Τον Οκτώβριο του 1970, στην παρακμή των επικών ταινιών, κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το Waterloo του Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Μποντάρτσουκ — μια παραγωγή του Ντίνο Ντε Λαουρέντις. Ένα κάστ μεγάλων ηθοποιών, μεταξύ των οποίων ο Κρίστοφερ Πλάμερ, ο Ροντ Στάιγκερ (στο ρόλο του Ναπολέοντα) και ο Ορσον Ουέλς δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την επιτυχία της ταινίας στα box office ανά τον κόσμο. Η σοβιετική συμμετοχή, ωστόσο, υπήρξε καθοριστική: εκτός από τον πιστό στις επιταγές του Κρεμλίνου σκηνοθέτη —ο οποίος αργότερα περιθωριοποιήθηκε επί Γκλασνόστ, ενώ ο γιος του είναι σήμερα ένθερμος υποστηρικτής του Πούτιν—, η Μόσχα παρείχε αδιανόητους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό για τη δημιουργία σκηνών που μόνο η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να αναπαραστήσει.
Οπως σημειώνει ο Σάιμον Λιούις στο βιβλίο του The Magnificent 60s, 17.000 στρατιώτες (κυρίως από τη Σιβηρία) και 2.000 ιππείς. επιστρατεύθηκαν για τις ανάγκες των γυρισμάτων. Mετά των αλόγων τους φυσικά. Μηχανικοί του Σοβιετικού Στρατού οργάνωσαν ένα δίκτυο χιλιάδων εργατών που δημιούργησαν ολόκληρα τεχνητά δάση και χιλιόμετρα αρδευτικών σωλήνων για να αποδώσουν ρεαλιστικά το ανυπόφορο -ακόμα και για το μάτι του θεατή- λασπωμένο πεδίο μάχης. Ο Κρίστοφερ Πλάμερ, στα απομνημονεύματά του, και ο κριτικός Ρότζερ Εμπερτ περιγράφουν τα «αόρατα σύρματα» (trip wires) που χρησιμοποιούνταν για να πέφτουν άλογα και ιππείς — με αποτέλεσμα φρικτά, συχνά θανατηφόρα, για ανθρώπους και ζώα, όπως μαρτυρούν και ηθοποιοί στο ιστολόγιο «Adventures in Historyland».
Εγκληματική αδιαφορία
Η θλιβερή αυτή επίδειξη κινηματογραφικού ρεαλισμού απλώς αντανάκλασε μια βαθύτερη αλήθεια: την ιστορική αδιαφορία του σοβιετικού (και μετασοβιετικού) κράτους για την ανθρώπινη ζωή. Δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί μια νοοτροπία που μέτρησε 20 εκατομμύρια νεκρούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο —θύματα που βαφτίστηκαν «ηρωισμός» ενώ οφείλονταν πρωτίστως στην αμέλεια και αδιαφορία των διοικητών—, εκατομμύρια φυλακισμένους στα γκουλάγκ και, εν προκειμένω, βασανισμένους ανθρώπους και ζώα στο όνομα μιας ταινίας. Και δυστυχώς για όλους μας πλέον, η ίδια περιφρόνηση για την ανθρώπινη ύπαρξη μετά δυσκολίας μπορεί να αμφισβητηθεί και σήμερα.
Για όποιον ενδιαφέρεται, μια ερμηνεία έχει διατυπωθεί σε προηγούμενο κείμενο με τίτλο «Ρωσία: Η φιλοσοφία του θανάτου» αλλά είναι αδύνατον εξ αυτής και μόνο να συνειδητοποιήσει κανείς το μέγεθος μιας σχεδόν μεταφυσικής αναισθησίας, μιας δογματικής απάθειας απέναντι στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Τα δύο πράγματα που γνωρίζουν καλά και δημιουργούν, διαχρονικά τελικώς, το μύθο της περίφημης «ρωσικής ψυχής», είναι η στρατιωτικοποίηση των πάντων και η προπαγάνδα. Αυτές οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος συγκροτούν το εσωτερικό και εξωτερικό αφήγημα του ρωσικού κράτους.
Ως προς το σκέλος της προπαγάνδας διεξάγεται και εξάγεται με τη μορφή εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δωρεάν μαθημάτων δημοσιογραφίας. Στο εσωτερικό η νέα «Σχολή Πολεμικών Ανταποκριτών» στο Τομσκ χρηματοδοτούμενη από το προεδρικό ταμείο πολιτιστικών πρωτοβουλιών, εκπαιδεύει νέους «δημοσιογράφους» για να εργαστούν στα κατεχόμενα εδάφη της Ουκρανίας. Οι διδάσκοντες είναι γνωστοί προπαγανδιστές των RT, Ria Novosti και Izvestia. Οι φοιτητές μαθαίνουν πώς να παίρνουν «πατριωτικές συνεντεύξεις» και να μετατρέπουν το ρεπορτάζ σε ψυχολογικό όπλο. Τα ανεξάρτητα ΜΜΕ, στο μεταξύ, έχουν χαρακτηριστεί «Ξένοι Πράκτορες» και, όσα από αυτά επιβιώνουν, αναγκάζονται να λειτουργούν εξόριστα.
