Στην πιάτσα Σαντ’ Αννα, στο ιστορικό κέντρο του Παλέρμο, οι πάντες τραγουδούν. Αριες και σιτσιλιάνικα παραδοσιακά άσματα ή το χιτάκι της δεκαετίας του ’80, το «Lachiate Mi Cantare» του Τότο Κουτούνιο. Ο κύριος Γκρι λέει πως το Παλέρμο έχει και τις σκοτεινιές του. Οχι, δεν αναφέρεται στην ιστορία της μαφίας (αν και συστήνει ένα άλμπουμ που είχε κυκλοφορήσει το 2007, το «La Musica della Mafia: Il Canto di Malavita»).
Σχεδόν στην άλλη πλευρά της πολύβουης πόλης, περνώντας μέσα από φτωχικά σοκάκια με τα εντοιχισμένα εικονοστάσια και γκράφιτι όπως Odio Napoli (Μισώ τη Νάπολη), βρίσκονται οι Κατακόμβες των Καπουτσίνων. Κατεβαίνοντας μερικά σκαλιά, ουσιαστικά βρίσκεσαι περιστοιχισμένος από νεκρούς. Αναρίθμητους σκελετούς, μουμιοποιημένους, συντηρημένους, με τα ρούχα τους (οι μοναχοί με τους μανδύες τους, οι αξιωματικοί με τις στολές και τα ναπολεόντεια καπέλα τους, τα κορίτσια με τα φορέματά τους, τα μωρά με τις νυχτικιές τους), όρθιους, καθιστούς ή ξαπλωτούς, σαν να μόλις ξύπνησαν από βαθύ ύπνο.
Η ιστορία λέει ότι «το μοναστήρι των Καπουτσίνων του Παλέρμο ξεπέρασε τα όρια του αρχικού νεκροταφείου τον 16ο αιώνα και οι μοναχοί άρχισαν να ανασκάπτουν κρύπτες κάτω από αυτό. (…) Τα σώματα αφυδατώθηκαν πάνω σε κεραμικά ράφια στις κατακόμβες και μερικές φορές αργότερα πλύθηκαν με ξίδι. Μερικά πτώματα ταριχεύτηκαν και άλλα κλείστηκαν σε σφραγισμένα γυάλινα ντουλάπια. (…) Οι κατακόμβες περιέχουν περίπου 8.000 πτώματα και 1.252 μούμιες που πλαισιώνουν τους τοίχους».
Ο κύριος Γκρι περιπλανήθηκε μέσα σε αυτή την παμπάλαια νεκρική εγκατάσταση, βγαλμένη, λες, από τον Εκκλησιαστή: «Κάθε άνθρωπος εβγήκε γυμνός από την κοιλίαν της μητρός του. Ετσι και γυμνός, όπως ήλθε, θα επιστρέψη εις την γην. Τιποτε από τους κόπους του δεν θα πάρη εις τα χέρια του, όταν πορευθή στον τάφον του».
Οι σκελεθρωμένες αυτές φιγούρες μοιάζουν έτοιμες να κάνουν ένα βήμα μπροστά. Ορισμένες στιγμές, με την άκρη του ματιού σου, νομίζεις στ’ αλήθεια πως κάποιος δοκίμασε μια χειρονομία: «Ελα· έλα να σου δείξω πώς είναι». Οι όρθιοι νεκροί έχουν οπωσδήποτε κάτι το ανησυχαστικό. Μια τουρίστρια περιδιαβαίνει τους σκιερούς διαδρόμους έχοντας καλύψει τη μύτη της με μαντίλι· και όμως δεν υπάρχει καμία μυρωδιά εκεί κάτω. Βγαίνοντας ξανά στο φως, αισθάνεσαι σαν τον Ορφέα που μόλις άφησε πίσω του το βασίλειο των σκιών. Η Ευρυδίκη χαμένη για πάντα κάπου εκεί μέσα. Το φως όμως, το μεσογειακό φως, τα λεμόνια του Σορέντο, το μανταρινέλο σπριτζ – η ζωή σφύζει ξανά και όλα επιστρέφουν στη θέση τους. Για όσο διαρκέσει, έστω.

