«Πιστεύω ότι όλα είναι ένα ενιαίο όλον, κι εγώ είμαι ένα μικρό του μέρος – σαν ένα κύμα μέσα στον ωκεανό», έγραφε η ίδια.
Οι αυτοφωτογραφίες και τα αυτοαναλυτικά έργα της, όπως το «Εκφράσεις 1 (Μια μελέτη των εκφράσεων του προσώπου, 1972)» και το «The Process of Aging», αποτελούν μια διαρκή προσπάθεια κατανόησης του εαυτού και του τρόπου με τον οποίο τα επιμέρους συνθέτουν το σύνολο της ύπαρξης. Παρά τη φαινομενική μοναξιά μας, είμαστε όλοι κομμάτια ενός μεγαλύτερου σύμπαντος, μοιάζει να μας λέει.
Η γλύπτρια Αθηνά Τάχα αποτελεί σπάνια περίπτωση σύγχρονης δημιουργού όχι μόνο για το εύρος των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων της, αλλά και για την ανθρωπιστική της θεώρηση απέναντι στη ζωή. Θεωρείται από τους πρώτους καλλιτέχνες που δημιούργησαν έργα «site-specific» –δηλαδή γλυπτά σχεδιασμένα για συγκεκριμένο τόπο–, ενώ της αποδίδεται και η επινόηση του ίδιου του όρου τη δεκαετία του 1970.
Γεννημένη στην Ελλάδα (Λάρισα, 1936) και εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες από τη δεκαετία του ’60, υπήρξε μία από τις πρωτοποριακές φωνές της διεθνούς γλυπτικής του 20ού αιώνα. Ανήκει στη γενιά των γυναικών που δυσκολεύτηκαν να γίνουν ισότιμα δεκτές με τους άνδρες καλλιτέχνες στο πεδίο τους, αλλά πέτυχαν να αναδιαμορφώσουν τον κόσμο της τέχνης έτσι ώστε να πλησιάσει τον απλό άνθρωπο και τις καθημερινές εμπειρίες του.
Η πληροφορία της «Κ» ότι η Εθνική Πινακοθήκη έχει αποδεχθεί μια σοβαρή δωρεά της καλλιτέχνιδος και ότι θα συμπεριλάβει σημαντικότατο έργο της στα εκθέματα του τρίτου ορόφου, που επανασχεδιάζεται από τη διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ Συραγώ Τσιάρα, αποτελεί σημαντική είδηση και συνάμα αποκατάσταση της προσφοράς της στην ιστορία της τέχνης. Ισως μάλιστα να έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να ακουστεί και πάλι δυνατά το όνομα της Τάχα στην πατρίδα της, αφού η σύγχρονη ματιά δύο νεότατων επιμελητριών στην περιοδική έκθεση «Θαλασσόκαμπος», που μόλις εγκαινιάστηκε στο ΕΜΣΤ, επαναφέρει στο προσκήνιο τη σημασία του έργου της.

Από τα δέκα της χρόνια η Αθηνά Τάχα σχεδίαζε και έπλαθε μορφές. Το 1959 ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, δύο χρόνια αργότερα απέκτησε μεταπτυχιακό στην Ιστορία της Τέχνης στο Oberlin College στις ΗΠΑ, ενώ το 1963 ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στην Αισθητική στη Σορβόννη. Επέστρεψε στο Oberlin ως επιμελήτρια μοντέρνας τέχνης στο Allen Memorial Art Museum και από το 1968 έως το 1998 δίδαξε γλυπτική στο Oberlin, ενώ ταυτόχρονα καθιερωνόταν διεθνώς ως πρωτοπόρος εικαστικός.
Από τότε ζει στην Ουάσιγκτον. Εχει δημιουργήσει πάνω από 50 μεγάλης κλίμακας έργα στον δημόσιο χώρο σε πόλεις των ΗΠΑ, έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες ατομικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη και αλλού και έχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία και διακρίσεις. Το βιβλίο «Dancing in the Landscape» (Ουάσιγκτον, 2000) αποτελεί την πληρέστερη καταγραφή των υπαίθριων γλυπτών της.
Τα τελευταία χρόνια η εικαστικός αντιμετωπίζει σοβαρή επιδείνωση της υγείας της. Πάσχοντας από Αλτσχάιμερ, μετακινείται με αναπηρικό αμαξίδιο και επικοινωνεί με τη βοήθεια του ιστορικού τέχνης και επί 60 έτη συντρόφου της, Ρίτσαρντ Ε. Σπίαρ. Με τη βοήθειά του εξασφαλίσαμε αυτή τη σπάνια συνέντευξη για την «Κ».
Ο Σπίαρ αγωνίζεται να διατηρήσει την καλλιτεχνική κληρονομιά της συζύγου του αναγνωρίζοντας ότι δυστυχώς δεν είχε πλέον νόημα να διατηρεί το στούντιό της.
Το τελευταίο έργο που σχεδίασε η Τάχα, το 2022, ήταν το επιτύμβιο μνημείο τους, το οποίο έχει εγκατασταθεί στο Κοιμητήριο του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον. Εκεί θα αποτεθεί η τέφρα του ζευγαριού. Στη μία όψη των ευθύγραμμων μορφών του μνημείου έχουν γραφτεί τα ονόματα, το επάγγελμα και η χρονολογία γέννησής τους. Στην άλλη, στα αγγλικά, οι λέξεις «Ενωμένοι» και «Για πάντα».
