Με ήρεμο βάδισμα, φορώντας τα χαρακτηριστικά στρογγυλά γυαλιά του, ο Βιμ Βέντερς εμφανίστηκε το βράδυ της Παρασκευής στην κατάμεστη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, σαν να έμπαινε κατευθείαν μέσα από κάποιο δικό του κινηματογραφικό κάδρο. O πολυβραβευμένος Γερμανός σκηνοθέτης βρέθηκε στην Αθήνα για μια συζήτηση με την καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, και για ένα masterclass, στο οποίο μίλησε για την έννοια της οικογένειας στις ταινίες του, στο πλαίσιο ενός τριήμερου κινηματογραφικού αφιερώματος στο σύνολο του έργου του.
Συχνά, όπως είπε, ξεκινά χωρίς έτοιμο σενάριο αφήνοντας την ιστορία να ξεδιπλωθεί μέσα στη διαδικασία των γυρισμάτων, αποκαλύπτοντας ότι ακόμη και τα «Φτερά του έρωτα» γεννήθηκαν σαν ποίημα που γράφεται στίχο στίχο. Μία από τις στιγμές που ξεχώρισαν στη συζήτηση ήταν η απαγγελία του ποιήματος «Η πόλις» του Κ. Π. Καβάφη, στα αγγλικά. «Μεταφορικά κουβαλάς την πόλη σου όπου και αν πας. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να ξεφύγεις», σχολίασε.
Τον συναντήσαμε λίγο αργότερα συζητώντας, μεταξύ άλλων, για τον ρόλο του τόπου και του χρόνου στις ταινίες του, τη νέα γενιά, την Ελλάδα και τη σχέση του με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
– Στις ταινίες σας δίνετε μεγάλη έμφαση στον τόπο. Σε μια παλιά συνομιλία σας με τον αρχιτέκτονα Χανς Κόλχοφ, το 1998, είχατε πει ότι η πόλη είναι κάτι που μπορεί να σας μαγέψει. Ισχύει ακόμη αυτό για το Βερολίνο;
– Οχι ακριβώς, γιατί πλέον δεν είμαι και τόσο ευχαριστημένος με την πόλη μου. Το Βερολίνο έχει σπαταλήσει τους μεγαλύτερους θησαυρούς του. Δεν υπάρχει πια κανένα «ουδέτερο» ή αχρησιμοποίητο κομμάτι γης. Τα έχουν γεμίσει όλα. Ακόμη και το απίστευτο κομμάτι γης στο οποίο βρισκόταν το Τείχος και η άδεια έκταση που το συνόδευε σε έναν τεράστιο κύκλο, τα γέμισαν και αυτά. Το Τείχος το γκρέμισαν ολοκληρωτικά και δεν βλέπεις πια τίποτε από αυτό, εκτός από ένα σημείο όπου ξανάχτισαν για τους τουρίστες, οι οποίοι ζητούσαν να το δουν και, αφού είχε εξαφανιστεί, έπρεπε να το ανακατασκευάσουν σαν μνημείο – πράγμα γελοίο. Αυτό είναι κάτι που δεν εκτίμησα στο Βερολίνο: ότι εξαφάνισε κάθε ανάμνηση από αυτό το ιστορικό στοιχείο της πόλης. Επίσης, δεν είναι πια τόσο μυστηριώδες όσο ήταν κάποτε. Παρ’ όλα αυτά, μου αρέσει και ζω ακόμη εκεί. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν θα το επέλεγα για να γυρίσω ταινία.

– Θα επιλέγατε την Αθήνα ως κινηματογραφικό σκηνικό;
– Δεν έχω εμπειρία από την Αθήνα, γιατί την είδα τελευταία φορά τη δεκαετία του ’90. Αυτή είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω στον 21ο αιώνα. Εχω πάει σε πολλά μέρη της Ελλάδας: στη Θεσσαλονίκη, στην ύπαιθρο, στα νησιά, αλλά όχι στην Αθήνα. Την απέφευγα γιατί φοβόμουν ότι θα ήταν πολύ ζεστή και αποπνικτική λόγω υγρασίας. Τώρα όμως που ήρθα το φθινόπωρο, μου αρέσει. Λατρεύω να κοιτάζω τον ορίζοντα και να βλέπω την Ακρόπολη να ξεπροβάλλει. Αλλά με κράτησαν τόσο απασχολημένο αυτές τις μέρες, που μόνο αύριο (σ.σ. Κυριακή) θα έχω χρόνο για να περπατήσω στην πόλη. Και ελπίζω να μη με δει κανείς. Τώρα, για το αν θα γύριζα ταινία εδώ, είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί. Θα έπρεπε όμως πρώτα να βρω εκείνο το στοιχείο που θα με έκανε πραγματικά να θέλω να γυρίσω μια ταινία. Υπάρχει πάντα κάτι πολύ παράξενο που με ελκύει σε μια πόλη. Δεν μπορώ καν να το ορίσω. Συμβαίνει ξαφνικά, και τότε συνειδητοποιώ ότι ο τόπος μπορεί να μου διηγηθεί μια ιστορία, την οποία θέλω να βρω και να ξέρω ότι μπορεί να ειπωθεί μόνο στην Αθήνα και πουθενά αλλού.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας είναι ότι ποτέ δεν θεωρούμε ότι έχουμε αρκετά, πάντα θέλουμε περισσότερα. Ιδίως η νεότερη γενιά μεγαλώνει μέσα σε μια κουλτούρα που της λέει συνεχώς “πρέπει να θέλεις κι άλλο”».
