Το Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη κύλησε με περισσότερο πολιτισμό από όσο η πόλη μπορεί να… διαχειριστεί. Αστειευόμαστε βέβαια, ωστόσο αν απαριθμήσει κανείς τα διαφορετικά δρώμενα που «τρέχουν» αυτή τη στιγμή στη συμπρωτεύουσα, με πρώτο το κινηματογραφικό φεστιβάλ και από κοντά την εικαστική Μπιενάλε και τις εκδηλώσεις για τα 25χρονα του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, θα συνθέσει ένα φορτωμένο όσο και ευπρόσδεκτο καλλιτεχνικό μενού. Προσθέστε και τη μεγάλη συναυλία του ΛΕΞ το βράδυ του Σαββάτου, που συγκέντρωσε πάνω από 45.000 κόσμο –κι εμάς μαζί– στο Καυταντζόγλειο.
Στη Θεσσαλονίκη, φυσικά, βρισκόμαστε πρώτα από όλα για το σινεμά και το φεστιβάλ του, το οποίο χθες υποδέχθηκε μια πολύ εκλεκτή καλεσμένη. «Πάντα χαίρομαι να βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη και στην Ελλάδα γενικότερα, όπου έχω έρθει πάρα πολλές φορές, είτε για δουλειά είτε όχι», μας είπε η Ιζαμπέλ Ιπέρ στην πρωινή συνέντευξη Τύπου.
Η σταρ από τη Γαλλία
Η Γαλλίδα σταρ του κινηματογράφου και του θεάτρου, κομψότατη μέσα στη στυλιστική της απλότητα, πρόκειται να συστήσει στο κοινό πολλές από τις ταινίες της αυτές τις μέρες, αρχής γενομένης από την «Πιο πλούσια γυναίκα στον κόσμο», την οποία παρουσίασε χθες το βράδυ στο κατάμεστο Ολύμπιον.
«Δεν ήταν ποτέ δύσκολο για εμένα να ερμηνεύσω όλους αυτούς τους χαρακτήρες. Το βασικό είναι να υπάρχει εμπιστοσύνη, ιδιαίτερα ανάμεσα στον ηθοποιό και στον σκηνοθέτη της ταινίας», τόνισε η Ιπέρ σχετικά με τους μεγάλους ρόλους της. Είναι φανερό ότι η ίδια ξεχειλίζει από αυτοπεποίθηση («έχετε δώσει φοβερές ερμηνείες» – «το ξέρω» ή «δεν ψάχνω τους χαρακτήρες, τους βρίσκω»), αν και αργότερα ομολογεί ότι «φοβάμαι πάρα πολύ να πάρω ρίσκα».
Γενικώς στα λόγια της υπάρχει η αίσθηση ενός παιγνιώδους σνομπισμού, ο οποίος πάντως τουλάχιστον στη δική περίπτωση δικαιολογείται. Ελάχιστοι ηθοποιοί έχουν παίξει σε τόσα διαφορετικά μέρη του κόσμου, σε τόσες γλώσσες και «απέναντι» στις παραδόσεις τόσων λαών. «Αυτή ήταν πάντα η ιδέα μου για τη δημιουργία ταινιών, παντού στον κόσμο και με διαφορετικούς ανθρώπους.
Μερικές φορές μπορεί να έρχονταν εκείνοι στη Γαλλία, αλλά για εμένα ήταν πάντα πιο ενδιαφέρον να πηγαίνω σε αυτούς και να δουλεύω μαζί τους στο οικείο περιβάλλον τους». Μας λέει ακόμη πως σίγουρα ξεχωρίζει τους ρόλους της σε πολύ επιτυχημένες ταινίες (π.χ. «Δασκάλα του πιάνου» ή «Elle»), όμως υπάρχουν και άλλοι που εκείνη αγάπησε ανεξάρτητα από τη γενική αποδοχή τους. Σε κάθε περίπτωση ξεκαθαρίζει: «Δεν κουβαλάω το βάρος των ρόλων ούτε των ταινιών, είμαι απλώς μια ηθοποιός. Αυτό που δεν συνειδητοποιεί πολύς κόσμος είναι ότι το να κάνεις μια ταινία έχει να κάνει βασικά με τον παρόντα χρόνο. Τη στιγμή που την τελειώνεις, την έχεις αφήσει ήδη πίσω και πας στην επόμενη, δεν υπάρχει αρκετό διάστημα για να μείνεις σε ένα ρόλο». Αν πάντως μπορούσε να συνεργαστεί με ένα σκηνοθέτη από αυτούς που δεν πρόλαβε εν ζωή, αυτός θα ήταν σίγουρα ο Αλφρεντ Χίτσκοκ. «Θα ήθελα να είχα παίξει στο “Vertigo”, αν και πιθανότατα δεν θα ήμουν αρκετά ξανθιά για εκείνον».