– Γεννηθήκατε στην προπολεμική Ελλάδα και μεγαλώσατε μέσα στη δίνη που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτά τα βιώματα επηρέασαν το έργο σας;
– Η Ελλάδα υπήρξε καθοριστική για την τέχνη μου – πάνω απ’ όλα, μέσα από τη μαγεία της φύσης της και τη βαθιά ιστορικότητά της. Από τη φύση άντλησα την αγάπη για τα βουνά, τα πεζούλια και τα μονοπάτια τους, αλλά και για τις ακτές, τα κοχύλια και τον υποθαλάσσιο κόσμο – έκανα πολύ συχνά υποβρύχιες καταδύσεις εκείνα τα χρόνια. Από την άλλη, οι αρχαιολογικοί χώροι με ενέπνευσαν να παρατηρώ τις ρυθμικές σχέσεις των χώρων, τα βήματα και τις αποστάσεις ανάμεσά τους. Ολα αυτά διαμόρφωσαν τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη μορφή και τον χώρο στη γλυπτική μου.
– Τι σας ώθησε να στραφείτε στη δημόσια τέχνη;
– Η εποχή μου και οι πολιτικές της απόψεις. Τα ταραγμένα ’60s, με τις κοινωνικές αναταράξεις και τον πόλεμο του Βιετνάμ, με έκαναν να αισθανθώ πως η τέχνη δεν μπορεί να περιορίζεται στα μουσεία ή στις αίθουσες των γκαλερί. Ωστόσο, πιστεύω πως κάθε καλλιτέχνης πρέπει να ακολουθεί τη δική του εσωτερική παρόρμηση. Δεν είναι απαραίτητο κάθε έργο να είναι ευθέως πολιτικό· άλλωστε, ίσως τελικά κάθε πράξη δημιουργίας να είναι με τον δικό της τρόπο μια πολιτική πράξη. Προσωπικά ήθελα να δώσω κάτι στο ευρύτερο κοινό – να επικοινωνήσω έξω από τα όρια μιας «εκλεκτής» ομάδας θεατών.
Τα ταραγμένα ’60s, με τις κοινωνικές αναταράξεις και τον πόλεμο του Βιετνάμ, με έκαναν να αισθανθώ πως η τέχνη δεν μπορεί να περιορίζεται στα μουσεία ή στις αίθουσες των γκαλερί.
– Ωστόσο, γενικώς η σύγχρονη τέχνη έχει χαρακτηριστεί ελιτιστική. Το πιστεύετε;
– Σε μεγάλο βαθμό, αυτό ισχύει. Υπάρχουν έργα που απευθύνονται σε ένα μορφωμένο, περιορισμένο κοινό. Ομως, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εκπαίδευση για να απολαύσει κανείς την τέχνη, εκτός ίσως από κάποιες πιο «δύσκολες» μορφές, όπως η εννοιολογική τέχνη.
Η αισθητική εμπειρία είναι κάτι έμφυτο· όλοι μπορούμε να τη βιώσουμε. Ακόμη κι αν το κοινό δεν αντιλαμβάνεται πάντα ότι πρόκειται για «τέχνη», νιώθει χαρά και περιέργεια μέσα από την επαφή μαζί της.

– Οι καλλιτέχνες που εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους έχουν μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στον δήμο και στο φυσικό περιβάλλον;
– Αναμφίβολα ναι και στις δύο περιπτώσεις. Ο καλλιτέχνης που δημιουργεί για τον δημόσιο χώρο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του το κοινό – όχι για να το κολακεύσει, αλλά για να μην το αποκόψει από την εμπειρία του. Η δημόσια τέχνη πρέπει να είναι ανοιχτή, κατανοητή και να συνομιλεί με τον χώρο και τους ανθρώπους του. Οταν δουλεύεις στο ύπαιθρο, η φύση δεν είναι απλώς σκηνικό· είναι ενεργητικά συμμετέχουσα. Οφείλεις να τη σεβαστείς πολύ βαθιά, σε κοσμικό και «μικροκοσμικό» επίπεδο. Εχω αντλήσει έμπνευση από την επιστήμη, ιδιαίτερα από την αστρονομία και τη φυσική των ατόμων. Η φύση, στις απειροελάχιστες και στις απέραντες κλίμακές της, είναι ο πυρήνας της δημιουργίας μου.
– Υπήρξατε πρωτοπόρος της δημόσιας τέχνης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Τι θεωρείτε σήμερα πραγματικά ρηξικέλευθο;
– Είναι δύσκολη ερώτηση. Αν μιλάμε για τη δημόσια τέχνη, πιστεύω πως το πιο ουσιαστικό ρεύμα της εποχής μας είναι η οικολογική συνείδηση, κάτι που στη δεκαετία του ’60 δεν υπήρχε ακόμα. Η σχέση τέχνης και περιβάλλοντος είναι, πλέον, το μεγάλο στοίχημα του μέλλοντος.
Το πιο ουσιαστικό ρεύμα της εποχής μας είναι η οικολογική συνείδηση, κάτι που στη δεκαετία του ’60 δεν υπήρχε ακόμα. Η σχέση τέχνης και περιβάλλοντος είναι το μεγάλο στοίχημα του μέλλοντος.
Από εκεί και πέρα, κάθε έργο μου διαφέρει ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή. Εκείνο που ελπίζω να μοιράζονται μεταξύ τους είναι μια αίσθηση ομορφιάς, ρυθμού και απόλαυσης της φόρμας – είτε μέσα από τη σωματική, κινητική εμπειρία του θεατή είτε μέσα από την καθαρά οπτική.
Η ομαδική έκθεση «Θαλασσόκαμπος» σε επιμέλεια της Δανάης Γιαννόγλου και της Κυβέλης Μαυροκορδοπούλου, φιλοξενείται στο Project Room 2 του ΕΜΣΤ και εχει αφετηρία την πρακτική της Αθηνάς Τάχα και πιο συγκεκριμένα τα έργα της που ανήκουν στη συλλογή του ΕΜΣΤ. Διάρκεια έως 8/2/2026.

