Εντονη υπήρξε πρόσφατα η συζήτηση για θέματα δημόσιου χώρου, μνημείων και δημόσιας αρχιτεκτονικής, σε μια χώρα με χαμηλές επιδόσεις και στις τρεις κατηγορίες. Και συμβαίνει, το οξύμωρο αυτό γεγονός, να προκαλεί αντεγκλήσεις και εντάσεις μέσα σε μια γενικευμένη ατμόσφαιρα πυροτεχνημάτων και εντυπωσιασμού.
Πυκνός ήταν ο χρόνος τον τελευταίο μήνα, καθώς η ανάδυση του νέου Πενταγώνου και η πολιτικοποίηση του Μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτη όρισαν τον κοινωνικό και κομματικό διάλογο γύρω από θέματα διαχείρισης, ιδιοκτησίας και συμβολισμού.
Ο ρόλος του δημόσιου τομέα στην παραγωγή συμβολισμών είναι καθοριστικός, αλλά συνήθως, όπως είδαμε πρόσφατα, γίνεται αποσπασματικά, μεροληπτικά και με διάθεση να υπηρετήσει μια συγκυριακή πολιτική συνθήκη.

Σε κάθε περίπτωση, αν σταθεί κανείς στην ελληνική πρωτεύουσα, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι από τη Μεταπολίτευση και μετά απουσιάζει εν πολλοίς η δημόσια αρχιτεκτονική υψηλών προδιαγραφών. Σε αντίθεση με την προδικτατορική περίοδο, οι επιλογές του κράτους απέχουν όλο και περισσότερο από την ποιοτική δόμηση. Το κράτος εκπροσωπείται ως επί το πλείστον από την παρακαταθήκη του παρελθόντος.
Σήμερα οργανώνεται μια ιδεολογική σύγκρουση με αφορμή τη διαχείριση του Μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτη. Η σύγχρονη αντιπαράθεση γίνεται γύρω από αυτό το μνημείο που είναι κληρονομιά του Μεσοπολέμου και της βενιζελικής αντίληψης περί σήμανσης και νοηματοδότησης του δημόσιου χώρου. Η όψη που έχουμε σήμερα είναι το αποτέλεσμα σχεδιασμού από τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη (1894-1961) και δεν διαφαίνεται να υπάρχει καμία ανάγκη επανασχεδιασμού ενός μνημείου που έχει εγγραφεί ως έχει στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Ο Αγνωστος Στρατιώτης είναι μια εικόνα σταθερότητας, σύμπνοιας και συνέχειας.
Οι παλινωδίες γύρω από τον δημόσιο χώρο συμβαίνουν κατά κανόνα σε κοινωνίες με ασπόνδυλη σύνδεση με την παραγωγή του αστικού πολιτισμού. Είναι σαφές πως ακόμη και η αποκάλυψη της νέας όψης του Πενταγώνου, με την εντυπωσιακή, τη νύχτα τουλάχιστον, γλυπτική σύνθεση του Κώστα Βαρώτσου, περισσότερο υπηρέτησε την ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων και της Εθνικής Αμυνας στη δημόσια συζήτηση παρά την ανάγκη διασύνδεσης της αρχιτεκτονικής παραγωγής με τη δημόσια διοίκηση.
Ο ρόλος του δημόσιου τομέα στην παραγωγή συμβολισμών είναι καθοριστικός, αλλά συνήθως γίνεται αποσπασματικά και με διάθεση να υπηρετήσει μια συγκυριακή πολι- τική συνθήκη.
Αλλωστε, το κτίριο του Πενταγώνου απέκτησε αυτόν τον γλυπτικό μανδύα σκηνογραφημένου συμβολισμού, με κύριο στόχο την οργάνωση ενός συμβάντος που θα διέκοπτε τη νηνεμία του δημοσίου διαλόγου. Και το πέτυχε. Ηταν σε κάθε περίπτωση μια επιτυχημένη μεταμφίεση ενός μάλλον ανέμπνευστου κτιρίου του 1950 (σχεδιασμένο, αρχικά για νοσοκομείο, από τον κατά τα άλλα σημαντικό αρχιτέκτονα και διανοητή του αστικού τοπίου Κυπριανό Μπίρη).

