Η Ασμίκ Γκριγκοριάν, μία από τις διασημότερες λυρικές τραγουδίστριες των τελευταίων ετών, εμφανίστηκε στις 17 Οκτωβρίου στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» για ένα ρεσιτάλ με «ρομάντσες», δηλαδή ρωσικά τραγούδια, των Τσαϊκόφσκι και Ραχμάνινοφ. Τη Λιθουανή υψίφωνο συνόδευσε ο συμπατριώτης της πιανίστας Λούκας Γκένιουσας.
Παρότι πρωταγωνιστούσε ήδη αρκετά χρόνια σε διάφορες σκηνές και είχε τιμηθεί με σημαντικά βραβεία, η Γκριγκοριάν έγινε παγκοσμίως γνωστή μόλις στα 37 της χρόνια, όταν το 2018 στο Ζάλτσμπουργκ ερμήνευσε τη Σαλώμη στην ομότιτλη όπερα του Ρίχαρντ Στράους. Εκτοτε, η φήμη της απογειώθηκε. Εκείνη, πάλι, δεν επαναπαύθηκε στη «Σαλώμη» και στη σιγουριά άλλων δημοφιλών λυρικών έργων, αλλά με τόλμη προτίμησε να εκτεθεί μέσα από μάλλον απρόσμενες επιλογές ρεπερτορίου. Δεν δίστασε μπροστά στη Λαίδη Μάκβεθ του Βέρντι (Ζάλτσμπουργκ, 2023), δεν φοβήθηκε την Τουραντότ του Πουτσίνι (Βιέννη, 2024) ούτε τη Νόρμα του Μπελίνι (Βιέννη, 2025). Υποδύθηκε τη Μαριέτα στη «Νεκρή πόλη» του Κόρνγκολντ (Μιλάνο, 2019) και την Τατιάνα στον «Ευγένιο Ονιέγκιν» του Τσαϊκόφσκι (Εδιμβούργο, 2019). Τόλμησε τη Ρούσαλκα του Ντβόρζακ (Μαδρίτη, 2022) αλλά και τη Ζέντα στον «Ιπτάμενο Ολλανδό» του Βάγκνερ (Μπάιροϊτ, 2021), ενώ μπήκε στον κόπο να μάθει ακόμη και την εξωτική «Μάγισσα» του Τσαϊκόφσκι (Φρανκφούρτη, 2022).
Στην πρώτη της εμφάνιση στην Αθήνα, η Ασμίκ Γκριγκοριάν ερμήνευσε «ρομάντσες» των Τσαϊκόφσκι και Ραχμάνινοφ.
Μέχρι σήμερα η Γκριγκοριάν κερδίζει το στοίχημα κάθε φορά. Επειδή σκηνικά είναι πολύ πειστική στον ρόλο που κάθε φορά υποδύεται, αλλά και επειδή φωνητικά μοιάζει να βρίσκεται στην απόλυτη ακμή της. Οπως φάνηκε και στην Αθήνα, η ίδια η φωνή είναι ένα σπάνιο όργανο, εξαιρετικά πλούσιο, με ενδιαφέρον λυρικοδραματικό ηχόχρωμα, ομοιογενές σε όλη του την έκταση, εντυπωσιακά ισχυρό στη χαμηλή περιοχή ενώ διατηρεί την ένταση και τον πλούτο του στην ψηλή. Ενα σπάνιο δώρο της φύσης, το οποίο, επιπλέον, η Γκριγκοριάν χειρίζεται με εξαιρετική τέχνη και μουσικότητα. Με άνεση αποδίδει χαμηλόφωνα ακόμη και τους πιο εκτεθειμένους φθόγγους και με την ίδια άνεση γεμίζει την αίθουσα με ήχο εντυπωσιακής ισχύος.
Απέριττη ερμηνεία
Στην Αθήνα, η Γκριγκοριάν άφησε τον κόσμο της όπερας εκτός σκηνής και με σεμνότητα ασυνήθιστη, ιδίως αν σκεφτεί κανείς άλλες συναδέλφους της, ερμήνευσε τις «ρομάντσες» του προγράμματός της. Χωρίς περιττές χειρονομίες και σκέρτσα σε ό,τι αφορούσε τη σκηνική παρουσία, χωρίς ναρκισσισμό και επίδειξη σε ό,τι αφορούσε τη φωνητική ερμηνεία.
Οι «ρομάντσες» του Τσαϊκόφσκι, ευαίσθητες, τρυφερές, συχνά με έντονο νοσταλγικό χαρακτήρα, έχουν ανάγκη από μια εκφραστική φωνή με θερμή και μεστή μεσαία περιοχή. Ακριβώς αυτό τους προσέφερε η Γκριγκοριάν μέσα από λεπτές αποχρώσεις και μεγάλη μουσικότητα.
Οι μουσικές μικρογραφίες του Ραχμάνινοφ, πιο εξωστρεφείς και αφηγηματικές, απέσπασαν από την τραγουδίστρια ερμηνείες αντιστοίχως πιο πολύπλευρες. Στο πλαίσιο καθεμιάς εναλλασσόταν πλήθος διαθέσεων. Η Γκριγκοριάν περνούσε με αποστομωτική άνεση από τη νοσταλγία και την τρυφερότητα στο πάθος ή στην απόγνωση, παραμένοντας στυλιστικά αυστηρή, χωρίς υπερβολές. Η διαρκής αναζήτηση του κατάλληλου ηχοχρώματος, της έντασης και του ύφους απέδιδε τελικά το συναίσθημα, ακόμη και εάν ο ακροατής δεν καταλάβαινε το κείμενο. Στο μουσικό της ταξίδι η υψίφωνος είχε θαυμάσιο συνοδοιπόρο τον πιανίστα Λούκας Γκένιουσας, ο οποίος τη στήριξε στις επιλογές της και έδειξε τις δικές του ικανότητες σε τέσσερα καθαρά πιανιστικά έργα.
Ας σημειωθεί ότι το 1996 η Εθνική Λυρική Σκηνή είχε προσκαλέσει τον επίσης διάσημο πατέρα της, τον τενόρο Γκέγκαμ Γκριγκοριάν, ως Λένσκι σε παραγωγή της όπερας «Ευγένιος Ονιέγκιν». Και, βέβαια, αναρωτιέται κανείς πώς η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών δεν σκέφτηκε να προσκαλέσει αυτήν, τη διασημότερη Σαλώμη της εποχής, για τη συναυλιακή παρουσίαση της όπερας αυτής του Ρίχαρντ Στράους που έχει προγραμματίσει σε λίγες εβδομάδες, στις 23 Δεκεμβρίου.