Στην Αφρική και την Ασία, τα «δωρεάν μαθήματα δημοσιογραφίας» της Μόσχας διδάσκουν πώς να «αναγνωρίζεις τις ψευδείς ειδήσεις» —χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα τις ίδιες τις αφηγήσεις του Κρεμλίνου. Οι συμμετέχοντες παρακολουθούν ρεπορτάζ που παρουσιάζουν τους Ουκρανούς ως «νεοναζί» και τη σφαγή της Μπούτσα ως «σκηνοθεσία», με τις «ανεξάρτητες» επιβεβαιώσεις να προέρχονται από ρωσικά χρηματοδοτούμενους fact-checkers.
Η περίφημη ήπια ισχύς της Ρωσίας διαχέεται διεθνώς μέσα από τοξικές πληροφορίες και «εναλλακτικά» γεγονότα από μια χώρα η οποία ζητά επέκταση της θέσης της στην παγκόσμια τάξη με φιλοδοξίες που δεν στηρίζονται σε θεσμούς ή έστω κάποια ιδεολογία αλλά σε μια αμυντική ψυχολογία: την πεποίθηση ότι «η Δύση μας εξαπάτησε».
Η ΕΣΣΔ, παρά τον ολοκληρωτισμό της, είχε τουλάχιστον ένα συνεκτικό αφήγημα: διεθνισμό, αποαποικιοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη. Η σημερινή Ρωσία δεν έχει τίποτα αντίστοιχο. Οι «παραδοσιακές αξίες» που επικαλείται είναι δάνεια από την αμερικανική Δεξιά, νοτισμένα με θεοκρατικό συντηρητισμό και πολιτισμική ανασφάλεια. Η «καταπολέμηση του ναζισμού» και των «τρανς» είναι ό,τι προσφέρεται για εσωτερική συνοχή. Δεν προτείνει έναν νέο κόσμο, αλλά έναν «πόλεμο πληροφοριών» που στην πραγματικότητα βασίζεται στην ίδια της την απουσία νοήματος.
Στρατοκρατία
Ως προς το σκέλος της στρατιωτικοποίησης, ο Πούτιν κάνει ό,τι μπορεί. Μέσα στο θολό σύμπαν των απολύτως γήινων συμφερόντων αλλά και οραματικών επιδιώξεων, από το 2022, έχει εγκαινιάσει ένα πλέγμα θεσμών που ενώνει τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τα κρατικά μέσα σε ενιαίο ιδεολογικό μηχανισμό. Από τις πρώτες τάξεις, τα παιδιά διδάσκονται να χειρίζονται drones και να τραγουδούν στρατιωτικά εμβατήρια. Οι έφηβοι εκπαιδεύονται σε «στρατιωτικο-πατριωτικές κατασκηνώσεις», ενώ τα σχολικά βιβλία ιστορίας περιγράφουν την Ουκρανία ως «ναζιστικό προτεκτοράτο» και το ΝΑΤΟ ως «επιτιθέμενη συμμαχία». Η ιδεολογική ύλη είναι αναμεμειγμένη με θρησκευτικό συντηρητισμό και ρητορική περί «παραδοσιακών αξιών» — μια πολιτισμική αντεπίθεση που επιδιώκει να παρουσιάσει τη Ρωσία ως τελευταίο προπύργιο ενάντια στη «διαφθορά της Δύσης».
Μόνον που και πάλι όλα αυτά, η «πατριωτική εκπαίδευση» και το πομπώδες εθνικό αφήγημα, συγκρούονται με την πραγματικότητα που υποδεικνύει μια χώρα η οποία συνεχίζει να μη σέβεται την ανθρώπινη ζωή— ούτε των άλλων, ούτε των δικών της. Από τους στοχευμένους βομβαρδισμούς νηπιαγωγείων και αμάχων στην Ουκρανία μέχρι τις αποκαλύψεις των εξόριστων ανεξάρτητων μέσων Verstka και Meduza: δολοφονίες, βασανισμοί ή θανατηφόρες τιμωρίες των στρατιωτών, μονομαχίες μέχρι θανάτου, διοικητές που απαιτούν χρήματα για απαλλαγή από αποστολές αυτοκτονίας. Οσοι αρνούνται, εξαναγκάζονται να βαδίζουν άοπλοι στην πρώτη γραμμή, για να προσελκύσουν τα πυρά του εχθρού. Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2025, η Κεντρική Στρατιωτική Εισαγγελία έλαβε 29.000 καταγγελίες από στρατιώτες και οικογένειες, εκ των οποίων πάνω από 12.000 αφορούσαν τιμωρίες από ανωτέρους. Πηγή της Εισαγγελίας επιβεβαιώνει σύμφωνα με το Verstka: υπάρχει ανεπίσημη απαγόρευση διερεύνησης υποθέσεων που αφορούν διοικητές σε εμπόλεμες ζώνες, «διότι θα έπληττε τις επιχειρήσεις».
H «πατριωτική εκπαίδευση» και το πομπώδες εθνικό αφήγημα συγκρούονται με την πραγματικότητα που υποδεικνύει μια χώρα η οποία συνεχίζει να μη σέβεται την ανθρώπινη ζωή.
Ολα καταλήγουν σε ανθρώπινη δυστυχία που δεν μετατρέπεται σε εξέγερση, αλλά σε υπομονή, αποδοχή και μοιρολατρία. Αυτό που αποκαλούν «ρωσική ψυχή».

