Η επιστροφή ενός θρύλου

Ο σταρ των τριών Οσκαρ έπειτα από 8 χρόνια παίζει στην «Ανεμώνη» που έγραψε μαζί με τον γιο του

4' 49" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Οκτώ χρόνια (κινηματογραφικής) σιωπής. Ενα μεγάλο διάλειμμα, το οποίο πιθανόν να γινόταν και μόνιμο αν ο γιος του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, Ρόναν, δεν αποφάσιζε να γυρίσει την πρώτη του ταινία. Φυσικά δεν βλάπτει στο ντεμπούτο σου να έχεις για πρωταγωνιστή ένα μύθο του σινεμά, κάτοχο τριών βραβείων Οσκαρ. «Η αλήθεια είναι ότι αρχικά είχα δεύτερες σκέψεις, γνωρίζοντας την πίεση που θα είχε κάτι τέτοιο για διαφορετικούς λόγους. Ομως νομίζω ότι αν δεν αρπάζαμε αυτή την ευκαιρία να δουλέψουμε μαζί, σε δέκα χρόνια θα το σκεφτόμουν και θα με στοίχειωνε», μου λέει ο Ρόναν Ντέι-Λιούις, το κυριακάτικο πρωινό ακριβώς πριν από τη διεθνή πρεμιέρα της «Ανεμώνης» στο Μέγαρο Μουσικής, η οποία έριξε την αυλαία στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, με όλα τα έσοδα της προβολής να πηγαίνουν στους σκοπούς της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών – «Πόρτα Ανοιχτή».

Η ταινία, που κυκλοφορεί την προσεχή Πέμπτη (13/11) στις αίθουσες, αφηγείται την ιστορία του Ρέι (Λιούις), που έχει περάσει πολλά χρόνια απομονωμένος στη φύση, έχοντας εγκαταλείψει την οικογένεια και τον νεαρό γιο του. Οταν ο επίσης αποξενωμένος αδελφός του, Τζεμ (Σον Μπιν), θα αποφασίσει να τον επισκεφθεί, θα ξεκινήσουν το δύσκολο ταξίδι της επαναπροσέγγισης, καθώς μυστικά και αμαρτήματα του παρελθόντος έρχονται στην επιφάνεια.

«Βασικά είχα ένα άλλο σενάριο που είχα γράψει νωρίτερα και πίστευα ότι αυτή θα ήταν η πρώτη μου ταινία. Κάποια στιγμή ήταν σχεδόν έτοιμο να γίνει και ξαφνικά η χρηματοδότηση αποσύρθηκε. Και τότε η ζωγραφική άρχισε να παίρνει πιο κεντρικό ρόλο στην καριέρα μου. Παρ’ όλα αυτά, ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το σενάριο, δεν ξέραμε αν θα φτάναμε ποτέ σε μεγάλου μήκους, όμως κάποια στιγμή είδαμε ότι έχουμε 70 σελίδες. Το διαβάσαμε δυνατά για να νιώσουμε τη δομή και το σχήμα του και αποφασίσαμε ότι μας αρέσει αρκετά», λέει ο νεαρός σκηνοθέτης. Πατέρας και γιος έγραψαν μαζί το σενάριο, το οποίο θέλει τον Ρέι να έχει περιέλθει σε ημιάγρια κατάσταση μέσα στα χρόνια της απομόνωσής του. Πώς προσεγγίζεις όμως έναν τέτοιο χαρακτήρα;

«Σίγουρα το γύρισμα στη φύση βοηθάει. Βέβαια στο σετ έχεις συνεχώς ανθρώπους γύρω σου, οπότε δεν υπάρχει το στοιχείο της απομόνωσης. Οσον αφορά την εσωτερική εμπειρία, ωστόσο, μου φάνηκε πολύ αληθινή, ειδικά όταν γυρίζαμε στην καλύβα· εκείνο το μέρος είχε μια δική του ησυχία, με τους πολύ παχείς πέτρινους τοίχους, που προκαλούσαν σχεδόν…», αφήνει μετέωρη την απάντηση ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις και ο γιος του από δίπλα συμπληρώνει: «…ηχομόνωση». Οι δυο τους συνεννοούνται με τα μάτια, πριν ο Βρετανός ηθοποιός συνεχίσει: «Ακριβώς. Κυρίως ένιωθες ότι είναι ένα πραγματικό μέρος. Το να καταφέρεις να γυρίζεις επιτόπου (σ.σ. εννοεί όχι σε στούντιο) σου δίνει τόσο πολλά σε επίπεδο ενέργειας. Για εμένα πάντως αυτή ήταν αρκετά διαφορετική εμπειρία, γιατί γράψαμε εξαρχής το σενάριο με έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού. Βέβαια ο Ρόναν δούλεψε πολύ σκληρά πάνω στα περιγραφικά κομμάτια, που αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους της ιστορίας, όμως οι διάλογοι είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικοί. Ετσι, από πολύ νωρίς ένιωσα ότι υπήρχε εκεί ένα ανθρώπινο ον το οποίο μπορούσα να καταλάβω, δεν χρειάστηκε να βγω να τον “ψάξω”, παρόλο που προσωπικά δεν έχω καμία σχέση με αυτόν τον χαρακτήρα».

