Ποιος το περίμενε πως η Μπιορκ θα γινόταν εξήντα χρόνων; Κανείς δεν πίστευε πως είχε συγκεκριμένη ηλικία. Ηταν, ταυτόχρονα, κορίτσι, τελώνιο από την Ισλανδία, μητέρα, ηλικιωμένη μάγισσα. Πρώτη φορά την είδα στο MTV το ’90. Τραγουδούσε το «Sick For Toys», μαζί με τους Sugarcubes. Οταν έφυγε από την μπάντα, θύμωσα πολύ. Δεν την άκουγα για πολλά χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, την είδα στον Λυκαβηττό το ’95. Νομίζω πως τραγουδούσε ξυπόλυτη, φορώντας ένα γαλάζιο φόρεμα. Είχα παρακολουθήσει τη συναυλία μ’ ένα ψαροκόκαλο κολλημένο στον λαιμό μου από το μεσημεριανό. Την είδα ξανά στην ταινία του Τρίερ, αδιαφόρησα για την εμφάνισή της στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, δεν πήρα χαμπάρι πως ήρθε ξανά το 2008. Ομως, τα τελευταία χρόνια την ακούω συνέχεια: όταν περπατάω τη νύχτα, όταν είμαι στο μετρό, όταν κάνει πολύ κρύο ή πολλή ζέστη, όταν ερωτεύομαι ή όταν δεν νιώθω τίποτα. Με αφορμή τα γενέθλιά της (21/11/1965), τον πρόσφατο λάιβ της δίσκο «Cornucopia» και τη συνεργασία της με την Ισπανίδα σταρ Rosalia, ιδού μια επιλογή από δέκα τραγούδια, όσα τα προσωπικά της άλμπουμ. Ενα τραγούδι από κάθε δίσκο της.
Come To Me, Debut, 1993
Οι στίχοι της Μπιορκ είναι τόσο απλοί, σχεδόν αφελείς, μα καθώς η μελωδία αναπτύσσεται, αποκτούν μια απόκοσμη διάσταση μέσα από τη φωνή της: «Σε αγαπώ. Σε λατρεύω. Θα σε φροντίσω. Θα σε προστατεύσω. Το κτίριο καίγεται. Πήδα και θα σε πιάσω». Πράγματα δηλαδή που συμβαίνουν μόνο στα τραγούδια και όχι στην κανονική ζωή. Καμιά φορά φοβάμαι πως αγαπάμε περισσότερο τα τραγούδια από τους ίδιους τους ανθρώπους. Από το πρώτο της άλμπουμ που ήταν η διακήρυξη της ανεξαρτησίας της και της μοναδικότητάς της.
Headphones, Post, 1995
Είναι αλήθεια, τα ακουστικά μάς έσωσαν τη ζωή. Θα μπορούσε να πει κανείς, μάλιστα, πως μας έσωσαν από τη ζωή. Οταν έγραψε η Μπιορκ το «Headphones», που ακούγεται σαν κύτταρα καθώς πολλαπλασιάζονται μέσα στο σώμα του τραγουδιού, οι κασέτες ήταν ο μόνος φορητός τρόπος για ν’ ακούμε μουσική. Μια νύχτα, η Μπιορκ έκανε ντους, βούρτσισε τα δόντια της, φόρεσε πιτζάμες και ξάπλωσε στο κρεβάτι με τ’ ακουστικά στα αυτιά. Ενας φίλος τής είχε στείλει μια συλλογή με κομμάτια. Το γουόκμαν ξεκίνησε να ξετυλίγει την κασέτα. Και το τραγούδι γράφτηκε.
Unravel, Homogenic, 1997
Το καλύτερο τραγούδι που έχει γράψει, από τον καλύτερο δίσκο που έχει ηχογραφήσει. Το τραγούδι που διαμόρφωσε τον ήχο των Radiohead, το κομμάτι που μπορείς να ακούς για μέρες στο ριπίτ, αφού είναι αδύνατον να δραπετεύσεις από τον ιστό του: «Πρέπει να φτιάξουμε νέα αγάπη». Η πρόβα του «Unravel» στο νεοϋορκέζικο λοφτ της Μπιορκ είναι ένα από τα πιο ωραία βίντεο που υπάρχουν στο YouTube. Μ’ ένα λευκό φόρεμα, μπροστά στους έκπληκτους παρευρισκόμενους, χωρίς μικρόφωνο, μόνο καρδιά.
Cocoon, Vespertine, 2001
Το έγραψε όταν γνώρισε τον Μάθιου Μπάρνεϊ. Εζησαν μαζί μια δεκαετία, απέκτησαν μια κόρη, αλλά το τέλος δεν ήταν καλό. Οταν χώρισαν, η Μπιορκ έγραψε μερικά σκληρά τραγούδια για τον ίδιο ακριβώς άνθρωπο. Δεν είναι περίεργο όταν συμβαίνει αυτό; Αντιφατικό, σχεδόν συγκινητικά ανθρώπινο. Πάντως, εδώ βρίσκεται στην αρχή της σχέση της με τον Αμερικανό γλύπτη και η αγάπη τους είναι ακόμα σαν κουκούλι, καθώς τα μπιτ του τραγουδιού υφαίνουν κάτι που πρόκειται να ξηλωθεί.
