Στο τοπίο της κυρίαρχης σύγχρονης ποπ, η Ροσαλία με τον τέταρτο δίσκο της, «Lux», κάνει μια εντυπωσιακή στροφή στον ήχο της, προτείνοντας κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Εχοντας ήδη δύο βραβεία Grammy, δεκατρία Latin Grammy και αμέτρητες ακόμη διακρίσεις, θα μπορούσε με ευκολία να συνεχίσει στο μουσικό ύφος που την καθιέρωσε. Ποιος θα περίμενε μετά το ευφυές «El mal querer» του 2018 και τη ρεγκετόν εξωστρέφεια του προσανατολισμένου στη γενιά του TikTok «Motomami» του 2022, να οδηγηθεί σε έναν θεματικό δίσκο εμπνευσμένο από την ορχηστρική μουσική, τη γυναικεία μυστικιστική παράδοση και τις πνευματικές αναζητήσεις; «Οι αγαπημένοι μου καλλιτέχνες είναι αυτοί που δεν σου δίνουν αυτό που θέλεις, αλλά αυτό που χρειάζεσαι», αναφέρει σε podcast των New York Times, υποστηρίζοντας τη στροφή της σε ένα υλικό εσωστρεφές, που ζητάει, όπως λέει, πολλά από το κοινό της. «Οσο πιο πολύ βρισκόμαστε στην εποχή της ντοπαμίνης, τόσο αναζητώ το ακριβώς αντίθετο», εξηγεί.
Μάλερ, φάντο και φλαμένκο
Ο δρόμος έως το «Lux» ήταν σπαρμένος με μελέτη αγιογραφιών από όλο τον κόσμο, κειμένων της Σιμόν Βέιλ και της Ούρσουλα Λε Γκεν, και ακούσματα από Μαρία Κάλλας, Μπαχ και πολύ Μάλερ. Επί ένα χρόνο έσβηνε κι έγραφε στίχους σε δεκατρείς γλώσσες, και άλλον ένα πήρε η ηχογράφηση, όπου συνεργάστηκε με τη φημισμένη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και την Αμερικανίδα συνθέτρια Καρολίν Σο. Παράλληλα, από το άλμπουμ δεν λείπουν και οι συνεργασίες με καλλιτέχνιδες του φλαμένκο, όπως η Εστρέγια Μορέντε, και των πορτογαλικών φάντο, όπως η Καρμίνιο, που είδαμε και στο «Poor Things» του Λάνθιμου.
«Οι αγαπημένοι μου καλλιτέχνες είναι αυτοί που δεν σου δίνουν αυτό που θέλεις, αλλά αυτό που χρειάζεσαι», δηλώνει η Ισπανίδα σταρ.
Το αποτέλεσμα είναι πληθωρικό. Κάθε τραγούδι κρύβει μια ιστορία και αναφορές που θα γέμιζαν σελίδες. Αδιαμφισβήτητα, είναι ό,τι πιο φιλόδοξο έχει κυκλοφορήσει έως τώρα κι ένας δίσκος με καλογραμμένα κομμάτια, που αναπτύσσονται σε τέσσερις πράξεις: η απομάκρυνση από την αγνότητα, το εγκόσμιο στοιχείο, η Θεία Χάρη και ο αποχαιρετισμός. Πολλοί μιλούν για αριστούργημα, άλλοι για τον δίσκο της χρονιάς, κάποιοι για άριστο μάρκετινγκ που πέτυχε τη δουλειά του, προτάσσοντας ως δόλωμα το εντυπωσιακό πρώτο σινγκλ «Bergain». Μια σύγχρονη, τρίγλωσση καντάτα, εμπνευσμένη από τη Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν, με δραματικά ορχηστρικά και χορωδιακά μέρη σε ύφος μπαρόκ, που ανεβάζει κατακόρυφα τη θερμοκρασία του άλμπουμ, θυμίζοντας σε στιγμές κάτι μεταξύ των Κάρμινα Μπουράνα του Ορφ και συνθέσεων του Βιβάλντι. Στο ρετσιτατίβο εμφανίζεται η «θεϊκή παρέμβαση» με τη φωνή της Μπιορκ, ενώ ακούγεται και ο Αμερικανός παραγωγός Ιβ Τιούμορ. Στο κομμάτι που προηγείται, το «Mio Cristo Piange Diamanti», τραγουδά στα ιταλικά σε μια δική της εκδοχή άριας, ενώ στο «Porcelana», όπου ακούγεται η βιβλική φράση «Ego sum lux mundi» («Εγώ είμαι το φως του κόσμου»), αντλεί έμπνευση από την ιστορία της Ριονέν Γκένσο, ποιήτριας και μοναχής στην Ιαπωνία του 17ου αι., η οποία χάραξε το πρόσωπό της για να υπερβεί τη ματαιοδοξία της και να γίνει δεκτή στο μοναστήρι.
