Τσιμπιδάκια, άφθονο γκλίτερ, κονκάρδες καρφιτσωμένες σε σχολικές τσάντες, κοριτσίστικα λευκώματα, μακριά ακρυλικά νύχια σε σχεδόν παιδικά χέρια, tutu συνδυασμένες με δερμάτινα τζάκετ, χαχανητά, σιδεράκια: πόσο αληθινή ή κατασκευασμένη είναι η εικόνα που έχουμε για τις έφηβες; Και αν δούμε μια μεγαλύτερη γυναίκα με κροπ μπλουζάκι και κάλτσες μέχρι το γόνατο; Τι σκεφτόμαστε για αυτήν;

Ποια δικαιούται να λέγεται κορίτσι σήμερα; Το ερώτημα διατυπώνει η Κάατ Ντέμπο, διευθύντρια του Μουσείου Μόδας της Αμβέρσας, με αφορμή την έκθεση «Girls, on boredom, rebellion and being in-between» που φιλοξενείται αυτήν την περίοδο στο βελγικό μουσείο. Στον πρόλογο της ομώνυμης έκδοσης που κυκλοφόρησε στα εγκαίνια της έκθεσης, εκείνη αναφέρεται στις φίλες που έχει από το νηπιαγωγείο, με τις οποίες, όπως λέει, έχει διανύσει όλη τη διαδρομή μέχρι την έκτη δεκαετία της ζωής της. Ο γιος μιας από αυτές τις γυναίκες επιμένει να τις αποκαλεί «κορίτσια» κάθε φορά που τις βλέπει. «Γιατί το κάνει αυτό;» αναρωτιέται η Ντέμπο. Ισως γιατί τις ακούει να χασκογελούν και να φέρονται ανόητα; Ή μήπως γιατί τις πειράζει για τον χρόνο που περνάει;
Τη δεκαετία του ’60, βέβαια, ένα τέτοιο σχόλιο από έφηβο γιο ή ενήλικο σύντροφο δεν θα περνούσε «αναίμακτα». Ο φεμινισμός του δεύτερου κύματος έδειχνε μηδαμινή ανεκτικότητα σε τέτοιες φράσεις και χαρακτηρισμούς. Τα «κορίτσια στο γραφείο» δεν ήταν έκφραση συμπάθειας, αλλά ένας ακόμη τρόπος για να επικυρώσεις μια κουλτούρα υποτίμησης.

«Youthquake»
Και ενώ την ίδια περίοδο οι φεμινίστριες αρνούνταν να συμβιβαστούν με γλυκερές προσφωνήσεις, η Νταϊάνα Βρίλαντ εξοικείωνε το αναγνωστικό κοινό της Vogue με τον όρο «Youthquake», σχολιάζοντας την πολιτιστική, αισθητική και κοινωνική ανατροπή που έφερνε η νεολαία της εποχής – από τη μόδα και τη μουσική μέχρι τον τρόπο ζωής. Η νέα γενιά δεν ακολουθεί τάσεις, τις δημιουργεί, υποστήριζε η διευθύντρια της Vogue.
Στις στερεοτυπικές αντιλήψεις για το πώς πρέπει να μοιάζει και πώς πρέπει να φέρεται ένα κορίτσι επικεντρώνεται η έκθεση «Girls, on boredom, rebellion and being in-between».
Τελικά, πότε σταματάς να είσαι κορίτσι; Είναι μια απόφαση που παίρνεις εσύ ή την παίρνουν άλλοι για σένα; Εχει να κάνει με την ηλικία, τη συμπεριφορά, τη διάθεση ή την αύρα που εκπέμπεις; Η έκθεση επιχειρεί να σταθεί πάνω από τις στερεοτυπικές αντιλήψεις για το πώς πρέπει να μοιάζει και πώς πρέπει να φέρεται ένα κορίτσι, αναζητώντας απαντήσεις στη σύγχρονη τέχνη, στη μόδα, στη φωτογραφία και στον κινηματογράφο.