Αυτά τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν, αντίθετα από την επιδίωξή τους, την απουσία ουσιαστικής συζήτησης για την παραγωγή σημαντικής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα. Παράγεται πολύς θόρυβος χωρίς ουσιαστική πρόοδο. Η πόλη παραμένει ασήμαντη ως προς τη σύγχρονη αρχιτεκτονική της στον διεθνή χάρτη.
Οι αδυναμίες
Αλλά και πέραν της απουσίας κινήτρων και εμπλοκής και ρόλου στους πολλούς καλούς σύγχρονους αρχιτέκτονες της χώρας μας για να βελτιώσουν τον αστικό χώρο και να ορίσουν τα τοπόσημα του μέλλοντος, υπάρχει και η αδυναμία μιας εν γένει διαχείρισης του εθνικού αρχιτεκτονικού πλούτου στη διαχρονία του.
Ολα συνδέονται. Η αδυναμία κατανόησης της ανάγκης ότι η Αθήνα οφείλει να γεννήσει σημαντική αρχιτεκτονική του 21ου αιώνα για τις μελλοντικές γενιές συμπλέει με την αδυναμία αξιολόγησης της δημόσιας –εθνικής– αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Και αυτή η αδυναμία αντανακλάται στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε την αρχιτεκτονική κληρονομιά του αθηναϊκού κλασικισμού.
Οταν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έχει άθλιο και προσβλητικό περιβάλλοντα χώρο, όταν η Εθνική Βιβλιοθήκη βανδαλίζεται και έχει σύριγγες στα σκαλοπάτια της, όταν η Ακαδημία Αθηνών παραμένει (και αναγκαστικά ορθώς) με λαμαρίνες, καθώς δεν μπορούμε να την προστατεύσουμε, όταν το Ζάππειο είναι πάρκινγκ, είναι απορίας άξιον να διατυπώνεται η ανάγκη προκήρυξης διαγωνισμού για τον Αγνωστο Στρατιώτη. Στην κοινωνία δεν φαίνεται σωστή η ιεράρχηση των αναγκών της πόλης και της θωράκισης της αρχιτεκτονικής ιστορίας της.

Ενδεικτικό της ευρύτερης παρακμής της πόλης είναι και η αρχιτεκτονική εκπροσώπηση των ΕΛΤΑ, που είναι στην επικαιρότητα. Από το 1900 ώς το 1973 στεγάζονταν στο Μέγαρο Μελά, στην πλατεία Κοτζιά, στο νεοκλασικό μέγαρο, έργο Τσίλλερ. Ο συμβολισμός των ταχυδρομείων υπήρξε πυλώνας της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Ο θρυμματισμός του εθνικού brand των ΕΛΤΑ έχει ξεκινήσει από παλιά.
Η αρχιτεκτονική που γεννά υπεραξία απουσιάζει από τη δημόσια πολιτική. Απουσιάζει επίσης και η ιεράρχηση και η διάκριση του υψηλού από το αναγκαίο. Και αυτή η σύγχυση, ως παράγωγο μιας απουσίας πολιτικής, υποτιμά εν τέλει την ίδια την πόλη. Η Αθήνα έχει πολύ σημαντική νεότερη ιστορία και επίσης σημαντική, σε διεθνές επίπεδο, νεότερη αρχιτεκτονική παρακαταθήκη. Πέραν των συμβολισμών, αναγκαίων και κατανοητών, υπάρχει και η ουσία.
