Σαν σήμερα 8 Νοεμβρίου του 1847, γεννιόταν στο Δουβλίνο ο Μπραμ Στόκερ. Πιθανότατα το όνομά του θα είχε ξεχαστεί, όπως των έξι αδελφών του και εκατομμυρίων άλλων συμπατριωτών του, αφού η ζωή του ήταν, αν εξαιρέσουμε μια απροσδιόριστη ασθένεια της παιδικής ηλικίας, τυπική της εποχής του: μετά τις σπουδές του ασχολήθηκε με το θέατρο, τόσο ως κριτικός παραστάσεων όσο και ως θιασάρχης. Γνωρίστηκε προσωπικά με τον Οσκαρ Ουάιλντ και τον Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, και αποπειράθηκε να γράψει και αυτός μια σειρά μυθιστορημάτων φαντασίας που δεν προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση. Το 1895, κατά τη διάρκεια διακοπών σε ένα μικρό ακρωτήρι βορείως του Αμπερντίν, στη Σκωτία, άρχισε να γράφει το βιβλίο που θα τον έκανε αθάνατο, σαν τον ήρωά του, τον Κόμη Δράκουλα.
Παρόλο που δεν επισκέφθηκε ποτέ στη ζωή του τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ο Στόκερ μελέτησε τις φολκλόρ ιστορίες της περιοχής και, δανειζόμενος το όνομα του Βλαντ του Τρίτου (1431-1477), Ρουμάνου ηγεμόνα γνωστού για τη βιαιότητά του απέναντι στους Οθωμανούς, κράτησε στοιχεία από τη βαμπίρ μυθολογία των Καρπαθίων και χάρισε στην ανθρωπότητα έναν αιμοβόρο αλλά γοητευτικό ήρωα που ήταν απέθαντος και στο βιβλίο και στην πάροδο του χρόνου: 178 χρόνια μετά τη γέννηση του συγγραφέα και 128 μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου, ο Κόμης Δράκουλας έχει πρωταγωνιστήσει σε, συνολικά, χιλιάδες μεταφορές στη λογοτεχνία, σε κόμικς, σε εξώφυλλα δίσκων και στίχους τραγουδιών, σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, σε λούτρινα κουκλάκια και… σνακ! Το κάστρο του Δράκουλα στην πόλη Μπαρν της Τρανσυλβανίας είναι σταθερά τουριστικό αξιοθέατο και, γενικά, μια ολόκληρη γοτθικής θεματολογίας υποκουλτούρα έχει στηθεί γύρω από την ιστορία του μυστηριώδους ξένου που επισκέπτεται την παραθαλάσσια πόλη Γουίτμπι στην Αγγλία και από εκεί ξεδιπλώνεται μια ιστορία που καθιέρωσε δεκάδες διαχρονικούς μύθους: νυχτερίδες, λύκοι, ποντίκια, φέρετρα που ανοίγουν εκ των έσω, σταυροί, καθρέφτες, παλούκια στην καρδιά, αποκεφαλισμοί, ο ειδικός δρ Χέλσινγκ που ξέρει τα μυστικά από τη μία, το πανίσχυρο πλάσμα της νύχτας από την άλλη και, στο επίκεντρο, μια μοιραία γυναίκα, η Μίνα, που γοητεύεται από τον ζωώδη μαγνητισμό του Δράκουλα.
Φυσικά, ο κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος: ήταν 1922, όταν η γερμανική ταινία «Νοσφεράτου» προσπαθούσε να μεταφέρει κάποια από αυτά τα στοιχεία στη μεγάλη οθόνη και 1931 όταν ο ρουμανικής καταγωγής ηθοποιός Μπέλα Λουγκόζι ενσάρκωνε τον Δράκουλα στο Χόλιγουντ. Εκτοτε, έχουν γυριστεί εκατοντάδες, χωρίς υπερβολή, ταινίες με βαμπίρ: από το ελαφρύ πορνό του «Vampiros Lesbos» μέχρι το αφροαμερικανικό «Blacula» και από το γουέστερν «Billy the Kid Versus Dracula» μέχρι την παρωδία «Dead and Loving It»!
Πιο πρόσφατη κινηματογραφική κατάθεση το φετινό «Dracula» του Γάλλου Λικ Μπεσόν, μια υπερπαραγωγή γεμάτη εντυπωσιακές εικόνες αλλά όχι ιδιαίτερα πειστική αφήγηση, καθώς πρακτικά απλώς επαναλαμβάνει το αξεπέραστο «Bram Stoker’s Dracula» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, που από το 1992 είχε ήδη κάνει τα πάντα σωστά, χωρίς περιττές υπερβολές, χωρίς αχρείαστες σκηνές βίας και με τον καλύτερο, ίσως, Κόμη Βλαντ του αιώνα χάρη στην ανεπανάληπτη ερμηνεία του Γκάρι Ολντμαν. Το μόνο σίγουρο; Οι παραλλαγές στο θέμα του Μπραμ Στόκερ δεν θα σταματήσουν ποτέ – γιατί το ωραιότερο γοτθικό παραμύθι όλων των εποχών δεν θα σταματήσει ποτέ να μας γοητεύει, είτε ως πηγή τρόμου είτε ως καταραμένη ιστορία αγάπης.