Ωραία παραβολή για τη Ροσαλία, που «σπάει» την πρότερη εικόνα της για να γίνει ίσως αποδεκτή από τους μύστες της ποιοτικής πειραματικής ποπ;
Στις λίγες ημέρες κυκλοφορίας του δίσκου, πάντως, έχει ήδη κατακτήσει κάτι σημαντικό. Να συζητείται με μια ένταση που ίσως είχαμε να δούμε από το «Cowboy Carter» της Μπιγιονσέ, και που σπάνια καταφέρνουν καλλιτέχνες από την Ευρώπη, σε άλλη γλώσσα πέρα από τα αγγλικά. Η Ροσαλία, ήδη από το ντεμπούτο της το 2017 με τον φλαμένκο δίσκο «Los Angeles», δεχόταν πυρά από τους «πιουρίστες» οι οποίοι κατηγορούσαν την Καταλανή τόσο για πολιτισμική οικειοποίηση, όσο και για μη πιστή απόδοση του είδους. «Είμαι τρομερά ευγνώμων στους ανθρώπους που διατήρησαν την παραδοσιακή μορφή του φλαμένκο, διότι έτσι μπόρεσα να το σπουδάσω. Οι βάσεις του είδους δεν πρέπει να χαθούν. Ομως, δεν μπορώ να αγνοήσω την επιθυμία μου να εξερευνώ πέρα από την πεπατημένη», σχολίασε πρόσφατα.
Οι πολέμιοι του «Lux» αμφισβητούν τις φωνητικές ικανότητές της στις σύγχρονες άριες του άλμπουμ και αν αυτό που κάνει είναι ένα είδος σύγχρονης όπερας. Πράγματι, ερμηνευτικά δεν έχει την ποιότητα εκπαιδευμένης λυρικής σοπράνο, όμως δεν διατείνεται πως κάνει κάτι άλλο πέρα από ποπ μουσική. «Απλώς την προσεγγίζω διαφορετικά», υπογραμμίζει η ίδια. «Υπάρχει άλλος τρόπος και το έχουν αποδείξει περιπτώσεις όπως η Μπιορκ και η Κέιτ Μπους».
«Δεν υπάρχει ΑΙ»
Ετσι, δοκιμάζει υφές και ενορχηστρώσεις, πειραματίζεται με ιδέες, γλώσσες και ιδιώματα, δίνει έμφαση στον στίχο, φέρνει στο προσκήνιο θέματα που σπάνια βλέπουμε σε σημερινά ποπ άλμπουμ. Πατάει στο παρελθόν, με τρόπο που έρχεται από το μέλλον. Και αυτά «με μια σαφή πρόθεση να είναι όλα παιγμένα από ανθρώπους. Πολύ συνειδητά έχω αποφύγει κάθε είδους λούπα», τονίζει στην El Pais. «Αν υπάρχει κάποιο ηλεκτρονικό στοιχείο, αυτό έχει μόνο υποστηρικτικό ρόλο. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ανύπαρκτη σε αυτό τον δίσκο». Κόλπα εντυπωσιασμού ή πραγματική τέχνη από την 33χρονη Ισπανίδα σταρ; Μόνον ο χρόνος θα δείξει.