Σίγουρα το γύρισμα στη φύση βοηθάει. Οσον αφορά την εσωτερική εμπειρία, ωστόσο, μου φάνηκε πολύ αληθινή, ειδικά όταν γυρίζαμε στην καλύβα. -Ντάνιελ Ντέι-Λιούις

Εντυπωσιακά πλάνα

Ο ζωγράφος Ρόναν επενδύει την ταινία του με μια σειρά από εντυπωσιακά κινηματογραφικά κάδρα, ανοίγοντας διάλογο ανάμεσα στους ήρωες και στο φυσικό περιβάλλον. Οι εικόνες δεν είναι μόνο οπτικές, αλλά και ηχητικές. «Το φυσικό περιβάλλον στην ταινία δίνει χάρη και ομορφιά, αλλά ταυτόχρονα παράγει σκληρότητα και βία. Με έναν τρόπο, δηλαδή, απηχεί το ανθρώπινο δράμα που βρίσκεται στο προσκήνιο. Ιδιαίτερα ο συνεχής άνεμος, που είναι σχεδόν σαν αφηγητής της ιστορίας. Αυτό το στοιχείο προϋπήρχε σε ένα βαθμό στο σενάριο, όμως όταν φτάσαμε εκεί, συναντήσαμε τον πραγματικό άνεμο. Ηταν τόσο αδιάκοπος και έντονος που αναπόφευκτα κατάφερε να περάσει και στον σχεδιασμό του ήχου (sound design). Η εξερεύνηση αυτών των στοιχείων συνεχίστηκε και στη μετα-παραγωγή, όμως στο ίδιο το γύρισμα η συνύπαρξη μαζί τους δημιουργεί μια αίσθηση είτε αδιαφορίας απέναντι στους αγώνες των ανθρώπων είτε και “διαλόγου” μαζί τους, όπως συμβαίνει στη σκηνή της μεγάλης καταιγίδας στο τέλος», σημειώνει ο ίδιος.

Το φυσικό περιβάλλον στην ταινία δίνει χάρη και ομορφιά, αλλά ταυτόχρονα παράγει σκληρότητα και βία. Με έναν τρόπο, δηλαδή, απηχεί το ανθρώπινο δράμα. -Ρόναν Ντέι-Λιούις

Η σκηνή που αναφέρει, με σαφή θρησκευτική σημειολογία, λειτουργεί και σαν συμβολισμός της πνευματικής συνένωσης των δύο αδελφών, οι οποίοι πάντως ξεκινούν από πολύ διαφορετικές αφετηρίες. «Τα δύο αδέλφια μοιράζονται αυτή την τρομερά αυστηρή, θρησκευτική εκπαίδευση και ανατροφή. Για τον Τζεμ εξελίχθηκε σε βαθιά χριστιανική πίστη. Στην περίπτωση του Ρέι, μέσα από τις εμπειρίες του, η πνευματικότητα πήρε τη μορφή άγριου παγανισμού. Το πνεύμα για τον Ρέι κατοικεί στον φυσικό κόσμο και για αυτό η αλληλεπίδραση μαζί του είναι πολύ σημαντική», εξηγεί ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις.

Ο Ρέι και ο Τζεμ είναι αρχικά τόσο διστακτικοί μεταξύ τους ώστε απλώς κάθονται με τις ώρες στον ίδιο χώρο, ανταλλάσσοντας ελάχιστες κουβέντες. Σύμφωνα με τον Λιούις: «Προφανώς αρχικά κάνουν κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο, επειδή έχουν περάσει 20 χρόνια και πρέπει να “μετρηθούν”. Ηταν αχώριστοι μέχρι τη στιγμή που οι πορείες τους αρχίζουν ξαφνικά να αποκλίνουν και όταν συναντιούνται, οι σκέψεις τους είναι γεμάτες βουβές ερωτήσεις. Με τον Σον ξεκινήσαμε να δουλεύουμε την ίδια εποχή. Συναντιόμασταν στα κάστινγκ σαν νεαροί ηθοποιοί. Δεν συνεργαστήκαμε ποτέ, όμως όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθούσα τη δουλειά του και αληθινά τον θαύμαζα. Οταν λοιπόν εκείνος συμφώνησε να πάρει αυτό το ρίσκο μαζί μας, ήρθε στην Ιρλανδία και μείναμε παρέα για ένα διάστημα, περνώντας αρκετό από αυτόν τον χρόνο μάλιστα σιωπηλοί. Μου ήταν πολύ αβίαστο να πιστέψω σε εκείνον σαν αδελφική φιγούρα. Ολο αυτό έκανε τη δουλειά πολύ πιο εύκολη, γιατί είχαμε ήδη θέσει τα θεμέλια της σχέσης μας».
 
*Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», το οποίο φιλοξένησε όλους τους λαμπερούς καλεσμένους του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT