Ο Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς αναδείχθηκε, τη δεκαετία του ’70, ο «βασιλιάς» των road movies, με ταινίες όπως «Η Αλίκη στις πόλεις», «Στο πέρασμα του χρόνου» και «Ενας Αμερικανός φίλος». Το 1984 γνώρισε διεθνή καταξίωση όταν το αγγλόφωνο μινιμαλιστικό αριστούργημά του «Παρίσι, Τέξας» κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Το 1987 εδραίωσε τη θέση του ανάμεσα στους κορυφαίους Ευρωπαίους σκηνοθέτες με το φιλμ «Τα φτερά του έρωτα», που του χάρισαν το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών.
Οι εμβληματικές αυτές ταινίες, γεμάτες υπαρξιακό στοχασμό και πνευματική περιπλάνηση, αποτελούν τον πυρήνα του αφιερώματος «Wim Wenders: Η μεγάλη αναδρομή», που θα παρουσιάσει η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στην Αθήνα από τις 14 έως τις 16 Νοεμβρίου. Στο πλαίσιο του αφιερώματος, ενός από τα σημαντικότερα που έχουν πραγματοποιηθεί προς τιμήν του οραματιστή σκηνοθέτη και φωτογράφου, ο Βέντερς θα επισκεφθεί την Ελλάδα για να παραδώσει ένα σπάνιο masterclass και να συμμετάσχει σε μια ωριαία συζήτηση με την καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου.
Σήμερα, στα 80 του, ο Βέντερς εξακολουθεί να βαδίζει τον δικό του δρόμο, όπου, όπως και για τους ήρωες των ταινιών του, το πραγματικό νόημα βρίσκεται στο ταξίδι και όχι στον προορισμό.
Ανθρώπινες αναζητήσεις
«Σχεδόν όλες οι ταινίες μου μιλούν για ανθρώπους σε αναζήτηση, ήρωες που ψάχνουν, αλλά δεν βρίσκουν αυτό που αναζητούν», σημειώνει ο Βέντερς. «Οι πρώτες μου ταινίες, ιδίως, καταπιάνονταν με το θεμελιώδες ερώτημα του πώς να πορευτεί κανείς στη ζωή – αν και για πολύ καιρό δεν το είχα συνειδητοποιήσει, γιατί κι εγώ ο ίδιος αναζητούσα ακόμη τις απαντήσεις».
Η πιο φιλόδοξη, αναμφίβολα, ταινία της καριέρας του, το «Μέχρι το τέλος του κόσμου», του 1991, ήταν μια απόπειρα του Βιμ Βέντερς να δημιουργήσει το προσωπικό του magnum opus, την κορύφωση της υπαρξιακής του αναζήτησης. Δυστυχώς, η διεθνής συμπαραγωγή, ύψους 30 εκατ. δολαρίων, κυκλοφόρησε αρχικά από τη Warner Bros σε μια πετσοκομμένη έκδοση διάρκειας δύο ωρών, παρά τις αντιρρήσεις του Βέντερς, με αποτέλεσμα να αποτύχει τόσο στην αποδοχή της από τους κριτικούς όσο και εμπορικά.
Στο πλαίσιο της αναδρομής για τον Βέντερς, η Στέγη του Ιδρύματος θα προβάλει το πιο σπάνιο, και σαφώς ανώτερο, πεντάωρο «director’s cut», ένα οδοιπορικό σε είκοσι χώρες, με πρωταγωνιστές τους Γουίλιαμ Χερτ, Μαξ φον Σίντοφ και την τότε σύντροφο του Βέντερς, Σολβέγκ Ντομαρτέν.
Μεγαλώνοντας στη μεταπολεμική Γερμανία
Ο Βιμ Βέντερς, ή Ερνστ Βίλχελμ Βέντερς όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1945 στο Ντίσελντορφ, μια βιομηχανική πόλη της Γερμανίας που είχε καταστραφεί κατά 90% από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γιος γιατρού, ο Βιμ Βέντερς μεγαλώνει με αμερικανικά νουάρ και γουέστερν, που εξάπτουν τη φαντασία του.

«Ο πατέρας μου ήταν χειρουργός και μετακομίζαμε συχνά, μέχρι που διορίστηκε διευθυντής χειρουργικής σε ένα νοσοκομείο», θυμάται ο Βέντερς. «Ημασταν καθολικοί, μεσοαστοί, αν και στα πρώτα χρόνια της ζωής μου ζούσαμε με πολλές στερήσεις. Οι πιο καθοριστικές καλλιτεχνικές επιρροές μου ήταν οι αμερικανικές ταινίες της δεκαετίας του ’50 και η μουσική που άκουγα στο American Forces Network, έναν σταθμό που τότε, και για πολλά χρόνια μετά, ήταν πολύ δημοφιλής στη Γερμανία. Τότε ερωτεύτηκα το ροκ εν ρολ». (Η προσωπική συλλογή βινυλίων του Βέντερς ξεπερνάει σήμερα τις 20.000 άλμπουμ.)
Γύρω στα επτά του χρόνια, ο πατέρας του τού χαρίζει μια μηχανή προβολής ταινιών 8 mm και μια συλλογή ταινιών μικρού μήκους με τους Μπάστερ Κίτον, Χάρολντ Λόιντ και Τσάρλι Τσάπλιν.
«Ηταν οι μικροί μου θησαυροί, και τους πρόβαλλα στους φίλους μου στα πάρτι γενεθλίων τους. Λίγο αργότερα, στα οκτώ ή εννιά μου, μου χάρισαν μια κάμερα 8 mm, και με αυτή γύριζα τις δικές μου ταινίες όσο ήμουν παιδί… Ηταν η αρχή της πρώιμης αγάπης μου για το σινεμά, αν και τότε δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό να γίνω σκηνοθέτης».
Μια μηχανή προβολής ταινιών 8 mm και μια συλλογή φιλμ με τους Μπάστερ Κίτον, Χάρολντ Λόιντ και Τσάρλι Τσάπλιν εισάγουν τον επτάχρονο Ερνστ Βίλχελμ Βέντερς στη μαγεία της Εβδομης Τέχνης. «Λίγο αργότερα μου χάρισαν μια κάμερα 8 mm και με αυτή γύριζα τις δικές μου ταινίες», θυμάται.
Το 1966, αφού σπουδάζει αρχικά ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ και στη συνέχεια φιλοσοφία στο Ντίσελντορφ, ο Βέντερς εγκαταλείπει τις σπουδές του και μετακομίζει στο Παρίσι, με όνειρο να γίνει ζωγράφος. Τότε, η ζωή του αλλάζει πορεία, καθώς περνάει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στη σκοτεινή αίθουσα της θρυλικής Cinémathèque Française, βλέποντας πέντε και έξι ταινίες τη μέρα. «Το εισιτήριο κόστιζε μόλις 25 σεντς, κι έτσι είχα την ευκαιρία να γνωρίσω όλα τα είδη κινηματογράφου και να δω ταινίες από την Αμερική, την Ιαπωνία, αλλά και όλες τις μεγάλες γερμανικές βουβές παραγωγές. Εκείνη τη χρονιά στο Παρίσι πρέπει να είδα πάνω από χίλιες ταινίες. Ηταν ένα θαυμάσιο, εντατικό μάθημα στην τέχνη του σινεμά, και τότε ήταν που αποφάσισα να αφήσω τη ζωγραφική για να γίνω σκηνοθέτης».
Ο Βιμ Βέντερς επιστρέφει στη Γερμανία το 1967, για να σπουδάσει στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου, ενώ παράλληλα εργάζεται περιστασιακά ως κριτικός κινηματογράφου για το Der Spiegel και άλλα γερμανικά περιοδικά και εφημερίδες.
Κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1971, με την ταινία «Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αυστριακού συγγραφέα Πέτερ Χάντκε. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου που, ξαφνικά, γίνεται κατά συρροήν δολοφόνος – ένα ρόλο που υποδύθηκε ο Αρθουρ Μπράους, ο οποίος αργότερα έγινε ένας από τους πιο γνωστούς τηλεοπτικούς αστέρες της Γερμανίας (πέθανε τον Αύγουστο, σε ηλικία 89 ετών). Η ταινία γνωρίζει επιτυχία στον χώρο του κινηματογράφου τέχνης και καθιερώνει τον Βέντερς ως ανερχόμενο ταλέντο.
Χαρτογράφος της ψυχής
Το αφιέρωμα στον Βέντερς, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, προσφέρει στο ελληνικό κοινό, στους σινεφίλ και στους επίδοξους σκηνοθέτες την ευκαιρία να δουν τις ταινίες του, είτε για πρώτη φορά, και ίσως τελευταία, στη μεγάλη οθόνη. Και κάθε αποτίμηση του έργου του Βέντερς ξεκινάει αναπόφευκτα από τα κλασικά road movies του της δεκαετίας του ’70, που διαμόρφωσαν το όραμά του.
Ο Βέντερς κατέχει μια μοναδική θέση στην ιστορία του σινεμά ως χαρτογράφος της ψυχής. Είναι ένας δημιουργός που μας προσφέρει έναν χάρτη χωρίς σαφή κατεύθυνση – και αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Τα road movies του, που θα προβληθούν όλα στο πλαίσιο της αναδρομής του Ιδρύματος Ωνάση, έχουν αποκατασταθεί προσωπικά από τον ίδιο, και αποτελούν το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τον οραματικό τρόπο με τον οποίο βλέπει τον κόσμο. Ας πάρουμε για παράδειγμα «Τα φτερά του έρωτα», μια υπέροχη απόδραση στο μεταφυσικό, ένα γλυκόπικρο ερωτικό ποίημα για το Βερολίνο, την πόλη που ο Βέντερς αγάπησε και υιοθέτησε ως δική του. Αλλοτε ασπρόμαυρη και άλλοτε έγχρωμη, η ταινία σηματοδοτεί την επιστροφή του σκηνοθέτη στη διαιρεμένη αυτή πόλη, που αποτελεί ένα μποέμ καταφύγιο καλλιτεχνών, όπως ήταν το Παρίσι του Μεσοπολέμου. Ο Βέντερς ενορχηστρώνει την ιστορία δύο αόρατων αγγέλων –του Μπρούνο Γκαντζ (Νταμιέλ) και του Οτο Σάντερ (Κασιέλ)– που παρατηρούν το Βερολίνο από ψηλά, συχνά από την κορυφή του επιβλητικού μνημείου Siegessäule, του οποίου τα χρυσά φτερά μοιάζουν με εκείνα των μοναχικών παρατηρητών της ανθρώπινης ύπαρξης που δημιούργησε ο σκηνοθέτης. «Δεν ήμουν σε καλή ψυχολογική κατάσταση όταν άρχισα να σκέφτομαι τα “Φτερά του έρωτα”» (που συνυπέγραψε με τον φίλο του, Πέτερ Χάντκε). Είχα περάσει οκτώ χρόνια στην Αμερική, και μετά την εμπειρία τού “Ιδιωτικός ντετέκτιβ Χάμετ” (μια καταστροφική συνεργασία με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, που ανάγκασε τον Βέντερς να ξαναγυρίσει τα δύο τρίτα της ταινίας), ένιωθα την ανάγκη να επιστρέψω στην πατρίδα μου και να την ανακαλύψω και πάλι. Μου έλειπε η γλώσσα μου. Είχα αρχίσει να ονειρεύομαι στα αγγλικά και συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν ήταν καλό. Ετσι άρχισα να διαβάζω περισσότερο στη μητρική μου γλώσσα και θεωρώ ότι το πιο όμορφο γερμανικό κείμενο είναι τα ποιήματα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε», σημειώνει ο Βέντερς.
Το καταραμένο Τείχος
«Επέλεξα το Βερολίνο, την πόλη που ένιωθα πιο κοντά στην καρδιά μου. Καθώς περπατούσα στους δρόμους, έβλεπα παντού αγγέλους, σε μνημεία, γλυπτά, ανάγλυφα σε δημόσιους χώρους, περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη πόλη. Αναζητούσα ένα νήμα που θα μου επέτρεπε να αφηγηθώ την ιστορία της πόλης… Ομως, όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο πιο τρελό μου φαινόταν. “Θέλεις να κάνεις μια ταινία με αγγέλους;”. Κι όμως, αυτή η ιδέα άνοιγε έναν ολόκληρο κόσμο δυνατοτήτων, μου έδινε την ευκαιρία να ερευνήσω πολλές διαφορετικές ζωές, γιατί αυτοί οι άγγελοι μπορούσαν να βρίσκονται παντού. Μπορούσαν να περάσουν από το καταραμένο Τείχος, να συναντήσουν οποιονδήποτε, να γίνουν οι τέλειοι μάρτυρες της ζωής στο Βερολίνο. Τελικά, είχα βρει μια οπτική που τα περιλάμβανε όλα. Δεν είναι ότι πίστευα πραγματικά στους αγγέλους, αλλά μου άρεσαν ως μεταφορά. Μου άρεσε η ικανότητά τους να ακούν τις σκέψεις των ανθρώπων, φανταζόμουν την απέραντη αγάπη τους γι’ αυτούς. Ηθελα μια στοργική ματιά προς αυτή την πόλη, που το 1987 ήταν διαιρεμένη, πληγωμένη, γκρίζα και καταθλιπτική. Ηταν ένα μέρος μοναδικό στον κόσμο. Καμία άλλη πόλη δεν είχε ένα τείχος να τη χωρίζει στα δύο… Και καθώς το Βερολίνο ήταν διαιρεμένο, αντανακλούσε και την κατάσταση του κόσμου όλου. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Το Βερολίνο ήταν, με έναν παράξενο τρόπο, το κέντρο του κόσμου – κάποιες φορές λίγο μελαγχολικό, αλλά ταυτόχρονα καταφύγιο για πανκ, μουσικούς, ζωγράφους και συγγραφείς. Ενιωθες εκεί μια αίσθηση ελευθερίας».
Αναζητούσα ένα νήμα που θα μου επέτρεπε να αφηγηθώ την ιστορία της πόλης… Οσο το σκεφτόμουν, τόσο πιο τρελό μου φαινόταν. Κι όμως, αυτή η ιδέα άνοιγε έναν ολόκληρο κόσμο δυνατοτήτων, γιατί οι άγγελοι μπορούσαν να περάσουν από το Τείχος, να γίνουν μάρτυρες της ζωής στο Βερολίνο.
*«Wim Wenders: Η μεγάλη αναδρομή», 14-16 Νοεμβρίου, Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

