«Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για ό,τι μου έφερε η ζωή», είπε η θρυλική Ελληνίδα Αγνή Μπάλτσα καθώς παρέλαβε χθες το βράδυ το βραβείο Συνολικής Προσφοράς των Διεθνών Βραβείων Οπερας για τη διεθνή διαδρομή της στο λυρικό θέατρο, ξεσηκώνοντας την αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε ένα αποθεωτικό χειροκρότημα. «Είμαι χαρούμενη και περήφανη που λαμβάνω αυτό το βραβείο στην ευλογημένη χώρα μου», σημείωσε συγκινημένη η διεθνούς φήμης μεσόφωνος. Δεν ήταν απλώς λόγια· ήταν η συγκίνηση μιας ζωής που γυρίζει πίσω, στον τόπο απ’ όπου ξεκίνησε. Στον ευχαριστήριο λόγο της η κ. Μπάλτσα, με τη χαρακτηριστική της αξιοπρέπεια, μίλησε για την οικογένεια που της χάρισε αγάπη, για τον Χρήστο Λαμπράκη και τον αρχιμουσικό Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, για όλους όσοι την ακολούθησαν και την αγάπησαν στις σκηνές του κόσμου. Και ύστερα, με εκείνο το χαμόγελο που φέρει τη σοφία μιας καριέρας μισού αιώνα, θυμήθηκε την «Ηλέκτρα» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το 2017 –«αυτή την τρομερή παράσταση»–, το τελευταίο της βήμα πριν από το οριστικό χειροκρότημα.
Εξω από την αίθουσα, στο ΚΠΙΣΝ, η Αθήνα έλαμπε σε ένα φθινοπωρινό, ζεστό απόγευμα που σίγουρα ξάφνιασε τους διεθνείς προσκεκλημένους. Μέσα, η όπερα γιόρταζε. Η Εθνική Λυρική Σκηνή φιλοξένησε χθες για πρώτη φορά τη 12η διοργάνωση των Διεθνών Βραβείων Οπερας, τη λαμπρότερη βραδιά του παγκόσμιου λυρικού θεάτρου. Από τη σκηνή της ΕΛΣ πέρασαν φωνές και δημιουργοί από 25 χώρες και πέντε ηπείρους που έδωσαν πνοή στη σύγχρονη όπερα. «Μέσα στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της ζωής μας και τις μεγάλες ταχύτητες του ψηφιακού κόσμου, τα βραβεία της όπερας μας προσφέρουν μια ευκαιρία να σταθούμε και να εκτιμήσουμε το υψηλό καλλιτεχνικό έργο τού σήμερα, που βάζει ένα λιθαράκι στη διαχρονία της λυρικής τέχνης», σημείωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης.
Μια κριτική επιτροπή επαγγελματιών του λυρικού κόσμου εξέτασε φέτος 14.000 υποψηφιότητες. Πέρα από τις καθιερωμένες κατηγορίες –Καλύτερος Τραγουδιστής, Καλύτερος Μαέστρος–, ο θεσμός των βραβείων έχει αποκτήσει πλέον κάτι βαθύτερο: εξερευνά τον σκοπό της όπερας στον 21ο αιώνα και τον κοινωνικό της αντίκτυπο. Στην αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ανάμεσα σε βραδινά φορέματα και μαύρα σμόκιν, ένιωθες πως η τέχνη αυτή είναι πέρα για πέρα ζωντανή.

Στην κορυφή των τιμητικών διακρίσεων, το βραβείο Καλύτερης Οπερας / Λυρικού Θεάτρου 2025 δόθηκε στο MusikTheater an der Wien. Επειτα από δύο χρόνια σιωπής και ριζικής ανακαίνισης, το ιστορικό αυστριακό θέατρο επέστρεψε θριαμβευτικά, παρουσιάζοντας ένα τολμηρό και ευρείας εμβέλειας πρόγραμμα.
Η βράβευση στην κατηγορία Νέα Παραγωγή της Χρονιάς δόθηκε στο έργο «Περιπέτειες του κυρίου Μπρόουτσεκ» του Γιάνατσεκ, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Κάρσεν, με δικαιολογημένα σχόλια θαυμασμού για την ευρηματική ματιά του, μια σύμπραξη ανάμεσα στο Εθνικό Θέατρο του Μπρνο, στην Κρατική Οπερα του Βερολίνου και στο Βασιλικό Θέατρο της Μαδρίτης – πραγματική γιορτή της ευρωπαϊκής συνεργασίας. Το βραβείο για την καλύτερη Παγκόσμια Πρεμιέρα που τιμά τη ζωτικότητα της σύγχρονης όπερας δόθηκε στο έργο «Festen» από τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου, σε μουσική Μαρκ-Αντονι Τέρνεϊτζ και λιμπρέτο Λι Χολ.