ΑΠΟΨΕΙΣ
Ανακαινίζονται τα μνημεία;
Του Τάσου Σακελλαρόπουλου*
Το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη βρίσκεται σε μια δίνη πολιτικών, κινηματικών και προσφάτως νομοθετικών πρωτοβουλιών. Αδύναμο το ίδιο να απαντήσει, καλό είναι να αναλογιζόμαστε ότι το ζητούμενο είναι η επίρρωση του συμβολικού του ρόλου και όχι η εμπλοκή του στην τρέχουσα πολιτική ένταση. Στη δίνη αυτή προστέθηκε και η πρόταση από το –αρμόδιο πλέον– υπουργείο Εθνικής Αμυνας για διεθνή διαγωνισμό με αντικείμενο την ανάδειξή του ως σημείο εθνικής ενότητας.
Σε έναν τόπο σαν τον δικό μας, που η Ιστορία πολύ συχνά προσεγγίζεται σαν καταναλωτικό αγαθό, χωρίς τον σεβασμό που της αξίζει, όταν οι συχνότατες μονομερείς προσεγγίσεις καθιστούν την Ιστορία χρηστική για σκοπούς στρατευμένους και παρουσιάζεται ως καθαρτήριο οικείων και ως καταστροφέας αντιπάλων, όταν δηλαδή στερείται η Ιστορία της συνθετικής αποτίμησης του συνόλου που την παρήγαγε και δημιούργησε, τότε αποκτά συμπάθειες ως ένα κολόβωμα του παρελθόντος.
Απέναντι στους διχασμούς που ανανεώνονται και μέσω της πολιτικής αλλά και μέσω της Ιστορίας στέκουν κάποια σύμβολα που πεισματικά απαιτούν τον σεβασμό μας σε ό,τι ανθεκτικά εκπέμπουν. Είναι σύμβολα κοσμικά, που τα γέννησε η δύσκολη καθημερινότητά μας και οι τραγικές συνολικές εμπειρίες μας· σύμβολα που δεν συνδέονται με ουράνιες δυνάμεις, αλλά με το παρελθόν μας. Είναι τα λιγοστά μνημεία μας που διατηρούν ακμαίο το κύρος ενός κοινού παρελθόντος. Και ερχόμαστε σε μια αγωνιώδη ερώτηση: ανακαινίζονται άραγε τα μνημεία; Ανακαινίζεται το συναίσθημα που αποπνέουν ή η σκέψη για ανακαίνιση θα εξυπηρετήσει μια νεωτερικότητα με πολύ κοντά πόδια.
Είμαστε προσωρινοί και οφείλουμε να παραδώσουμε στους επόμενους τα σύμβολα που παραλάβαμε, ντυμένα με την αγάπη που τους αξίζει.
Χωρίς διάθεση βλασφημίας, ας αναρωτηθούμε εάν κανείς τόλμησε να επέμβει σε βυζαντινά ή αρχαιοελληνικά μνημεία. Το προσπάθησε έμμεσα ο «τρίτος ελληνικός πολιτισμός» του Μεταξά και η χούντα, θέλοντας και οι δύο να εξωραΐσουν τη ρηχότητά τους. Ο ρόλος της πολιτείας είναι να ανανεώνει τον σεβασμό στο παρελθόν μας με έργα φροντίδας σε σύμβολα, έτσι ώστε να πορεύονται στον χρόνο με ασφάλεια, εκπέμποντας σεβασμό λόγω της κλασικότητάς τους και όχι λόγω της πρωτοτυπίας τους.
Οσο και να ακούγεται συντηρητικό αυτό, ας αναλογιστούμε πόσο ωφελημένο είναι το σημερινό δημοτικό τραγούδι από τις νέες τεχνολογίες και αν αυτές το ψήλωσαν ή το κόντυναν. Εξάλλου, είμαστε προσωρινοί και οφείλουμε να παραδώσουμε στους επόμενους τα σύμβολα που παραλάβαμε, ντυμένα με την αγάπη που τους αξίζει, αφού άλλο εθνικό σύμβολο και άλλο οικοδομή.
* Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.
Ανάδειξη του Αγνωστου Στρατιώτη
Του Ανδρέα Γιακουμακάτου*
Η συζήτηση για το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, από το 1925, συνδεόταν με εκείνη για τα Παλαιά Ανάκτορα, η καταστροφή των οποίων είχε δρομολογηθεί με τη μετατροπή τους σε κτίριο της Βουλής. Δημοκρατικές προσωπικότητες, όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο αρχιτέκτων Βασίλειος Κουρεμένος αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, θεωρούσαν ακατάλληλη τη χωροθέτηση του μνημείου στα Παλαιά Ανάκτορα και τη συνέδεαν με τις προθέσεις του δικτατορικού καθεστώτος του Θεόδωρου Πάγκαλου, που επιδίωκε την εγκατάσταση του υπουργείου Στρατιωτικών στο ιστορικό κτίριο. Υποστήριζαν αντίθετα τη χωροθέτηση του μνημείου στην περιοχή της δυτικής κλιτύος της Ακρόπολης, εξαιτίας της υποβλητικότητας, της ηρεμίας και του ισχυρού συμβολισμού του χώρου.
Τελικά, το σημερινό μνημείο του Αγνωστου ολοκληρώθηκε το 1931 από τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη σε συνεργασία με τους γλύπτες Κώστα Δημητριάδη και Φωκίωνα Ρωκ, προς ικανοποίηση του περιβάλλοντος των στρατιωτικών, με το οποίο ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε τριβές (Α. Γιακουμακάτος, «Το Βήμα», 27.3.1994). Η προβληματική χωροθέτηση του μνημείου είχε, ωστόσο, μια σοβαρή συνέπεια: προκάλεσε την καταστροφή της ωραίας επικλινούς και δενδροφυτευμένης νεοκλασικής πλατείας μπροστά από το κτίριο της Βουλής, το οποίο ανύψωσε αφύσικα και «πάνω από τα κεφάλια μας», στριμώχνοντας τον Αγνωστο από κάτω.
Η καλύτερη επέμβαση θα ήταν εκείνη που εκπαιδεύει τη συλλογική μας παιδεία και συνείδηση στον σεβασμό των εθνικών συμβόλων.
Η ιστορία των Παλαιών Ανακτόρων και του μνημείου του Αγνωστου αποτελεί αποκαλυπτική επιτομή των νεοελληνικών πολιτικών και πολιτισμικών ηθών μας. Παρ’ όλα αυτά, είναι η ιστορία μας. Αφενός, το έργο του Λαζαρίδη και των συνεργατών του είναι καλλιτεχνικά πολύ αξιόλογο και με τον τρόπο του «προοδευτικό», καθώς συγχρονίζεται με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του (γαλλικής προέλευσης). Αποτελεί προφανώς «ιδιαιτέρως αξιόλογο έργο τέχνης» και με την έννοια αυτή μνημείο υπό προστασία. Αφετέρου, το μνημείο αυτό μας έχει παραδοθεί εδώ και έναν αιώνα και η εικόνα του ταυτίζεται με όλες τις μεγάλες ιστορικές και κοινωνικές στιγμές του έθνους. Οποιαδήποτε επέμβαση σχετική με την υπόστασή του δύσκολα γίνεται νοητή.
Τα εθνικά μνημεία, διεθνώς, είναι κιβωτοί όχι μόνο συμβόλων, αλλά και μιας εικόνας αναλλοίωτης στον χρόνο, ως έκφραση ιστορικής ταυτότητας και συνέχειας. Η καλύτερη επέμβαση για τον δικό μας Αγνωστο θα ήταν εκείνη που εκπαιδεύει τη συλλογική μας παιδεία και συνείδηση στον σεβασμό των εθνικών συμβόλων και στην κοσμιότητα μιας χρήσης αντίστοιχης της σημασίας τους.
*Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.

