Τι κοινό έχει ένας λαϊκιστής με έναν τεχνοκράτη; Με την πρώτη ματιά, ελάχιστα. Ο λαϊκιστής αντλεί τη δύναμή του από τη ρητορική της σύγκρουσης με τις ελίτ, μιλώντας στο όνομα του «λαού». Ο τεχνοκράτης, αντιθέτως, επικαλείται την εμπειρία, τη γνώση και την ειδημοσύνη ως κριτήρια πολιτικής νομιμοποίησης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε ολοένα και πιο συχνά αυτές τις δύο φαινομενικά αντίθετες μορφές πολιτικού διαλόγου να συνυπάρχουν και μάλιστα να ενοποιούνται σε ένα νέο είδος πολιτικής.
Με τον όρο «τεχνολαϊκισμός», οι Κρίστοφερ Μπίκερτον και Κάρλο Ινβερνίζι Ατσέτι, συγγραφείς του βιβλίου «Τεχνολαϊκισμός: Η νέα πολιτική λογική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» (εκδ. Oposito), παρουσιάζουν τη νέα λογική που διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η πολιτική στον 21ο αιώνα.
Η «Κ» συνομίλησε με τον Κρίστοφερ Μπίκερτον, καθηγητή Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, σχετικά με τη νέα πολιτική λογική και το πώς οι «τεχνολαϊκιστές» δεν απευθύνονται πλέον σε παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες, όπως στην εργατική τάξη, αλλά σε ένα ευρύ και συχνά ασαφές «λαϊκό σώμα».

Στο βιβλίο σας «Τεχνολαϊκισμός» παρουσιάζετε το επιχείρημα ότι το παραδοσιακό δίπολο Αριστερά – Δεξιά έχει αντικατασταθεί από ένα πολιτικό υβρίδιο που συνδυάζει την τεχνοκρατική θεώρηση των πραγμάτων με τον λαϊκισμό. Πώς εδραιώνεται ο τεχνολαϊκισμός ως μια νέα πολιτική λογική;
Αυτό που προσπαθούμε να υποδείξουμε στο βιβλίο είναι ότι ο τεχνολαϊκισμός αναδύεται από την παρακμή της σύγκρουσης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Αυτή η παρακμή αντανακλά την εξαφάνιση των παραδοσιακών κοινοτήτων, δηλαδή των κοινοτήτων που συνδέονταν ή ταυτίζονταν με ένα μακροχρόνιο Κομμουνιστικό Κόμμα, ή ακόμα και με θρησκευτικές κοινότητες που ήταν πολύ στενά συνδεδεμένες με ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα.
Ετσι, καθώς έχουμε αυτή τη διαδικασία του κοινωνικού κατακερματισμού, οι άνθρωποι αρχίζουν να σκέφτονται τους εαυτούς τους και τη σχέση τους με το κράτος ως άτομα και όχι ως ομάδες. Επομένως, από την οπτική γωνία ενός πολιτικού, έχει μεγάλο νόημα να αλλάξεις τον τρόπο με τον οποίο κινητοποιείς τους ψηφοφόρους. Και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του τεχνοκρατικού και επίσης λαϊκιστικού τρόπου κινητοποίησης, δημιουργούν μια ιδιαίτερη έκκληση προς όλους τους πολίτες χρησιμοποιώντας μια ευρεία μορφή γλώσσας.
Σήμερα, αν εξετάσουμε ποιοι ψηφίζουν και υποστηρίζουν λαϊκιστές, διαπιστώνουμε ότι είναι δύσκολο να πούμε πως πρόκειται για την κινητοποίηση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, είτε της εργατικής τάξης είτε των οικονομικά εύρωστων, είτε κατοίκων μιας συγκεκριμένης περιοχής.
Αν αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε την πολιτική με όρους τεχνοκρατίας, δηλαδή με τη λογική ότι ο καταλληλότερος για την επίλυση των δημόσιων προβλημάτων είναι εκείνος που διαθέτει ειδική γνώση, εμπειρία ή τεχνογνωσία, τότε διαμορφώνεται μια αντίληψη που διαχωρίζει τη «σωστή» από τη «λανθασμένη» πολιτική.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ταυτόχρονη άνοδος του λαϊκισμού και της τεχνοκρατίας εμφανίζεται ως αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης διαδικασίας κοινωνικού κατακερματισμού. Η πολιτική κινητοποίηση πλέον δεν στηρίζεται στην εκπροσώπηση σαφώς προσδιορισμένων κοινωνικών ομάδων, όπως γινόταν παραδοσιακά, αλλά εκδηλώνεται ως μια άμεση σχέση ανάμεσα στον πολιτικό και τις μάζες.
Ποια εξετάζετε ως τη χρονική αφετηρία του τεχνολαϊκισμού;
Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και δεν το θεωρούμε ως ένα σύγχρονο φαινόμενο. Ωστόσο, τον συνδέουμε με το τελευταίο μέρος του 20ού αιώνα και τον 21ο αιώνα, δηλαδή διαχωρίζεται από μια εποχή πολύ πιο ιδεολογικής πολιτικής και συνδέεται με την εμφάνιση της μαζικής πολιτικής, ενώ οι δεκαετίες του ’80 και του ’90 λειτουργούν ως μεταβατική περίοδος. Αν πάρουμε την περίπτωση της Ελλάδας, η χώρα σας είχε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 μια κυβέρνηση που θα την περιγράφαμε ως πραγματικά αρκετά ριζοσπαστική, σίγουρα συνδεδεμένη με την παράδοση της Αριστεράς και κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η ιδεολογική πολιτική άρχισε πραγματικά να εξαφανίζεται και να αντικαθίσταται.
Πιστεύετε ότι η ανάδυση του τεχνολαϊκισμού θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία ή την ποιότητά της;
Η βασική παραδοχή του βιβλίου μας είναι ότι υπάρχει ο κίνδυνος να υπερβάλλουμε ως προς το φαινόμενο της «δημοκρατικής κατάρρευσης». Πιστεύουμε ότι, σε γενικές γραμμές, τα πολιτικά κόμματα εξακολουθούν να λειτουργούν ως ανταγωνιστικές οντότητες που διεκδικούν την εξουσία. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν ενδείξεις για απόπειρες υπονόμευσης δημοκρατικών πρακτικών, όμως οι εκλογές παραμένουν ελεύθερες, οι ψηφοφορίες διεξάγονται κανονικά και οι άνθρωποι συνεχίζουν να εκλέγονται και να χάνουν την εξουσία. Eτσι, η εστίασή μας είναι ότι η κρίση της δημοκρατίας δεν έγκειται τόσο στην πτώση της ποιότητάς της, όσο στην αλλαγή της φύσης του πολιτικού ανταγωνισμού εντός του δημοκρατικού πλαισίου. Και αυτή η μεταβολή είναι, κατά τη γνώμη μας, το ουσιαστικό φαινόμενο που πρέπει να κατανοήσουμε.
Θεωρείτε ότι η προεδρία του Τραμπ είναι μια περίπτωση συνδυασμού λαϊκιστικής ρητορικής και τεχνοκρατίας;
H αίσθησή μας είναι ότι με πολλούς τρόπους, ναι. Kαι ο λόγος είναι ότι αν ακούσετε αρκετά προσεκτικά τη γλώσσα της προεδρίας Τραμπ –αυτό ισχύει και για την πρώτη προεδρία Τραμπ– υπάρχει ένα ισχυρό στοιχείο λαϊκιστικής κινητοποίησης και αν κοιτάξετε και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τη γλώσσα της εμπειρογνωμοσύνης, δεν την αρνείται και έχει οικειοποιηθεί τη γλώσσα της αλήθειας. Αυτό που έκαναν, λοιπόν, είναι ότι είπαν ότι έχουμε το δικό μας είδος εμπειρογνωμοσύνης και αυτό είναι που θα ακολουθήσουμε, αντί για το είδος των κυρίαρχων πολιτικών που νομίζουν ότι μπορούν να λύσουν τα προβλήματά μας, αλλά δεν μπορούν. Επομένως, κατά κάποιον τρόπο, ο Τραμπ είναι το είδος της τέλειας ενσάρκωσης ενός «τεχνολαϊκιστή», επειδή πάντα παρουσιάζεται ως κάποιος που μπορεί να λύσει τα προβλήματα όλων. Και αυτό είναι το είδος της προσωπικότητας που κοιτάμε στο βιβλίο.
Στο βιβλίο, η εστίασή μας είναι ότι η κρίση της δημοκρατίας δεν έγκειται τόσο στην πτώση της ποιότητάς της, όσο στην αλλαγή της φύσης του πολιτικού ανταγωνισμού εντός του δημοκρατικού πλαισίου.
Για πολλούς, τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης «βοήθησαν» την άνοδο του τεχνολαϊκισμού. Θα τα θεωρούσατε βασικό παράγοντα για την άνοδο προσωπικοτήτων όπως ο Τραμπ;
Ναι. Μία από τις σημαντικές συνέπειες της ανόδου των ψηφιακών πλατφορμών είναι ότι αποδυναμώνουν τον παραδοσιακό ρόλο των κομμάτων ως διαμεσολαβητών ανάμεσα στον πολίτη και την πολιτική σφαίρα. Στο παρελθόν, τα κόμματα συνήθιζαν να ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό αυτή τη σχέση. Αν κοιτάξουμε πίσω, στη δεκαετία του 1950, πολλοί ψηφοφόροι αντλούσαν πληροφόρηση για την πολιτική κατάσταση αποκλειστικά από τις εφημερίδες που εξέδιδαν τα κόμματα που υποστήριζαν. Ετσι, το κόμμα κατείχε σχεδόν το μονοπώλιο στην ενημέρωση της εκλογικής του βάσης.
«Μία από τις συνέπειες της ανόδου των ψηφιακών πλατφορμών είναι ότι αποδυναμώνουν τον παραδοσιακό ρόλο των κομμάτων ως διαμεσολαβητών ανάμεσα στον πολίτη και στην πολιτική σφαίρα», λέει ο Κρίστοφερ Μπίκερτον.
Οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν εξαλείψει πλήρως αυτόν τον διαμεσολαβητικό ρόλο. Παράλληλα, διευκολύνουν την ανάδυση προσώπων που κυριαρχούν στο πολιτικό πεδίο, με τα κόμματα να λειτουργούν πλέον περισσότερο ως οχήματα υποστήριξης των εκστρατειών συγκεκριμένων ατόμων. Ο τεχνολαϊκισμός, κατά τη γνώμη μου, ευδοκιμεί περισσότερο σε αυτό το νέο περιβάλλον, όπου το κόμμα δεν λειτουργεί πλέον ως θεσμός με σαφές πρόγραμμα και ιδεολογία. Συνολικά, θεωρώ πως οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη μεταβολή.
Στην ελληνική έκδοση του βιβλίου γράφετε ότι «η επικάλυψη μεταξύ λαϊκιστικών και τεχνοκρατικών στοιχείων ήταν ιδιαίτερα έντονη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ». Κατά τη γνώμη σας, τι προσελκύει τους ψηφοφόρους σε ένα κόμμα με αυτά τα χαρακτηριστικά;
Υπάρχουν πολλά στοιχεία και υπάρχει μεγάλη έλξη και για τα δύο αυτά στοιχεία, είτε ξεχωριστά είτε μαζί. Αν και αποτελεί ένα είδος παράδοξου, δηλαδή ότι ο λαϊκισμός και η τεχνοκρατία φαίνονται να είναι αντίθετα μεταξύ τους, ωστόσο το κοινό που έχουν μεταξύ τους, είναι ότι και οι δύο είναι πολύ εχθρικοί προς την έννοια του κομματικού συστήματος. Στους λαϊκιστές δεν αρέσει το σύστημα, επειδή αισθάνονται ότι πρόκειται για την ελίτ που μοιράζει την εξουσία στον εαυτό τους και στους τεχνοκράτες δεν αρέσει το κομματικό σύστημα γιατί αισθάνονται ότι τα πολιτικά κόμματα είναι οχήματα διαφθοράς.
Αρα η έκκληση που κάνουν προς τους ψηφοφόρους είναι ότι και τα δύο αυτά στοιχεία (λαϊκισμός και τεχνοκρατία) είναι αντισυστημικά, κατά των κυρίαρχων κομμάτων και κατά των παραδοσιακών πολιτικών. Eτσι, σε μια εποχή όπου ένα από τα πιο συντριπτικά συναισθήματα των ανθρώπων απέναντι στην πολιτική είναι η απογοήτευση και η αηδία, μια τεχνολαϊκιστική φιγούρα κινητοποιεί στην πραγματικότητα πολύ έντονα αυτά τα συναισθήματα ενάντια στο παραδοσιακό κομματικό σύστημα. Και νομίζω ότι αυτό συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς εμφανίστηκε ως πραγματική πρόκληση ενάντια στο καθιερωμένο κομματικό σύστημα και πως ήταν σε θέση να πετάξουν μακριά τις παλιές «ελίτ».
Μπορεί ένα «τεχνολαϊκιστικό» κίνημα να ανακάμψει πολιτικά όταν χάσει τη δυναμική του ή είναι καταδικασμένο να παρακμάσει λόγω της αστάθειας της βάσης του;
Στην πραγματικότητα είναι και τα δύο. Υπάρχει αυτό το συνεχές είδος κύματος τεχνολαϊκιστικών αποτυχιών, επειδή οι τεχνολαϊκιστές σχεδόν αναπόφευκτα υπόσχονται υπερβολικά, επειδή έτσι λειτουργεί η πολιτική τους. Ωστόσο, οι περισσότερες αποφάσεις στην πολιτική περιλαμβάνουν κάποιο συμβιβασμό μεταξύ διαφορετικών ομάδων και αναπόφευκτα δεν επωφελούνται όλοι.
Eτσι, με την πάροδο του χρόνου, καθώς η πολιτική είναι αναδιανεμητική και καθώς συσσωρεύονται οι αποτυχίες, οι τεχνολαϊκιστές αγωνίζονται να επικρατήσουν και επανεμφανίζονται, επειδή έτσι λειτουργεί η δομική διάσταση του πολιτικού συστήματος και αν δεν έχεις εναλλακτικά ιδεολογικά προτάγματα που μπορούν να κινητοποιήσουν διακριτές κοινότητες, πάντα καταφεύγεις σε αυτή τη γλώσσα που την αποκαλούμε «γλώσσα της γενικότητας».
Ο «τεχνολαϊκισμός» ήρθε για να μείνει ή βλέπετε σημάδια επαναϊδεολογικοποίησης της πολιτικής;
Βλέπω σημάδια πόλωσης, αλλά δεν παρατηρώ την επιστροφή των παλαιών, παραδοσιακών μορφών «ιδεολογικής πολιτικής». Στο παρελθόν, η «ιδεολογική πολιτική» καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την καθημερινή ζωή: επηρέαζε ποια ποδοσφαιρική ομάδα υποστήριζες, ποια εφημερίδα διάβαζες, πού πήγαινες για καφέ ή μπίρα, ακόμη και σε ποιο σχολείο έστελνες τα παιδιά σου. Επομένως, διαπερνούσε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, δημιουργώντας αυτό που θα λέγαμε «κοινότητες πεποιθήσεων» (communities of belief).
Αυτές οι κοινότητες, όμως, έχουν πλέον εκλείψει. Σήμερα, αυτό που βλέπουμε είναι μια μορφή θυμού χωρίς σαφή κατεύθυνση, μια έντονη πόλωση, χωρίς όμως να συνιστά αναβίωση της «ιδεολογικής πολιτικής». Συνολικά, το διαρκές πέρα-δώθε του τεχνολαϊκισμού μοιάζει με έναν βρόχο, όπου όταν κάποιος αποτυγχάνει και υποχωρεί, κάποιος άλλος ανεβαίνει και διεκδικεί την εξουσία.