«Θα ήθελα να είχα παίξει στο “Vertigo”, αν και πιθανότατα δεν θα ήμουν αρκετά ξανθιά για εκείνον», είπε για την επιθυμία της να είχε συνεργαστεί με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ.
O Αμλετ της Κλόι Ζάο
Μπαινοβγαίνοντας αυτές τις μέρες στις αίθουσες του φεστιβάλ, είδαμε πολλά και ενδιαφέροντα. Πρώτα από όλα το «Hamnet» της Κλόι Ζάο, το οποίο μας ήρθε κατευθείαν από την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Τορόντο. Σε μία (αναμφισβήτητα) από τις ταινίες της χρονιάς, η δημιουργός του οσκαρικού «Nomadland» ξεπερνά τον εαυτό της, αφηγούμενη την ιστορία πίσω από τη δημιουργία του «Αμλετ». Παντρεύοντας διαφορετικές κινηματογραφικές υφές και «θερμοκρασίες» και έχοντας στη διάθεσή της δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές (Τζέσι Μπάκλεϊ, Πολ Μέσκαλ), η Ζάο δημιουργεί ένα φιλμ υπαρξιακών αναζητήσεων και έντονων συναισθημάτων, το οποίο, ειδικά στο τελευταίο κομμάτι του, έκανε πολλά μάτια να δακρύσουν στο Ολύμπιον.
Το ελληνικό σινεμά
Στη Θεσσαλονίκη, άλλωστε, την τιμητική τους έχουν παραδοσιακά οι ελληνικές ταινίες, κάποιες από τις οποίες –δυστυχώς ή ευτυχώς– ολοκληρώνουν εκεί τον κύκλο τους στις αίθουσες. Σε αυτή την κατηγορία σίγουρα δεν ανήκει το «Πολύ κοριτσίστικο όνομα το Πάττυ» του Γιώργου Γεωργόπουλου, το οποίο, κατά κοινή παραδοχή, αποτελεί το αρτιότερο εγχώριο φιλμ που έχουμε δει έως τώρα. Με τον σκληρό ρεαλισμό της Ελλάδας του 2025, αλλά και τη νεανική αθωότητα ενός 18χρονου κοριτσιού, η «Πάττυ» αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής αθλήτριας τζούντο (Μορτ Κλωναράκη) η οποία έρχεται από το νησί της στην Αθήνα, προκειμένου προπονηθεί πλάι σε έναν έμπειρο δάσκαλο (Βαγγέλης Μουρίκης) με όνειρο τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο Γεωργόπουλος βάζει εύστοχες ελληνικές πινελιές σε ένα κατά τα άλλα μάλλον «αμερικανικό» στόρι και του βγαίνει σε καλό. Η ταινία του, φρέσκια και καλογυρισμένη, είναι να απορεί κανείς πώς δεν βρήκε θέση σε ένα από τα διαγωνιστικά τμήματα του φεστιβάλ.
Εκεί δεν βρίσκεται ούτε η συγκινητική «Μάχη» του Ηλία Γιαννακάκη, ο οποίος εμπνέεται από την αληθινή ιστορία της πρωταγωνίστριάς του, Μπέτυς Βακαλίδου, προκειμένου να αφηγηθεί τη (μυθοπλαστική) βιογραφία της Μάχης, μιας τρανσέξουαλ γυναίκας, που επιστρέφει έπειτα από πολλές δεκαετίες κοντά στην αποξενωμένη κόρη της (Ελενα Τοπαλίδου).
Το φιλμ του Γιαννακάκη, που αντιμετωπίζει με χιούμορ και ενσυναίσθηση το θέμα του, άφησε επίσης καλές εντυπώσεις, σε ένα αρκετά ενδιαφέρον φετινό ελληνικό πρόγραμμα, το οποίο προβλέπεται να μας απασχολήσει και στη συνέχεια της κινηματογραφικής σεζόν.