Η επιμελήτρια Ελίζα ντε Βέινχαρτ θυμίζει πως ο δυτικός κανόνας της τέχνης ήταν μάλλον περιοριστικός για τα κορίτσια. Η έφηβη, τους προηγούμενους αιώνες, ήταν πάντα μια ανώνυμη φιγούρα, μια κόρη, ένα σιωπηλό υποκείμενο που έπαιζε πιάνο. Στεκόταν χωρίς να ενοχλεί και ήταν πάντα περιστοιχισμένη από αντικείμενα-σύμβολα που υποδήλωναν την ηλικία της, μαρτυρούσαν την αθωότητά της. Είναι όμως μόνον αυτό τα κορίτσια; Και πόσο έχει επιδράσει αυτή η εικονογραφία στη σύγχρονη συλλογική συνείδηση; Τι γίνεται με εκείνες που ασφυκτιούν με τους κανόνες, που βαριούνται, που δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τις αλλαγές στο σώμα και στη διάθεσή τους; Δεν θα ασχοληθεί κανείς μαζί τους;

Στον 20ό αιώνα, οι γυναίκες προσπάθησαν να ανατρέψουν την κατάσταση και να μιλήσουν οι ίδιες για τον εαυτό τους. Οι καλλιτέχνιδες άρχισαν να κάνουν τέχνη μιλώντας για τα βιώματα και τα τραύματά τους, τα περισσότερα από τα οποία εδράζονταν στην παιδική και εφηβική ηλικία.
Η έκθεση προχωράει αναδεικνύοντας και τις σύγχρονες προκλήσεις των νεαρών γυναικών. Τα πορτρέτα της Ιζαμπέτας, κόρης της Αλις Νιλ, καταγράφουν το δίλημμα μιας νεαρής καλλιτέχνιδος ανάμεσα στη μητρότητα και στο πάθος για την τέχνη, αποτυπώνοντας ενοχές και κοινωνικές προσδοκίες που δεν επιτρέπουν στη φιλοδοξία μιας γυναίκας να ανθήσει. Το έργο της Φρίντα Ορουπάμπο μιλάει για την αγωνία του «ανήκειν» και για το πώς η διαφορετικότητα διαμορφώνει την εφηβική ψυχή, ενώ στο ζωγραφικό έργο «Charlotte» η Ναταναέλ Ερμπελέν πραγματεύεται την έννοια του αυτοπροσδιορισμού στην εφηβεία. Ο γείτονας της καλλιτέχνιδος, Charles/Charlotte, που μένει ακόμη με τη μητέρα του, αβέβαιος αν είναι αγόρι η κορίτσι, βρίσκεται στο «ενδιάμεσο».
Οι σύγχρονες προκλήσεις των νεαρών γυναικών όπως παρουσιάζονται μέσα από τη σύγχρονη τέχνη, τη μόδα, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο.
Την ενδιάμεση φάση ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ενηλικίωση καταγράφει μέσα από τις φωτογραφίες της και η Ρόνι Χορν, η οποία φωτογράφιζε για δύο χρόνια την ανιψιά της Τζόρτζια, αναδεικνύοντας τις δραστικές αλλαγές που μπορεί να επιφέρει ο χρόνος στον τρόπο που ένα κορίτσι αντιλαμβάνεται και προβάλλει τον εαυτό του.

Τρία δωμάτια
Η έκθεση περιλαμβάνει και τρία κοριτσίστικα δωμάτια, τον κατεξοχήν χώρο όπου καθρεφτίζονται η ένταση, οι αγωνίες και η ευθραυστότητα της εφηβείας. Ενα από αυτά παραπέμπει στο υπνοδωμάτιο των αδελφών Λίσμπον από τις «Αυτόχειρες παρθένους» (1999) της Σοφία Κόπολα, ταινίας βασισμένης στο βιβλίο του Τζέφρι Ευγενίδη, ενώ παρουσιάζονται και κοστούμια των πέντε νεαρών ηθοποιών. «Ημουν στα 20 μου όταν γύρισα την ταινία και η ιδέα του σχολείου δεν ήταν μακρινή. Ηθελα ο κόσμος τους να είναι ακριβής, να δείχνει αληθινός», εξηγεί η σκηνοθέτις. Ισως στα λόγια της κρύβεται η αδυναμία μας να προσδιορίσουμε με σαφήνεια τι σημαίνει να είσαι κορίτσι: όσο απομακρυνόμαστε από εκείνη την ηλικία, τόσο πιο ασήμαντες μοιάζουν οι δυσκολίες της. Οπως απαντά η Σεσίλια, η μικρότερη αδελφή, στον γιατρό που προσπαθεί να υποβιβάσει τους λόγους της απόπειρας αυτοκτονίας της: «Είναι προφανές, γιατρέ, ότι δεν έχετε υπάρξει
ποτέ δεκατριάχρονο κορίτσι».
*Μουσείο Μόδας της Αμβέρσας, www.momu.be, έως 1/2/2026.

