Γάζα. Θέλεις πολεμική ταινία; Γάζα. Θέλεις θρίλερ; Γάζα. Το σενάριο ήταν σχεδόν γραμμένο από μόνο του πριν κάνω κάτι εγώ».