Show Me Forgiveness, Medulla, 2004
Δεν έχει διάρκεια παραπάνω από δύο λεπτά. Οι στίχοι δεν είναι παραπάνω από τριάντα λέξεις. Δεν είναι τραγούδι. Είναι κάτι σαν προσευχή. Και η Μπιορκ, τραγουδώντας a cappella, δεν είναι λιγότερο από όλα: «Η ντροπή είναι ατέλειωτη. Eχασα την πίστη στον εαυτό μου. Συγχώρεσέ με».
Pneumonia, Volta, 2006
Είναι μεσάνυχτα και πετυχαίνω μια λάιβ εκδοχή του «Pneumonia» στο YouTube. Η Μπιορκ τραγουδάει μπροστά από ένα σύνολο πνευστών. Εννέα κοπέλες, όρθιες πάνω στη σκηνή, επαναλαμβάνουν σε παραλλαγές ένα μοτίβο από τέσσερις νότες που ωστόσο προκαλούν τον ίλιγγο ενός λαβύρινθου, επειδή χάνεις τον προσανατολισμό σου μέσα σ’ αυτές και δεν μπορείς να βρεις την έξοδο. Μπροστά τους, ένα μικρό κορίτσι με χρυσό φόρεμα, μαύρες σκιές στα βλέφαρα, κοντό μαύρο μαλλί. Είναι πλέον σαράντα χρόνων: «Τα πνευμόνια σου θρηνούν, κορίτσι».
Mutual Core, Biophilia, 2011
«Οι τεκτονικές πλάκες στο στήθος μου». Με αυτόν τον στίχο ξεκινάει το «Mutual Core» που έχει για κουπλέ μια μελωδία, ήρεμη και υπνωτιστική, παιγμένη σε εκκλησιαστικό όργανο, προτού οδηγηθεί σ’ ένα ρεφρέν τέκνο, λες και το τραγούδι, εκείνη τη στιγμή, με μάρτυρες τα αυτιά μας, σπάει σε δυο κομμάτια. Ή μήπως έχει συμβεί το ακριβώς αντίθετο; Μια τελευταία προσπάθεια να ενώσουμε τις ηπείρους μας, να τα δώσουμε όλα, όπως λέει και η ίδια. Ανέλπιδα, βέβαια.
History of Touches, Vulnicura, 2015
Η Μπιορκ θέλει να αντικαταστήσει το άγγιγμα, αυτή τη γεωλογία χαδιών που είχε στοιβαχτεί στην κοινή της ζωή με τον Μάθιου Μπάρνεϊ, με το «History of Touches», μα το μόνο που καταφέρνει είναι να φτιάξει ένα αρχείο πόνου. Το τραγούδι σαν νεγκατίφ της ιστορίας των αγγιγμάτων του ζευγαριού που τελικά χώρισε το ’13. Eνα πικρό τραγούδι από ένα πικρό άλμπουμ: «Every single fuck we had together». Μερικοί στίχοι δεν χρειάζεται να μεταφράζονται.
Tabula Rasa, Utopia, 2017
Η Μπιορκ καθαρίζει το σπίτι, πλένει τα πιάτα, συμμαζεύει το χάος για να έρθει η κόρη της και να βρει τα πάντα τακτοποιημένα, ενώ ψιθυρίζει: «Καθαρό πιάτο, έκλεψες το φως». Οσο πιο προσωπική γίνεται, τόσο μεγαλύτερη ευθύτητα αποκτάει το τραγούδι, καταλήγοντας να μιλάει αποκλειστικά για εμάς. Ο άντρας της την απατά κι εμείς δεν ξέρουμε αν είμαστε η Μπιορκ ή ο άντρας της. Η εξομολόγηση είναι ενοχλητική όταν ο εξομολογούμενος δεν έχει το ένστικτο να μετατρέψει τον καημό του σε κάτι που ξεφεύγει από μια εγωιστική λίστα. Αλλά αυτό δεν είναι το κρίσιμο στοιχείο που ξεχωρίζει τους καλούς δημιουργούς από τους υπόλοιπους;
Her Mother’s House, Fossora, 2022
Στο τελευταίο της άλμπουμ, η Μπιορκ τραγουδάει μαζί με την τότε εικοσάχρονη κόρη της, λες και παρακολουθούμε τη συνέχεια του «Tabula Rasa». Καθώς όλα έχουν ενηλικιωθεί και έχουν κοπάσει, αποκαλύπτεται το προφανές. Το σπίτι της μητέρας σου είναι η φωνή της: «Oσο σε αγαπάω, τόσο σε απελευθερώνω».