Ο Αμερικανός μπασοβαρύτονος Νίκολας Μπράουνλι, νικητής του Βραβείου Ρίτσαρντ Τάκερ 2025, έλαβε το βραβείο Ανδρα Ερμηνευτή (Male Singer) για ένα σύνολο ερμηνειών του, μεταξύ των οποίων ως Μάκβεθ και Αμφόρτας στην Οπερα της Φρανκφούρτης, καθώς και ως Βόταν στο «Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ» στην Οπερα του Παρισιού. Ο Μπράουνλι γοήτευσε το κοινό της τελετής ερμηνεύοντας το «Te Deum» του Σκάρπια από την «Τόσκα». Αποσπάσματα από όπερες του Πουτσίνι ερμήνευσε επίσης η υψίφωνος Μαρίνα Ρεμπέκα, η οποία κέρδισε το Βραβείο Κοινού.
Ο Κλάους Γκουτ απέσπασε το βραβείο Σκηνοθέτη της Χρονιάς για τη ρηξικέλευθη «Σαλώμη» στη Μητροπολιτική Oπερα της Νέας Υόρκης.
Το βραβείο Καλύτερης Ερμηνεύτριας (Female Singer) πήγε δικαιωματικά στην Ασμίκ Γκριγκοριάν, που την προηγούμενη σεζόν ερμήνευσε τις τρεις ηρωίδες του τρίπτυχου του Πουτσίνι στην Οπερα του Παρισιού, ενώ καθήλωσε ως Σαλώμη στο Λονδίνο. Η φωνή της αλλά και το ήθος της προμηνύουν ένα εξίσου λαμπρό μέλλον.
Το Βραβείο Κοινού (Reader’s Award) κατέκτησε η Μαρίνα Ρεμπέκα, αγαπημένη των θεατών, ενώ το βραβείο Αρχιμουσικού της Χρονιάς απονεμήθηκε στον Αλέν Αντίνογλου της Oπερας La Monnaie των Βρυξελλών, για τη χαρισματική παρουσία και τη μουσική ευφυΐα του, που γεφυρώνει παράδοση και σύγχρονη ανάγνωση.

Από τα βραβεία σκηνοθεσίας, δεσπόζουσα μορφή ήταν ο Κλάους Γκουτ που απέσπασε το βραβείο Σκηνοθέτη της Χρονιάς (Director of the Year) για τη ρηξικέλευθη «Σαλώμη» στη Μητροπολιτική Oπερα της Νέας Υόρκης – μια παράσταση που, όπως σχολίαζαν οι κριτικοί, «αντί να σοκάρει, έκανε το κοινό να αναπνέει διαφορετικά».
Ο σκηνογράφος Πάολο Φαντίν, ο οποίος εγκωμιάστηκε για τα ευφάνταστα σκηνικά του σε καινούργιες παραγωγές, συμπεριλαμβανομένης της πρεμιέρας της όπερας «Το όνομα του ρόδου» στη Σκάλα του Μιλάνου, τιμήθηκε ως Designer of the Year.
Διπλή χαρά στην κατηγορία Rising Star: για τον Χιου Κάτινγκ, έναν καλλιτέχνη του προγράμματος BBC New Generation και πρώτο κόντρα τενόρο, που κέρδισε το Βραβείο Kathleen Ferrier, και τη Γαλλίδα μεσόφωνο Αντέλ Σαρβέ για μια δυναμική καλλιτεχνική περίοδο που συμπεριλάμβανε τα ντεμπούτα της στους ρόλους του Αριοδάντη, της Κάρμεν και της Σαρλότ στον «Βέρθερο».
Η Εθνική Λυρική Σκηνή, τιμώντας την περίσταση, άπλωσε μπροστά στο διεθνές κοινό ένα πανόραμα της ελληνικής λόγιας μουσικής. Εργα των Σαμάρα, Καρρέρ, Σακελλαρίδη, Σκαλκώτα, Θεοδωράκη και Κουμεντάκη ενώθηκαν σαν ένα μουσικό μωσαϊκό που αφηγείται την ελληνική ψυχή· μια επιτομή του λυρικού παρελθόντος μας, παρουσιασμένη με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Στη σκηνή, οι Βασιλική Καραγιάννη, Μαρία Κοσοβίτσα, Δημήτρης Πλατανιάς και Γιάννης Χριστόπουλος έδωσαν φωνή σε αυτό το αφιέρωμα, μαζί με την Ορχήστρα, τη Χορωδία, το Μπαλέτο και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντίνου Τερζάκη. Η χώρα μας δεν φιλοξένησε απλώς έναν διεθνή θεσμό· τον έκανε δικό της με μια γιορτή εξωστρέφειας, που έφερε στην Αθήνα τον παλμό της διεθνούς όπερας και τα βλέμματα όλου του κόσμου, μέσω της ζωντανής μετάδοσης του OperaVision.
Και όταν, στο τέλος της βραδιάς, ο παρουσιαστής του BBC Πέτροκ Τρελόνι αποχαιρέτησε το κοινό με την αφοπλιστική φυσικότητά του, ένιωθες πως κάθε λεπτομέρεια είχε μετρηθεί, κάθε βλέμμα στην κάμερα είχε προβλεφθεί.