– Στις ταινίες σας δίνετε επίσης μεγάλη έμφαση στον χρόνο και στη διάρκεια. Απαιτείτε χρόνο από τον θεατή. Ο σύγχρονος άνθρωπος τον έχει άραγε;
– Πρέπει να κάνεις τους θεατές να εμπλακούν. Πολλές ταινίες που είναι –ας το πω λίγο ωμά– προϊόντα της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας, δεν προσφέρουν αυτού του είδους την εμπλοκή. Μπορείς να τις προχωρήσεις γρήγορα, να φύγεις, να αλλάξεις κανάλι. Δεν σε αφορούν πραγματικά. Αντιθέτως, μια ταινία που παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά και αντιμετωπίζει τον θεατή με σεβασμό, ως κάποιον που μπορεί να αφιερώσει τον χρόνο του και να κρίνει τι είναι όμορφο, τι είναι αληθινό και τι όχι, τότε έχεις την ευκαιρία να τον φέρεις στη δική σου χρονικότητα. Και όταν συμβεί αυτό, ο θεατής θέλει να μείνει εκεί και να ακολουθήσει την ιστορία μέχρι το τέλος. Δεν το καταφέρνουν όλες οι ταινίες αυτό, πιθανώς ούτε όλες οι δικές μου. Αλλά έχω κάνει μερικές που ξέρω ότι, μόλις ο θεατής τις καταλάβει, δεν θα φύγει εύκολα.
– Αρα, παρόλο που ο κόσμος σήμερα τρέχει με γρήγορους ρυθμούς, εσείς δεν θα αλλάζατε την κινηματογραφική σας γλώσσα.
– Δεν ξέρω. Αν κοιτάξω τις πρώτες μου ταινίες, τις βρίσκω υπερβολικά αργές. Σήμερα, για να πω την αλήθεια, θα τις μόνταρα διαφορετικά· όμως στην πραγματικότητα δεν μπορείς να τις αλλάξεις, γιατί θα ήταν σαν να τις παραποιείς. Είναι προϊόντα της εποχής τους. Ο χρόνος που απαιτούσαν αυτές οι ταινίες ήταν ο ίδιος χρόνος που διέθεταν οι άνθρωποι τότε.
– Ενας από αυτούς τους ανθρώπους είναι και ο Χιραγιάμα από τις «Υπέροχες μέρες»;
– Η αλήθεια είναι ότι σήμερα μας αρέσει ο τρόπος που ζει ο Χιραγιάμα, επειδή στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να τον ακολουθήσουμε. Δεν έχει Ιντερνετ, ούτε τηλεόραση και είναι ευτυχισμένος με τα λίγα πράγματα που διαθέτει – τις παλιές του κασέτες, τη μουσική, τα βιβλία του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας είναι ότι ποτέ δεν θεωρούμε ότι έχουμε αρκετά, πάντα θέλουμε περισσότερα. Ιδίως η νεότερη γενιά μεγαλώνει μέσα σε μια κουλτούρα που της λέει συνεχώς «πρέπει να θέλεις κι άλλο». Ετσι, όταν βλέπουμε τον Χιραγιάμα, νιώθουμε μια παράξενη νοσταλγία, μια επιθυμία να ζήσουμε κι εμείς έτσι, χωρίς να μπορούμε. Η ιδέα για τον χαρακτήρα αυτόν μου ήρθε από ένα κίνημα που ξεκίνησε πριν από λίγα χρόνια στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, στο Βερολίνο και αλλού. Νέοι άνθρωποι αποφάσισαν να ζουν με τα απολύτως απαραίτητα. Για να ανήκεις, μάλιστα, σε αυτό το κλαμπ, πρέπει όλα σου τα υπάρχοντα να χωρούν σε μία βαλίτσα. Αυτό είναι ο μινιμαλισμός. Γνώρισα μερικούς από αυτούς τους νέους και με ενέπνευσαν πολύ, γιατί κι εγώ έχω πάρα πολλά πράγματα γύρω μου. Το να έχεις πάντως λίγα είναι ευλογία. Ετσι αποφάσισα να δημιουργήσω μια ταινία με έναν χαρακτήρα από τον οποίο θα μπορούσα κι εγώ να μάθω.
– Ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο είχε και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Ηταν κάτι που σας έφερνε κοντά καλλιτεχνικά; Μιλούσατε την ίδια κινηματογραφική γλώσσα;
– Ενιωθα πολύ κοντά στον Θεόδωρο. Υπήρχε μια αίσθηση συγγένειας μεταξύ μας και μου άρεσαν πολύ οι ταινίες του. Οταν δίδασκα κινηματογράφο για 15 χρόνια, συνειδητοποίησα ότι οι φοιτητές μου δεν είχαν πια υπομονή να παρακολουθήσουν κάτι αργό. Ακόμη και στις δικές τους ταινίες, έβλεπα ότι μόνταραν υπερβολικά γρήγορα. Ετσι δεν ήθελα να τους δείξω δικά μου έργα και αποφάσισα για ένα χρόνο να τους δείξω όλες τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Πίστευα ότι θα σηκωθούν να φύγουν, ότι θα πουν «είναι πολύ αργές». Και όμως συνέβη το αντίθετο. Αντί να φύγουν, ανακάλυψαν την έννοια της βραδύτητας. Την επόμενη χρονιά, όλοι γύρισαν ταινίες σε ένα μόνο πλάνο, χωρίς καθόλου μοντάζ, και πίστευαν ότι αυτό ήταν το πιο «κουλ» πράγμα στον κόσμο. Ετσι, ο Θεόδωρος –αν και είχε ήδη φύγει από τη ζωή– γνώρισε τεράστια επιτυχία με τους φοιτητές μου.

